Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό καθώς στο διάστημα που εργαζόμουν ως σύμβουλος επικοινωνίας στην Ουάσινγκτον, είχα την ευκαιρία να ζήσω από «μέσα» τη διακυβέρνηση Κλίντον και το προνόμιο να καθίσω στο ίδιο τραπέζι μαζί του. Ο Κλίντον είναι μια χαρισματική προσωπικότητα που κατάφερε να απογειώσει την ανάπτυξη στις ΗΠΑ και να έχει δημοφιλία πάνω από 70%, την ίδια στιγμή που τον πήγαιναν στα δικαστήρια για τη Λεβίνσκι. Προσωπικά πιστεύω πως υπήρξε ένας από τους τελευταίους μεγάλους ηγέτες παγκόσμιου βεληνεκούς και θεωρώ πως θα ήταν πολλά πράγματα διαφορετικά αν και η Ευρώπη είχε καταφέρει να αναδείξει έναν ηγέτη τέτοιου μεγέθους.
Από κάθε άποψη λοιπόν ήταν σημαντική η επίσκεψή του στην Αθήνα και οι συναντήσεις που είχε με τον πρωθυπουργό και μέλη της κυβέρνησης, στο πλαίσιο πρωτοβουλίας Ελληνοαμερικανών επιχειρηματιών για την προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα. Αξία έχουν και τα καλά λόγια που είπε για την Ελλάδα και τις δυνατότητές της, σε μια συγκυρία που είμαστε το «μαύρο πρόβατο» της παγκόσμιας κοινότητας. Ελπίζω όμως να μείνει κάτι περισσότερο από τα φλας και τις δηλώσεις. Ελπίζω οι Έλληνες συνομιλητές του να κατάφεραν να πάρουν κάτι από τον ξεχωριστό τρόπο με τον οποίο σκέφτεται και σπεύδω να εξηγήσω τι εννοώ.
Ήμουν παρών πριν από αρκετά χρόνια, σε συνάντηση που είχε γίνει στη διάρκεια της θητείας του με εκπροσώπους της ελληνοαμερικανικής κοινότητας και το φλέγον ζήτημα ήταν τότε το Αιγαίο και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αφού άκουσε διάφορες απόψεις που έπεσαν στο τραπέζι ο Κλίντον γύρισε και είπε: «Για να υπάρξει πρόοδος εξομάλυνσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πρέπει πρώτα να σκεφτείτε πως θα μοιάζει αυτή η «επόμενη μέρα» στις σχέσεις των δύο χωρών». Ο Κλίντον έγινε μεγάλος ηγέτης γιατί ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που έχουν ως προσωπικό μότο: «αν μπορείς να το οραματιστείς, μπορείς και να το κάνεις».
Τηρουμένων των αναλογιών, υποθέτω ότι στις συναντήσεις που είχε στην Αθήνα θα έθεσε στους συνομιλητές του μια ερώτηση, η οποία, πάνω – κάτω, θα ακούστηκε κάπως έτσι: Πώς φαντάζεστε να μοιάζει η Ελλάδα της ανάπτυξης; Δεν είμαι καθόλου βέβαιος πως θα πήρε μια πειστική απάντηση.
Νομίζω πως το μεγαλύτερο κέρδος από την επίσκεψη Κλίντον θα μπορούσε να είναι αυτό. Να συνειδητοποιήσουμε την αξία του οράματος και πώς να το υπηρετήσουμε με τη ψυχή μας. Έτσι γίνονται τα μεγάλα επιτεύγματα και ακριβώς πάνω σε αυτή τη βάση χτίστηκε η ηγεσία Κλίντον. Εκεί ακριβώς είναι και το μεγάλο έλλειμμα που εμφανίζουμε ως χώρα. Αδυνατούμε να έχουμε μια ξεκάθαρη εικόνα για το πώς πρέπει να μοιάζει η Ελλάδα την «επόμενη μέρα» της κρίσης. Διότι ξεκάθαρη εικόνα σημαίνει ξεκάθαρες επιλογές και ξεκάθαρες αποφάσεις.
Όσο μένουμε στη λογική του «βλέποντας και κάνοντας», η μία επιλογή υπονομεύει την άλλη και δεν συγκροτείται μια ενιαία και συνεκτική στρατηγική για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Είναι η ώρα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε. Θέλουμε να είμαστε κοινωνία δημοσίων υπαλλήλων ή μια οικονομία άνθισης επιχειρηματικών ταλέντων; Θέλουμε να έχουμε ανταγωνιστικές υποδομές στον τουρισμό ή θέλουμε να μη χαλάμε χατίρια σε ομαδούλες δέκα ανθρώπων, οι οποίοι με σύμμαχο το Συμβούλιο Επικρατείας, σταματούν κάθε επένδυση; Θέλουμε να ξαναγίνει η Ελλάδα κέντρο ναυπηγοεπισκευής στη Μεσόγειο ή θέλουμε να τα έχουμε καλά με το ΠΑΜΕ; Θέλουμε ποιοτική αγροτική παραγωγή ή θέλουμε κατ’ ευφημισμόν αγρότες που όλη μέρα θα παίζουν πρέφα; Δεν γίνεται να τα θέλουμε όλα. Δεν γίνεται να κρατάμε όλα τα καρπούζια στην ίδια μασχάλη, διότι τότε δεν θα μας μείνει κανένα.
ΥΓ: Ο Κλίντον ήρθε και μπορεί να ξανάρθει, αν κάποιος πληρώνει γι’ αυτό. Δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι να ξεκαθαρίσουμε πώς θέλουμε να μοιάζει η Ελλάδα του 2020 κι αφού το ξεκαθαρίσουμε αυτό, να επιλέξουμε και ποιο νόμισμα μας βοηθάει περισσότερο για να πετύχουμε το στόχο μας. Μέχρι σήμερα κάνουμε το αντίθετο. Έχουμε καταστήσει «ιερό και όσιο» το ευρώ, χωρίς να έχουμε ιδέα με τι θα μοιάζει η Ελλάδα του 2020, εμμένοντας δογματικά σε αυτή την επιλογή.