Γράφει ο Γιάννης Νάκος
Για ακόμη μία φορά η ελληνική εξωτερική πολιτική με αφήνει άναυδο. Τελευταίο κρούσμα της διαχρονικής ανεπάρκειας της ήταν οι δηλώσεις του τούρκου Προέδρου Ερντογάν για την Συνθήκη της Λωζάνης.
Το περιστατικό
Η ομιλία του “Σουλτάνου” έγινε σε κομματικό ακροατήριο, με κοινοτάρχες από την τουρκική επικράτεια, κυρίως υπέρμαχοι του του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚP). Υπό αυτό το πρίσμα δηλαδή, η αναφορές του πέρα του κομματικού σώματος που απευθυνόταν, είχαν και κομματικά χαρακτηριστικά και μαθηματικά φαίνεται να οδηγούν την σκέψη του Ερντογάν σε σκέψεις και γεγονότα που σχετίζονται με την εγχώρια πολιτική πραγματικότητα της Τουρκίας.
Η ιστορική αναφορά
Η αναφορά ότι η Συνθήκη της Λωζάνης δεν είχε θετικά αποτελέσματα για την Τουρκία, βρίσκει πρόσφορο έδαφος για εσωτερική κατανάλωση και αποπροσανατολισμό της κοινή γνώμης από τα ομολογουμένως πολλά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει αυτήν την στιγμή ο Τούρκος Πρόεδρος.
Επιπλέον, η ιστορική αναφορά στην συγκεκριμένη Συνθήκη είχε και έναν ακόμη αποδέκτη. Οι καλά γνωρίζοντες την τουρική πολιτική που ακολουθεί εδώ και δεκαετίες ο Ταγίπ Ερντογάν τονίζουν πως τα βέλη του προορίζονταν κυρίως για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης το (CHP) και τον στρατηγό Ισμέτ Ινονού, πρόσωπο το οποίο υπήρξε ο ιδρυτής του κόμματος αυτού και για πολλά χρόνια “μπροστάρης” στην χάραξη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και βασικό διαπραγματευτή της συγκεκριμένης συνθήκης.
Ο λόγος πίσω από τις λέξεις
Η αφορμή αναλύθηκε νομίζω επαρκώς προγενέστερα, ενώ αυτό το οποίο μένει να κωδικοποιηθεί είναι ο λόγος, η πραγματική αιτία που οδήγησε τον Τούρκο Πρόεδρο στο να προβεί στις συγκεκριμένες δηλώσεις. Αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από το να ενισχύσει και να τονώσει το φρόνημα, αλλά και τις ακραίες τάσεις μέσα στο κόμμα του. Οι “φωνές” αυτές είναι φανερό ότι διαχρονικά και με σταθερό ρυθμό είναι έτοιμες να πυροδοτήσουν το κλίμα όποτε αυτό χρειαστεί προκειμένου το ιδεολογικό bailout πακέτο διάσωσης του Ερντογάν να είναι πάντα επίκαιρο.
Σε αυτό περικλείονται τόσο οι εξτρεμιστικές απόψεις για διεκδίκηση εκ νέου εδαφών που ανήκουν και δικαιωματικά στην Ελληνική όσο και οι αντικρουόμενες απόψεις για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας στην ΕΕ.
Επιπροσθέτως, αξίζει αν σημειωθεί το γεγονός πως οι αναφορές σε “νησιά που μπορείς να φωνάξεις απέναντι” και “έχουν ακόμη τα τζαμιά και τα μνημεία μας” μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα ακόμη συμπέρασμα. Το συμπέρασμα πως ουδέποτε και σε καμία φάση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν θα πρέπει να υπάρχει εφησυχασμός.
Η Τουρκία, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς πως οι ενταξιακές της διαπραγματεύσεις έχουν βάλει φρένο στις “Μεσογειακές της ορέξεις”, δείχνει έτοιμη τόσο στρατιωτικά όσο και σε πολιτικό επίπεδο να αμφισβητήσει, όπως διαχρονικά κάνει και σε άλλα ζητήματα παραδεδεγμένες αρχές και status quo προηγούμενων ετών.
Η Ελληνική απάντηση
Η Ελληνική πλευρά θα πρέπει επιτέλους να προβεί σε μία πολιτική μηδενική ανοχής των εκάστοτε προσβολών της ιστορίας του Έθνους μας τόσο για να προστατεύσει τα συμφέροντα που δικαιωματικά έχει στην Ελληνική επικράτεια όσο και για να διαφυλάξει την Ιστορία, τους αγώνες και τις θυσίες των πολιτών της.
Αυτό προϋποθέτει την αλλαγή της ισχύουσας άσκησης εξωτερικής πολιτικής και την αντικατάσταση της με μία “Πολιτική Μηδενικής Ανοχής”.
Σε αυτήν την προσπάθεια της, θα πρέπει να αναζητήσει συμμάχους τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της με την πιο εφικτή επιλογή να βρίσκει έδαφος στο πιο πιστό και εχέγγυο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, τις ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες όντας παροπλισμένες έχουν καταντήσει να αποτελούν “νοικοκυρά παράνομων μεταναστών” και κομματικών διορισμών.
Εν κατακλείδι, και για να προσγειώσω αρκετούς που θεωρούν ότι ένα θερμό επεισόδιο με αρχηγό τον τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν είναι δύσκολο να λάβει χώρα, αρκεί να τους θυμίσω τον έντονο θρησκευτικό φονταμενταλιστικό χαρακτήρα της, τις ονειρώξεις για “casus belli” και φυσικά την ανάγκη, όπως τονίζουν τα κομματικά και στρατιωτικά στελέχη της Τουρκίας, για “επαναχάραξη της κεμαλικής αποτυχίας” του 1923.
Και επιτέλους κ. Ερντογάν, αν δεν σας αρέσει η Συθήκη της Λωζάνης, ας επαναφέρουμε την Συνθήκη των Σερβών.