Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Εδώ και μερικούς μήνες, όσοι παρακολουθούν τις πολιτικές εξελίξεις εκτιμούν ότι η Ελλάδα είναι μια από τις λίγες χώρες που έχει μείνει ουσιαστικά ανεπηρέαστη από το κύμα αντισυστημισμού που σαρώνει την Ευρώπη, τις περισσότερες φορές με ακροδεξιό πρόσημο. Μια εξήγηση θα ήταν ότι η μεγάλη αλλαγή του status quo για τους Έλληνες πολίτες ήταν το Μνημόνιο και τα νέα δεδομένα που αυτό δημιούργησε ως προς την πολιτική συμπεριφορά. Μετά το Μνημόνιο, ο παραδοσιακός δικομματισμός άλλαξε γιατί το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε, ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε τη θέση του, ενώ δυνάμεις, όπως η Χρυσή Αυγή βρήκαν πεδίο έκφρασης, παρά την ακραία φύση τους.
Η συλλογιστική, όμως, πως το τοπίο άλλαξε μόνο μια φορά δεν είναι ασφαλής. Όπως αλλάζουν τα δεδομένα, όπως η χώρα κινείται προς μια επίπλαστη κανονικότητα σε σχέση με την επαφή της με το διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, έτσι μπορεί να αλλάξει και πάλι το πολιτικό σκηνικό. Για παράδειγμα, αρκετοί πολίτες που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ και έχουν ευρύτερα αντισυστημικά χαρακτηριστικά -στοιχεία που αποτυπώνονται στο ατομικό προφίλ κάθε ερωτώμενου στις δημοσκοπήσεις- απομακρύνονται από αυτόν.
Συνεπώς, το ερώτημα που επικρέμαται στο πολιτικό σύστημα είναι, τι κάνουν αυτοί; Κάθονται σπίτι τους; Επιλέγουν κάποιο άλλο θεωρητικά αντισυστημικό κόμμα; Μπορεί να έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί τόσο, ώστε να στηρίξουν ακόμα και τη Χρυσή Αυγή που διώκεται ως εγκληματική οργάνωση; Ή υπάρχει κάποια ελπίδα στη σημερινή συγκυρία να βρουν τον δρόμο προς πιο mainstream πολιτικούς σχηματισμούς;
Η δημοσκόπηση της Metron Analysis για το Βήμα της Κυριακής δίνει μια ενδιαφέρουσα απάντηση σε αυτή την προβληματική. Διαφαίνεται ένας νέος αντισυστημισμός. Κόμματα, είτε της ελάσσονος αντιπολίτευσης, είτε ευρισκόμενα στην περιφέρεια του πολιτικού συστήματος, ευνοούνται από τις πρόσφατες εξελίξεις και ιδιαίτερα από τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο Σκοπιανό.
H Χρυσή Αυγή προσεγγίζει και πάλι το διψήφιο ποσοστό, καταφέρνοντας ό,τι δεν κατάφερε με το προσφυγικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ υφίσταται σοβαρές απώλειες στη Βόρεια Ελλάδα. Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης-και αυτό είναι μια παραδοξότητα, αν λάβουμε υπ’ όψιν το Σκοπιανό ως κρίσιμο παράγοντα-προσεγγίσει το 2%. Τα κόμματα του Καρατζαφέρη και του Βελόπουλου καταφέρνουν και πάλι να μπουν στον χάρτη των μετρήσεων και να μην αποτυπώνονται ως «λοιπά κόμματα».
Είναι σαφές ότι η ανάλυση «ο ΣΥΡΙΖΑ κλείνει την ψαλίδα» ή «η ΝΔ καταφέρνει και κρατά δυνάμεις και είναι άνετα πρώτη» είναι μονοσήμαντη. Αμφότερα ισχύουν, διότι κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν λέει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξαϋλωθεί σε ποσοστά κάτω του 20%, ενώ κανείς επίσης δεν λέει ότι η αυτοδυναμία για τη ΝΔ θα είναι περίπατος στη λιακάδα, όσο και δεν αμφισβητείται -όπως προκύπτει και από την παράσταση νίκης- ότι θα είναι καθαρά το πρώτο κόμμα. Το ζήτημα, όμως, είναι ποιο θα είναι το μετεκλογικό τοπίο: πόσα και ποια κόμματα θα βρίσκονται στην επόμενη Βουλή και, φυσικά, με τι δύναμη.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι το κρίσιμο στοίχημα είναι στις επόμενες εκλογές να προκύψει μια ισχυρή κυβέρνηση ή έστω ένας στιβαρός συνασπισμός, γιατί αλλιώς ελλοχεύει η απλή αναλογική που, σε αυτό το σκηνικό που αποτυπώνει η Metron, θα είναι έγκλημα να πάμε. Αντί για πανηγυρισμούς, συνεπώς, ας υπάρξει λίγη περίσκεψη. Ιδίως σε μια περίοδο που η πολιτική ζωή δηλητηριάζεται συνεχώς με αφορμή τη σκανδαλολογία, χωρίς επαρκείς αποδείξεις.
Υπάρχει ένα απλό ερώτημα να απαντηθεί: αν τα πράγματα είναι ήδη όπως τα αποτυπώνει αυτή η έρευνα, πώς θα εξελιχθούν για τη χώρα, αν η σκανδαλολογία παγιωθεί;