Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος,
«Ας υπάρχει ένα ποτήρι ζεστός καφές και τίποτα παραπάνω …» έλεγε σε μιαν αποστροφή του στα δύσκολα χρόνια της πνευματικής του πορείας ο αξέχαστος Ηλείος ποιητής Τάκης Σινόπουλος, ενώ όλοι μας κάθε πρωί ξεκινούμε την ημέρα μας με ένα ποτήρι φρέσκου αρωματισμένου καφέ, για να ξυπνήσει τις αισθήσεις μας και να μας δημιουργήσει ευεξία. Ποια όμως είναι η διαδρομή του θεσπέσιου αυτού ροφήματος ; Γύρω στα 1671 σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Ρώμη αναφέρονταν ο εξής αραβικός μύθος. Ένας βοσκός του μοναστηριού Σεχοντέτ στην Ερυθρά Θάλασσα καθώς παρατηρούσε το κοπάδι του, είδε τα πρόβατα να τρώνε τους καρπούς ενός άγνωστου δένδρου και μετά να κάνουν σαν τρελά. Το βράδυ δεν κοιμήθηκαν και ήταν διαρκώς σε υπερδιέγερση. Έσπευσε και ο ίδιος τότε να δοκιμάσει. Έκοψε καρπούς τους έβρασε και ήπιε το πικρό ρόφημά τους. Αισθάνθηκε περίεργα. Μια ξεχωριστή αίσθηση δύναμης, διαύγειας και ευφορίας τον κατέβαλε, μόνο που δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Άρχισαν να πίνουν τότε όλοι το νέο ρόφημα στο μοναστήρι, το οποίο αίφνης διαδόθηκε σε όλη την Αραβία. Σε πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων του μουσουλμανικού κόσμου ήταν κάτι το εξαιρετικό και πολυτελές. Αφού τους επέτρεπε να μένουν για πολλές ώρες άγρυπνοι και να διευρύνουν έτσι την πνευματική τους εργασία. Δεν έλειψαν όμως – όπως πάντα σε κάθε τι καινούριο – και οι αντιδράσεις. Πολλοί θρησκόληπτοι θεώρησαν ότι εφόσον το ρόφημα δεν αφήνει τους ανθρώπους να κοιμούνται είναι αντίθετο στις επιταγές του Αλάχ. Γιατί ο προφήτης είχε φτιάξει τη νύχτα για να κοιμούνται οι άνθρωποι. Αν αυτό δεν ήθελε, θα ήταν διαρκώς ημέρα. Πάραυτα ο καφές θα κατακτήσει την Ανατολή. Δεν έχει περάσει όμως στην Ευρώπη. Και εδώ το λόγο έχει πάλι η ιστορία με τους αδιόρατους μηχανισμούς της !!! Γύρω στα 1683 ο τουρκικός στρατός υφίσταται πανωλεθρία μπρος στα τείχη της Βιέννης. Τα τουρκικά στρατεύματα υποχωρούν ατάκτως και μαζί εγκαταλείπουν τα πυρομαχικά και τις προμήθειές τους. Αφήνουν πίσω και μερικές εκατοντάδες τσουβάλια με κόκκους καφές. Οι αυστριακοί νομίζουν αρχικά ότι είναι τροφή για τις καμήλες και ετοιμάζονται να κάψουν τα σακιά. Ένας πολωνός στρατιωτικός όμως που είχε ζήσει στην Ανατολή, ζήτησε τα τσουβάλια με τους κόκκους για λογαριασμό του. Μπρος μάλιστα στα ειρωνικά σχόλια εις βάρος του.
Σύντομα ο πανέξυπνος πολωνός ανοίγει το πρώτο καφενείο στην Ευρώπη. Σερβίρει τον καφέ με έναν εντελώς προσωπικό του τρόπο. Αλεσμένο, βρασμένο με νερό, με άρωμα ακόμα από μέλι και γάλα. Θα τον ονομάσει «καφέ βιεννουά» και θα τον προσφέρει σε μικρά κομψοτεχνημένα φλιτζάνια με τη συνοδεία κρουασάν σε σχήμα ημισελήνου για να θυμίζει την ήττα των Τούρκων. Αστραπιαία το καφενείο θα γίνει το στέκι όλης της κοσμικής Βιέννης και ο ευφυής Πολωνός θα κάνει οικονομικά την τύχη του. Ο καφές διαδίδεται έτσι σε όλη την Ευρώπη με ταχύτητα επιδημικής νόσου. Μόνο στην Γερμανία και την Αγγλία θα καθυστερήσει να καθιερωθεί λόγω της μπύρας και του τσαγιού που είναι καλά εδραιωμένα. Στην δε Γαλλία, θα αποτελέσει το μήλον της έριδος για τις εκατοντάδες συντεχνίες που ελέγχουν τον εμπορικό της κόσμο. Τον διεκδικούν οι γάλλοι οι φαρμακοποιοί επειδή προξενώντας αϋπνία μπορεί να θεωρηθεί φάρμακο. Ως αφέψημα όμως που προξενεί τέρψη και ξεκούραση τον διεκδικούν και οι ξενοδόχοι. Για να ζητήσουν επίμαχα την μονοπωλιακή διαχείρισή του και οι ταβερνιάρηδες, εκτιμώντας ότι αν ο κόσμος έμπαινε για καφέ στα καφενεία, θα μαράζωναν οι ταβέρνες που δεν θα μπορούσαν να ξοδέψουν το κρασί τους. Τελικά ο καφές τον 17-ο αιώνα θα καθιερωθεί παντού. Αν και ακριβός πολύ, με την γλύκανσή του με ζάχαρη – για να απαλειφθεί η πικρή γεύση του – θα γίνει το ρόφημα των κυριών της υψηλής κοινωνίας. Πως όμως θα μεταπηδήσει η παραγωγή του στη Γαλλία; Ως τώρα το μονοπώλιο παραγωγής του στην Ευρώπη έχουν οι Ολλανδοί, που το διαφυλάττουν ως κόρην οφθαλμού. Το 1714 ο δήμαρχος του Άμστερνταμ θα δωρίσει στον βασιλιά Λουδοβίκο τον ΙΔ΄ ένα δένδρο καφέ, προσβλέποντας πονηρά ότι η ευδοκίμησή του στο Παρίσι θα ήταν αδύνατη. Δεν είχε σταθμίσει ως φαίνεται καλά όμως τα πράγματα. Πράγματι για δεκατέσσερα χρόνια επι ματαίω οι γάλλοι πάλευαν να μεγαλώσει επιτυχώς το κακαόδεντρο. Ένας έξυπνος όμως γάλλος αξιωματικός ο Γαμπριέλ ντε Κλιέ υποπτεύθη τι συνέβαινε. Πήρε έτσι μια παραφυάδα του δένδρου και τη φύτεψε στις γαλλικές αποικίες στη Μαρτινίκα -όπου το κλίμα είναι τροπικό – και το θαύμα έγινε αμέσως. Το δένδρο καρποδότησε ευθύς και σε λίγο καιρό η Γαλλία ήταν αυτάρκης σε καφέ, συνεπιφέροντας και πτώση της τιμής του. Για να φθάσουμε στις μέρες μας όπου ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών γύρω από τον καφέ ξεπερνά τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο. Ωστόσο κατά τραγική ειρωνεία, από το ποσό που πληρώνει ένα ευρωπαϊκό νοικοκυριό για να αγοράσει τον καφέ του, μόνο το 2,5% πηγαίνει στις τριτοκοσμικές χώρες στις οποίες παράγεται και που στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι βυθισμένες στην υπανάπτυξη και την κοινωνική εξαχρείωση. Άλλοι δηλαδή παράγουν το αγαθό και άλλοι καρπούνται την υπεραξία του. Τι περίεργο πράγμα είναι αυτή η ιστορία με τους αχανείς δαιδάλους της … !!! Το παραπάνω κείμενο έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες της Ηλείας και σε περιοδικά κοινωνικού χαρακτήρα.
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.