Γράφει ο Ceteris Paribus
«Ποια είναι η πιο ισχυρή χώρα στον κόσμο; Δεν είναι οι ΗΠΑ…» ισχυρίζεται ο τίτλος άρθρου του Noah Smith στο Bloomberg View. Είναι η πιο προωθημένη τελευταία ένδειξη απαισιοδοξίας για την πορεία των παγκόσμιων συσχετισμών για το δυτικό στρατόπεδο. Η σχετική αρθρογραφία αναζωπυρώθηκε με αφορμή το συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, στο πλαίσιο του οποίου ο Κινέζος ηγέτης Xi Jinping εξέθεσε ένα μεγαλόπνοο στρατηγικό σχέδιο για τη χώρα του, ώστε να αναδειχθεί «κσμοκράτειρα» ως το 2050.
Τα ζητήματα των παγκόσμιων συσχετισμών είναι κατεξοχήν ζητήματα στρατηγικής, που κρίνονται στη μεσομακροπρόθεσμη διάρκεια. Έτσι, η απαισιοδοξία που εκφράζει ο Noah Smith, παρ’ όλη την αμεσότητα και την υπερβολή της, προβάλλεται επίσης στο μεσομακροπρόθεσμο διάστημα. Θέλει να πει απλά ότι έχει ήδη δρομολογηθεί «εδώ και τώρα» η ανάδειξη της Κίνας σε ισχυρότερης χώρας στον κόσμο.
Ψυχρός πόλεμος και στρατηγική τύφλωση
Η ιστορία του 19ου και του 20ού αιώνα έδειξε ότι στο σύγχρονο κόσμο οι «κοσμοκρατορίες» διαρκούν το πολύ έναν αιώνα. Έτσι έγινε με τη Μ. Βρετανία, της οποίας η παγκόσμια «αυτοκρατορία» έληξε με τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Μέχρι τότε -και μέχρι σήμερα- τα ηνία του κόσμου ανήκαν «δικαιωματικά» στη Δύση, την κοιτίδα εμφάνισης, θριάμβου και παγκόσμιας επέκτασης του καπιταλισμού. Μεταξύ των ισχυρότερων χωρών της Δύσης αναπτύχθηκαν και όλοι οι ανταγωνισμοί για την πρωτοκαθεδρία, μεταξύ τους διεξήχθησαν και οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι – με την ιδιαιτερότητα της συμμετοχής της ΕΣΣΔ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν καπιταλιστικές χώρες της Δύσης που πολέμησαν κατά άλλων καπιταλιστικών χωρών της Δύσης. Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν μια «παράταιρη» συμμαχία χωρών της Δύσης με μία καπιταλιστική χώρα της Ανατολής και την κομμουνιστική ΕΣΣΔ (που ήταν επίσης Ανατολή) εναντίον άλλων χωρών της Δύσης, οι οποίες μάλιστα εκπροσωπούσαν το «απόλυτο κακό».
Η περίεργη «άλγεβρα» αυτής της αναμέτρησης προϊδέαζε ήδη για τη μετατόπιση του παγκόσμιου «άξονα» από τη Δύση προς την Ανατολή. Μέσα της όμως έκρυβε και μια άλλη δυναμική, που στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου απαιτούσε πολύ υψηλή στρατηγική ενόραση για να κατανοηθεί. Απορροφημένες με τη σύγκρουση στον Ψυχρό Πόλεμο και τη νίκη επί της ΕΣΣΔ, οι χώρες της Δύσης ούτε που φαντάστηκαν ότι ο δρόμος για την αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους δεν ήταν η επικράτηση του «κομμουνισμού», που πολλοί ιδεολόγοι της Αριστεράς αμφισβητούσαν ότι υπήρχε στην ΕΣΣΔ ή την Κίνα, αλλά η μετατροπή κομμουνιστικών χωρών σε ιδιότυπες καπιταλιστικές «τίγρεις» που θα κατάπιναν χιλιόμετρα οικονομικής, τεχνολογικής κ.λπ. ανάπτυξης σε σύντομο χρόνο. Μια νικηφόρα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου στρατηγική που αποθεώθηκε σε όλο το δυτικό μπλοκ, η «παράταιρη» συμμαχία των ΗΠΑ με την Κίνα του Μάο Τσετούνγκ ενάντια στην ΕΣΣΔ, αποδείχτηκε εξαιρετικά χρήσιμη για να κερδηθεί η μάχη ενάντια στην ΕΣΣΔ, αλλά δημιούργησε όλες τις προϋποθέσεις για την ανάδειξη της Κίνας σε επίδοξης διεκδικήτριας του παγκόσμιου «στέμματος» από τις ΗΠΑ. Οι άμεσες πολιτικές, στρατιωτικές και προπαγανδιστικές ανάγκες επέβαλαν τη συγκέντρωση όλων των «πυρών» ενάντια στην ΕΣΣΔ και την αξιοποίηση όλων των συμμαχιών για την κατανίκηση του κομμουνισμού (εντός ή εκτός εισαγωγικών). Ο τρόπος που κερδήθηκε ο Ψυχρός Πόλεμος, με την «άδοξη» και εξευτελιστική κατάρρευση και αποσάθρωση της ΕΣΣΔ, θεωρήθηκε «μανιέρα» και μέσα στη χαρά των επινικίων κανείς δεν φαντάστηκε ότι η Κίνα θα κατόρθωνε να «εφεύρει» έναν «άλλο δρόμο προς τον καπιταλισμό», τόσο επιτυχημένο, ώστε να αναδειχθεί μέσα σε τρεις δεκαετίες από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου σε επίδοξη κοσμοκράτειρα του 21ου αιώνα. Ακόμη και στα χρόνια μετά τη σημαδιακή κρίση του 2008, οι ΗΠΑ επέμεναν με τις μεθόδους του Ψυχρού Πολέμου, προσπαθώντας να περικυκλώσουν την εξασθενημένη Ρωσία του Πούτιν… Ο Τραμπ ήρθε για να διορθώσει αυτή τη στρατηγική τύφλωση, αλλά πολλοί πλέον πιστεύουν ότι είναι αργά, διότι το κόστος μιας «διόρθωσης» ισοδυναμεί είτε με παγκόσμιο οικονομικό χάος είτε με έναν νέο Μεγάλο Πόλεμο που θα απειλήσει την ίδια την ύπαρξη του πλανήτη…
Το αποτέλεσμα είναι ότι διαφαίνεται σοβαρότατος κίνδυνος για τη Δύση από τον «ανατολικό δρόμο προς τον καπιταλισμό». Στρατηγικά, η Δύση πλήρωσε την «επίταξη» όλων των δυνάμεων στην πάλη ενάντια στον «κομμουνισμό». Η στρατηγική τύφλωση της Κίνας θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η υπερβολική εμπιστοσύνη στον «κινέζικο δρόμο προς τον καπιταλισμό»…
Ο κινεζικός δρόμος προς τον καπιταλισμό: ένα ασταθές υβρίδιο;
Στην Κίνα ο καπιταλισμός είναι κυρίαρχος, αλλά η μετάβαση στον καπιταλισμό μόνο πλήρης δεν είναι. Αντλώντας διδάγματα από την άδοξη κατάρρευση-αποσάθρωση της ΕΣΣΔ, η Κίνα διόρθωσε πολλά στη δική της πορεία μετάβασης στον καπιταλισμό.
Πρώτον, απέφυγε κάθε πειραματισμό με την πολιτική φιλελευθεροποίηση. Η πολιτική μονοκρατορία του Κομμουνιστικού Κόμματος παρέμεινε και παραμένει αδιατάρακτη. Όσοι, όχι μόνο στο Κέντρο και τη Δεξιά αλλά και στην Αριστερά, υπέθεσαν ότι αυτή η μονοκρατορία θα κατέρρεε α λα ΕΣΣΔ, όσοι διείδαν μια τέτοια κατάρρευση στα γεγονότα της Τιεν Αν Μεν και επένδυσαν στρατηγικά στους αντιφρονούντες (α λα ΕΣΣΔ), διαψεύστηκαν – μερικοί απ’ αυτούς εμφανίζονται τώρα ανυπόμονοι και προτείνουν «δραστικά μέτρα»… Ασφαλώς η συζήτηση για το αν η πολιτική μονοκρατορία θα αντέξει για πολύ ακόμη ή όχι, συνεχίζεται. Στρατηγικά, φαίνεται «αδιανόητη». Τίποτε όμως δεν αποκλείει να κρατήσει αρκετά, ώστε η μετάβαση στην πολιτική φιλελευθεροποίηση να γίνει την «κατάλληλη στιγμή» και να καθοδηγηθεί από την κινεζική ηγεσία.
Προς το παρόν, η καπιταλιστική Δύση, αναγκασμένη η ίδια να «πειραματιστεί» με μέτρα «έκτακτης ανάγκης» και με καθεστώτα εξαίρεσης που υπονομεύουν τη μεταπολεμική μορφή της αστικής δημοκρατίας, έχει χάσει την αυτοπεποίθησή της στον ιδεολογικό αγώνα ενάντια στην κινεζική ηγεσία σχετικά με το δημοκρατικό ζήτημα.
Δεύτερον, επένδυσε στην… παγκοσμιοποίηση. Η πιο άσημη αλλά και η πιο στρατηγική εκδοχή αυτής της επένδυσης είναι η επένδυση άνω του 1 τρισ. δολαρίων κινεζικών διαθεσίμων στην αγορά αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Ακόμη περισσότερο, μπήκε σε όλες τις συζητήσεις για διεθνείς συμφωνίες κάθε είδους (όπως για το κλίμα κ.λπ.). Ήταν σκληρή διαπραγματευτής, αλλά πάντα εύρισκε το δρόμο για τον τελικό συμβιβασμό – ακόμη και αν δεχόταν μονίμως κατηγορίες ότι δεν τιμούσε τις υπογραφές της, στις οποίες είχε να ισχυριστεί ότι όλοι κάνουν «αβαρίες». Αυτή η επένδυση στην παγκοσμιοποίηση αποδίδει ιδιαίτερα στην περίοδο της προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, εκμεταλλευόμενη την «ανακλαστική» και για πολλούς ανορθολογική, αλλά σε κάθε περίπτωση «άκομψη» απεμπλοκή του Αμερικανού από τις αυταπάτες του Ψυχρού Πολέμου και της παγκοσμιοποίησης (αποχώρηση από τις συμφωνίες για το κλίμα, καταγγελία διεθνών συμφωνιών όπως για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν κ.λπ.). Έτσι, στην τελευταία σύνοδο των ηγετών του G-20 ο Xi Jinping εμφανίστηκε σαν διάδοχος του αμερικανικού θρόνου της παγκοσμιοποίησης…
Τρίτον, διαχώρισε τους δύο τομείς της οικονομίας: Ο κρατικός τομέας (τομέας κρατικής ιδιοκτησίας) εξακολουθεί να υπάρχει. Δίπλα του και παράλληλα με αυτόν, αναπτύσσεται και «θριαμβεύει» ο πιο σύγχρονος καπιταλιστικός τομέας. Στους Κινέζους πολίτες δίνεται η δυνατότητα της επιλογής: είτε να παραμείνουν υπό την προστασία του κρατικού τομέα (που εξασφαλίζει κάτι σαν πολύ φτωχό «κοινωνικό κράτος») είτε να παραιτηθούν οριστικά από αυτή την προστασία και να αναζητήσουν καλύτερες προοπτικές στον ιδιωτικό τομέα. Αντί να επιχειρήσει μια γενικευμένη καπιταλιστική μεταρρύθμιση συνολικά του κρατικού τομέα α λα Γκορμπατσόφ, η κινεζική ηγεσία καθοδηγεί έτσι μια ελεγχόμενη «μετάβαση στον καπιταλισμό» που αποδεικνύεται εξαιρετικά σταθερή και σε τίποτε δεν θυμίζει το προηγούμενο της ΕΣΣΔ.
Τέταρτον, ακολουθεί μια στρατηγική «εθνικοποίησης» των τεχνολογιών που διαθέτει ο δυτικός καπιταλιστικός τομέας ο οποίος επιχειρεί στην Κίνα. Αυτό που ακούστηκε στη Δύση περισσότερο ανησυχητικά από οτιδήποτε άλλο στην τρίωρη ομιλία του Xi Jinping από το βήμα του συνεδρίου του ΚΚ Κίνας, ήταν η επιμονή στη φόρμουλα «δίνουμε χώρο και φτηνά εργατικά χέρια για επενδύσεις – δίνετε τεχνολογία». Με ένα πυκνό δίχτυ κρατικών πολιτικών, η Κίνα έχει εξασφαλίσει μια τεράστια οικειοποίηση τεχνολογιών αιχμής σε κρίσιμους τομείς, σε σημείο ώστε να περηφανεύεται τώρα ότι μπορεί να αναπτύξει αυτοδύναμα αυτές τις τεχνολογίες. Σε ένα άρθρο ενός αναλυτή εγνωσμένου κύρους όπως ο Gideon Rachman, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Η Κίνα χτίζει την αυτοκρατορία της στην πλάτη της Δύσης», αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Η Κίνα έχει σημειώσει γρηγορότερη πρόοδο προς μια ‘‘κοινωνία χωρίς μετρητά’’ σε σύγκριση με τις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης. Είναι συνηθισμένο για τους Κινέζους καταναλωτές να πληρώνουν για μικρά αντικείμενα, όπως φαγητό σε υπαίθριους πάγκους, με τη χρήση των κινητών τους τηλεφώνων. Το Alipay και το WeChat Pay, τα πιο συνηθισμένα συστήματα κινητών πληρωμών, έχουν εξελιχθεί σε σύμβολα της κινεζικής καινοτομίας. Τόσο η κυβέρνηση όσο και ο ιδιωτικός τομέας είναι σίγουροι πως θα υπάρξουν πολλές περισσότερες τομές την ερχόμενη δεκαετία σε ένα εύρος πεδίων, μεταξύ των οποίων η ρομποτική, τα drones, η πράσινη τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη.
Η όλο και πιο εκλεπτυσμένη κινεζική οικονομία θα κλονίσει την υπόθεση της Δύσης (τελικά απλώς ελπίδα) πως οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρίες μπορούν να συνεχίσουν να κυριαρχούν στην οικονομία υψηλής τεχνολογίας, αφήνοντας την Κίνα να συγκεντρωθεί στην κατώτατη βαθμίδα της αλυσίδας παραγωγής αξίας. Η ανάδειξη της Κίνας σε μεγάλο εξαγωγέα κεφαλαίου επίσης σημαίνει πως οι εταιρίες της αναπόφευκτα θα ενισχύσουν την παρουσία τους ως ιδιοκτήτες φυσικών και πνευματικών περιουσιακών στοιχείων στη Δύση».
Η «δύση της Δύσης»;
Το ερώτημα του άνωθι μεσότιτλου είναι το θεμελιώδες στρατηγικό ερώτημα όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα.
Το κινεζικό υβρίδιο, από πολλές απόψεις είναι στρατηγικά ασταθές. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική αστάθεια δύσκολα θα εκδηλωθεί για όσο διάστημα η Κίνα εξακολουθεί να έχει το απόλυτο πλεονέκτημα των ρυθμών ανάπτυξης γενικά αλλά και των ρυθμών τεχνολογικής αναβάθμισης. Πράγματι, αν η Κίνα συνεχίσει με ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ περί το 6% ετησίως και οι ΗΠΑ με αντίστοιχους ρυθμούς περί το 2%, σε μία δεκαετία από τώρα η Κίνα θα προσπεράσει σε ΑΕΠ τις ΗΠΑ και σε δύο δεκαετίες θα έχει διπλάσιο ΑΕΠ απ’ αυτές! Ο Noah Smith ισχυρίζεται στο αναφερθέν στην αρχή άρθρο του, με επιχειρήματα που δεν στερούνται βάσης, ότι ακόμη και σήμερα η κινεζική οικονομία είναι η ισχυρότερη στον κόσμο, αν ο παραγόμενος πλούτος μετρηθεί σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης. Με βάση το κριτήριο του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, η κατάταξη παγκόσμιας οικονομικής ισχύος είναι: ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία, Γερμανία, Ην. Βασίλειο. Με βάση τις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά: Κίνα, ΗΠΑ, Ινδία, Ιαπωνία, Γερμανία.
Όλα αυτά δείχνουν ανάγλυφα ότι ο «καθαυτό» δυτικός κόσμος, οι ισχυρές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, υποχωρούν διαρκώς στην παγκόσμια κατάταξη οικονομικής ισχύος. Και ότι στο σύνολο του δυτικού κόσμου, οι ΗΠΑ παλεύουν, με δυσοίωνες τις προοπτικές, για να διατηρήσουν για μερικά χρόνια ακόμη την πρώτη θέση.
Πέρα από αυτό, ο δυτικός κόσμος δείχνει να δυσκολεύεται εξαιρετικά να αναδείξει ένα οικονομικό και πολιτικό υπόδειγμα με δυναμισμό και υπεροχή. Κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο με την οικονομία γενικά και την τεχνολογική υπεροχή ειδικά. Κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο, επίσης, επαγγελλόμενος την παγκοσμιοποιημένη ευημερία. Διεκδίκησε την πολιτική υπεροχή μέσω της μεταπολεμικής αστικής δημοκρατίας. Τώρα, φαίνεται διστακτικός, αμήχανος ή και ανίκανος να υπερασπιστεί τέτοια πλεονεκτήματα.
Το σίγουρο είναι πως όλοι πλέον βλέπουν καθαρά πως η δυναμική ανατροπής των παγκόσμιων συσχετισμών κάνει για τη Δύση τα πράγματα εξαιρετικά επείγοντα. Το ερώτημα είναι: υπάρχουν περιθώρια για στιβαρές στρατηγικές απαντήσεις ή η αίσθηση του επείγοντος θα οδηγήσει σε «ψυχρές» ή και «θερμές» απαντήσεις;
Τον 21ο αιώνα θα ανανεωθεί η υπεροχή της Δύσης ή θα ανατείλει η κυριαρχία της Ανατολής;