Γράφει ο Δημήτρης Κατσαρός
Ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά στα media, τις κρίσιμες ημέρες της διάσωσης των επιβατών του Norman Atlantic. Κάποια από αυτά αφορούσαν και ιστορίες για τούρκους επιβάτες που βιαιοπραγούσαν ενάντια σε έλληνες ή ιταλούς που τους άρπαζαν τα σωσίβια. Σχεδόν τίποτα δεν ειπώθηκε για ιστορίες ανθρώπων που δεν είχαν ελληνικό όνομα ακόμη και αν ήταν ήρωες.
Ο Αρχιμανδρίτης Ηλία Καρτοζία, ορθόδοξος ιερέας από τη Γεωργία ήταν επίσης επιβάτης του πλοίου. Για τον πατέρα Ηλία, έγραψαν πολλά διεθνή μέσα επικοινωνίας και ιδίως ιταλικά. Η παπα Ηλία, όταν ήρθε η σειρά του να διασωθεί από το πλοίο εκείνος προτίμησε να τη δώσει σε μια γυναίκα με το παιδί της. Έπειτα όταν ξαναήρθε η σειρά του, το σκοινί από το οποίο κρεμάστηκε κόπηκε και ο ίδιος έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε.
Όχι πως έχει σημασία για την πράξη του, αλλά η γυναίκα και το παιδί της που σώθηκαν στη θέση του ήταν έλληνες. Έχει ίσως όμως κάποια σημασία για τα ελληνικά μέσα. Είναι μάλλον απίθανο όσοι δημοσιογράφοι παρακολουθούσαν τα ιταλικά μέσα επικοινωνίας εκείνες τις μέρες για να αναδημοσιεύουν ειδήσεις να μην έπεσαν επάνω στις μνείες για τον ηρωικό παπά. Ωστόσο είναι κρίμα που δεν ειπώθηκε τίποτα για αυτόν στα ελληνικά μέσα, ενώ αντίστοιχα επιλέχθηκαν άλλες ιστορίες που άγγιξαν τα όρια του κιτρινισμού.
Η ηλεκτρονική σελίδα της lifo έγραψε για τον γεωργιανό ιερέα μεταφέροντας τη μαρτυρία του γεωργιανού επιζώντας Iracli, όπως ο ίδιος την κατέθεσε στην ιταλική εφημερίδα La Repubblica. Ο Ιράκλι, αναφέρει: Μετά την πυρκαγιά «πήρα τον γιο μου στους ώμους μου και άρχισα να τρέχω. Υπήρξαν στιγμές που φοβόμουν ότι δεν θα τα καταφέρουμε. Ο Αρχιμανδρίτης Ilia με καθησύχαζε, και μου έλεγε πάνω απ’ όλα να σκέφτομαι το Θεό. Έτσι μου έδωσε δύναμη.» Όταν ήρθε η ώρα να επιβιβαστούμε στη λέμβο «ήταν πάντα κοντά μας και μας έδειχνε το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουμε. Φτάσαμε στο σημείο, και μου έλεγε “Σκεφτείτε τον Θεό. Ο Θεός βοηθά».
Αναδημοσιεύω τις ερωτήσεις του δημοσιογράφου και τις απαντήσεις του γεωργιανού επιζώντος για τις κρίσιμες στιγμές της διάσωσης, χωρίς άλλα σχόλια.
Δεν ανέβηκε στο σκάφος; «Όχι: όταν ήρθε η σειρά του, είδε πίσω του μια γυναίκα με ένα μικρό κορίτσι, νομίζω ότι ήταν Ελληνίδες, και έδωσε τη θέση του, λέγοντάς της να πάνε αυτές μπροστά». Τότε τον χάσατε απ’ το οπτικό σας πεδίο; «Όχι ακόμη. Κουβαλούσε ένα σακίδιο. Μέσα ήταν οι εικόνες, θρησκευτικές εικόνες τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να αποχωριστεί. Είπε ότι θα τις είχε πάντα μαζί του. Όταν κάποτε ήρθε η σειρά του, το σκοινί κόπηκε και κατέληξε στη θάλασσα.» Και τι κάνατε; «Κάποιος πέταξε ένα σωσίβιο, αλλά η θάλασσα ήταν πολύ άγρια, με μεγάλα κύματα και αυτός δεν μπορούσε να πιάσει το σωσίβιο. Μέχρι το τέλος ελπίζαμε μπορεί να είχε σωθεί, ελπίζαμε ότι θα είχε διασωθεί από άλλο πλοίο. Αλλά δυστυχώς δεν συνέβη αυτό τελικά.»