Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Από το ευτράπελο στο δραματικό. Από το τραγελαφικό στο υπερεπείγον. Από το ασαφές στο πιο συγκεκριμένο (;). Ο κατατρεγμένος Γιάνης (λέγε με Ρούσβελτ) που εκτός από το ν της νηφαλιότητας απώλεσε και το σ της σοβαρότητας και τα μετέτρεψε με δημιουργική ασάφεια στο ν του ναρκισσισμού και το σ του στρουθοκαμηλισμού. Ο διαπραγματευτής Ευκλείδης που φορτώνεται με το βάρος της ταχύτατης εύρεσης ενός θεωρήματος που δεν θα γκρεμίζεται κάτω από το βάρος της υποτείνουσας ενώ θα επιτυγχάνει εκθετικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Όταν ο παραλληλισμός με κορυφαίες ιστορικές προσωπικότητες αποτελεί το έσχατο καταφύγιο της έπαρσης δεν μπορεί παρά να μετατρέπεται στη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι της πολιτικής ανοχής. Η ασάφεια δεν διεύρυνε δημιουργικά το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης. Αντιθέτως στένεψε απελπιστικά το περιθώριο επικοινωνίας ειδικά επειδή χρησιμοποιήθηκε με ισχυρές δόσεις ειρωνικής επιβολής και υποτίμησης των συνομιλητών.
Ο Ρούσβελτ εκφώνησε πριν 8 δεκαετίες έναν λόγο καταπέλτη κατά των πολεμοχαρών της εποχής του και όσων αντιδρούσαν στο New Deal που σχεδίασε. Μόνο που ο Αμερικανός Πρόεδρος διέθετε δημοσιονομική και νομισματική ελευθερία, το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον κινούνταν μέσα σε ένα κλειστό μοντέλο μακριά από το σημερινό παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο, οι αποφάσεις του ήταν απλές κυβερνητικές επιλογές όχι η κατάληξη των αντιθέσεων των διευρυμένων δυσλειτουργικών σχημάτων ενός κοινού νομίσματος.
Ο Βαρουφάκης, συνεπής στον κυβερνητικό μικρομεγαλισμό, ταυτίζει ένα διαφορετικό πρόβλημα, σε μια ιστορική περίοδο άλλων πολιτικών και οικονομικών χαρακτηριστικών από τις σημερινές και τοποθετεί τον εαυτό του σε κοινή θέση με τον ηγέτη μιας υπερδύναμης που είχε τη δυνατότητα να εκτελέσει το πρόγραμμα του με βάση την λαϊκή εντολή. Ολοκλήρωσε την εικόνα του κατατρεγμένου, «αποκαλύπτοντας» ότι υπέγραψε μια συμφωνία στην οποία του υποσχέθηκαν προφορικά ενισχυμένη τραπεζική ρευστότητα ενώ στο επίσημο κείμενο διευκρινίζεται πλήρως ότι οι όποιες οικονομικές διευκολύνσεις συνδυάζονται με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος.
Η «επαναστατική» περηφάνια λύγισε. Ο «έντιμος» συμβιβασμός ξεκίνησε από τον παραγκωνισμό του Γιάνη. Η συνεννόηση με τους εταίρους πέρασε μέσα από την επιβολή κυβερνητικών αλλαγών. Ο ρητορικά και διανοητικά ευφάνταστος Βαρουφάκης, παραχωρεί τα διαπραγματευτικά σκήπτρα σε κάποιον λιγότερο προκλητικά οξυδερκή και εξόφθαλμα, περίτεχνα συγκρουσιακό.
Ο Τσακαλώτος υποτίθεται ότι εκπροσωπεί μια πιο συμβατή, με τις Ευρωπαϊκές απαιτήσεις, πολιτική παρουσία επειδή δεν διαθέτει το θηριώδες ταμπεραμέντο του Βαρουφάκη. Διακατέχεται όμως από γνήσιες μαρξιστικές ιδέες, δεν απορρίπτει ακραίες επιλογές ούτε φυσικά έρχεται να υπηρετήσει διαφορετικές προτεραιότητες. Βέβαια η τελική συμφωνία θα κριθεί σε υψηλότατο πολιτικό επίπεδο και αυτό που μοιάζει να αρκεί προς το παρόν είναι η επικοινωνιακή αποφόρτιση. Μήπως όμως έχει φτάσει κι αυτή σε τέτοιο επίπεδο ώστε να επηρεάζει καταλυτικά και τα όρια του ενός χρονικά πιεστικού τελικού αποτελέσματος;