Συνέντευξη στον Ορέστη Δούση
(Εκδόσεις Perugia)
Γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1984 και μεγάλωσε σε μία παραδοσιακή ναυτική οικογένεια στην Χίο.
Το 2002 μετακόμισε στην Αθήνα, μιας και είχε περάσει στη Σχολή Γραφικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών (Τ.Ε.Ι. Αθήνας), για να σπουδάσει Συντήρηση Αρχαιοτήτων κι Έργων Τέχνης.
Το 2007 προσλήφθηκε στο Μουσείο της Ακρόπολης, ενώ ένα χρόνο αργότερα μετεγράφηκε στον Οργανισμό Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης, όπου δουλεύει εκεί μέχρι σήμερα.
Το 2012 εκδόθηκε το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο με τίτλο «Καθημερανοητότητα» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, το 2014, εκδόθηκε και το δεύτερο λογοτεχνικό του βιβλίο με τίτλο «Βαλκανεύοντας» και μόλις κυκλοφόρησε το τρίτο του βιβλίο με τίτλο «Εντεύθεν», επίσης από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη
Επίσης, από το 2013, αρθρογραφεί στο ευρωπαϊκό site OneEurope (http://one-europe.info) και στο aplotaria.gr, ενώ ο ίδιος διατηρεί από το 2009 δύο προσωπικά ιστολόγια, ένα κύριο, με τίτλο laternative (http://chatzelenisgeorge.
Πότε ξεκίνησες να αποκαλείς τον εαυτό σου συγγραφέα;
Δεν έχω αποκαλέσει ποτέ τον εαυτό μου συγγραφέα. Και πολύ πιθανόν να μη τον θεωρήσω ποτέ, διότι δεν μου αρέσουν οι χαρακτηρισμοί και οι κατηγοριοποιήσεις των ανθρώπων.
Αλήθεια, γιατί γράφεις;
Γράφω διότι θέλω να επικοινωνήσω με τους συνανθρώπους μου. Θέλω να μοιράζομαι εμπειρίες, απόψεις, ιδέες και προβληματισμούς. Επιδιώκω έναν εσωτερικό διάλογο ή έναν εποικοδομητικό αντίλογο. Δυστυχώς όμως πολλά εμπόδια δυσκολεύουν αυτήν την επικοινωνία. Σε μία κοινωνία όπου ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της είναι η μοναξιά, τα βιβλία παραμένουν διαχρονικά το καλύτερο μέσο για να εισχωρήσει κανείς διακριτικά, ευγενικά και με σεβασμό στις ζωές των άλλων. Προσπαθώ λοιπόν μέσα από τη γραφή μου να γκρεμίσω κάποια στερεότυπα που τόσα χρόνια μας κρατούν δέσμιους με μία μίζερη στασιμότητα και να παρουσιάσω την πραγματικότητα μέσα από τη δική μου ματιά.
Έχεις κάποιο λογοτεχνικό πρότυπο;
Ο συγγραφέας που πρώτος με τράβηξε στο κόσμο της λογοτεχνίας είναι ο Μίλαν Κούντερα με το βιβλίο του «Η ζωή είναι αλλού». Από τότε έχει μεσολαβήσει μία δεκαετία ανάγνωσης αρκετών συγγραφέων και ποιητών. Σε μεγάλη εκτίμηση έχω τους Γιώργο Θεοτοκά, Δημήτρη Χατζή, Στρατής Τσίρκας, Τάσος Λειβαδίτης, Ιάκωβο Καμπανέλη κι Ανατόλ Φρανς.
Ποιος ήρωάς σου θα ήθελες να είσαι εν ζωή;
Οι κύριοι πρωταγωνιστές των βιβλίων μου έχουν κάτι από μένα. Οπότε κατά μία έννοια όλοι τους ήδη βρίσκονται εν ζωή.
Ποιο είναι το πιο βαρετό και το πιο δημιουργικό κομμάτι της διαδικασίας συγγραφής ενός βιβλίου σου;
Δεν υπάρχει κάτι βαρετό στη διαδικασία συγγραφής ενός βιβλίου, κι αυτό διότι ασχολούμαι με τη συγγραφή μόνο όταν βρίσκομαι στη κατάλληλη διάθεση ή όταν υπάρχουν ιδέες και σκέψεις που περιμένουν να αποτυπωθούν σε ένα φύλλο χαρτί. Έχω συναντήσει όμως δύσκολες στιγμές στη συγγραφή ενός βιβλίου. Αναφέρομαι στις στιγμές που το μυαλό εγκλωβίζεται σε δικά του αδιέξοδα και δε μπορεί να δημιουργήσει.
Πόσο επιβαρυμένη/επιφορτισμένη θεωρείς τη γενιά σου:
Η γενιά μου δυστυχώς μεγάλωσε κακομαθημένη. Κυριότερο πρόβλημα είναι η λάθος ανατροφή που δεχτήκαμε από την οικογένεια, το σχολείο, την κοινωνία και το υπόλοιπο σύστημα που μας περιβάλλει. Μπορεί να μη φέρουμε την μεγαλύτερη ευθύνη, όμως έχουμε μεγάλο χρέος να σπάσουμε τα δεσμά που μας κρατάνε σ’ έναν φαύλο κύκλο.
Τα social media και γενικότερα το διαδίκτυο, τελικά βοηθούν το βιβλίο;
Τα social media είναι το καλύτερο εργαλείο αλλά και η χειρότερη παγίδα ταυτόχρονα. Κι αυτό εξαρτάται από το πώς θα τα χειριστεί κανείς.
On-line ξεφύλλισμα ή τη μυρωδιά του χαρτιού καθώς γυρνούν οι σελίδες, τι προτιμάς;
Προτιμώ το ξεφύλλισμα ενός βιβλίου. Η μυρωδιά ενός καινούργιου βιβλίου όταν το ανοίγεις πρώτη φορά, η αρμονική τοποθέτησή του μες στα χέρια μας, η ικανοποίηση του όγκου που διαβάζεται καθώς προχωράμε τις σελίδες, η εικαστική νότα του εξώφυλλου αλλά και η κατατοπιστική περίληψη του οπισθόφυλλου. Όλα αυτά δε μπορούν να υιοθετηθούν από ένα e-book.
Ενώ η ελληνική κοινωνία δεν θεωρείται διαδικτυακά αναλφάβητη, γιατί πιστεύεις ότι το e-book έχει μηδενικό μερίδιο στην αγορά;
Πιθανότατα επειδή είναι μία νέα τάση που ακόμα δεν έχει εδραιωθεί στη χώρα μας. Από την άλλη το αναγνωστικό κοινό της Ελλάδος είναι συγκεκριμένο και παραδοσιακό. Ο μέσος Έλληνας αναγνώστης προτιμά να θαυμάζει τη συλλογή του στα ράφια της προσωπικής του βιβλιοθήκης παρά να την έχει αποθηκευμένη σε μία συσκευή.
Μπορεί ένας συγγραφέας στις μέρες μας να βιοπορίζεται από τη συγγραφή και μόνο;
Ευτυχώς δύσκολα. Και λέω ευτυχώς διότι το βιβλίο οφείλει να έχει πνευματικό κι όχι βιοποριστικό ρόλο. Καλό είναι να μη συνδέουμε την τέχνη με το εμπόριο. Το χρήμα κουβαλάει μαζί του τη φθορά και την απληστία. Καλό λοιπόν είναι να απέχει όσο γίνεται περισσότερο από το χώρο του βιβλίου, κάτι που δυστυχώς είναι αρκετά δύσκολο στις μέρες μας.
Υπάρχει ελπίδα στην Ελλάδα της κρίσης; Μπορεί να έρθει μέσα από το βιβλίο;
Δεν μου αρέσει η λέξη ελπίδα. Σκοπός δεν είναι να ελπίζουμε από κάποιον άλλον ή από κάτι άλλο. Στόχος μας είναι να αλλάξουμε πρώτα εμείς οι ίδιοι και να πατήσουμε γερά στα πόδια μας. Τα βιβλία είναι ένα παραδοσιακό μέσο μεταλαμπάδευσης ιδεών και η ανάγνωσή τους βοηθάει στον εμπλουτισμό της προσωπικότητάς μας.
Προσφέρεται η εποχή για συγγραφή ή θεωρείς ότι το διαμορφωμένο περιβάλλον είναι στείρο;
Η Ελλάδα της κρίσης και της παραποιημένης ιστορίας των τελευταίων δεκαετιών, είναι η καλύτερη αφορμή στο να γράψει και να δημιουργήσει κανείς.
Τι νέο ετοιμάζεις;
Μόλις κυκλοφόρησε το τρίτο μου βιβλίο με τίτλο «Εντεύθεν» από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη, οπότε αυτές τις μέρες εισέρχομαι σε μία νέα περίοδο συγκομιδής σκέψεων και ιδεών.