Γράφει ο Χρήστος Κοροπούλης*
Το επίμονο ξυπνητήρι τον ξύπνησε κατά τις 6:30 π.μ. Μαύρο σκοτάδι ήταν έξω. Πετάχθηκε απ΄ το κρεβάτι. Άρχισε να ντύνεται μηχανικά και κατευθύνθηκε γρήγορα στο μπάνιο. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και κοιτάχθηκε στον καθρέπτη. Καλά κρατιόταν ακόμη (σκέφθηκε) κι ας είχαν γκριζάρει τα μαλλιά του. Πλησίαζε στα πενήντα. Η ζωή του είχε κυλήσει σαν παραμύθι. Σχεδόν δεν θυμόταν πότε – ανήσυχος νέος ακόμη – αναμείχθηκε για πρώτη φορά με την πολιτική. Στο τρίτο έτος της σχολής ή στο τέταρτο ήταν;
Πότε έγινε βουλευτής, μετά υφυπουργός και στη συνέχεια υπουργός του οικονομικού επιτελείου, ούτε που το κατάλαβε. Πως πέρασαν τα χρόνια έτσι γρήγορα ! Όλα (ναι, ΟΛΑ) του είχαν πάει καλύτερα απ΄ όσο ποτέ υπολόγιζε. Όμως…
Όμως κάτι του έλειπε. Είχε έρθει πια η ώρα να κάνει το μεγάλο άλμα. Ναι ! Τώρα ήταν η κατάλληλη περίσταση να δημιουργήσει το δικό του πολιτικό φορέα. Ήταν βέβαια προβεβλημένο στέλεχος του κόμματος και της κυβέρνησης, όμως αυτό δεν του ήταν πια αρκετό ! Φτιάχνοντας τη γραβάτα του, άρχισε να μιλά ασυναίσθητα – όπως συνήθως – στο πρόσωπο που έβλεπε στον καθρέπτη, δίνοντας ένταση και χρώμα στη φωνή του:
“Έχοντας συναίσθηση των ιδιαίτερα κρίσιμων στιγμών που περνά ο τόπος αποφάσισα να αναλάβω το μερίδιο της ευθύνης που μου αναλογεί, να ηγηθώ ….” (σταμάτησε)
Απότομα άνοιξε η πόρτα του master bedroom. Ήταν η υπηρέτρια που, χωρίς να χτυπήσει, μπήκε για να καθαρίσει. Τον χαιρέτησε με ένα αινιγματικό μειδίαμα και άρχισε τη δουλειά της. Ο υπουργός δεν της έδωσε σημασία. Ολοκλήρωσε το ντύσιμό του βιαστικά μα επιτυχημένα και κατευθύνθηκε στην είσοδο της ευρύχωρης μεζονέτας. Είχε αργήσει για την εκπομπή στο τηλεοπτικό κανάλι. Βγήκε έξω στο δρόμο. Ο οδηγός της πολυτελούς λιμουζίνας, του άνοιξε την πόρτα κι υπουργός χάθηκε μέσα της. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε απότομα και επιταχύνοντας αστραπιαία, εξαφανίστηκε.
*Ο Χρήστος Κοροπούλης είναι δικηγόρος.