Η (ανεκπλήρωτη) ερωτική σχέση του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας με τη Ρωξάνδρα Στούρτζα έρχεται στο φως μετά τον εντοπισμό του αρχείου της οικογενείας Στούρτζα στην Αγία Πετρούπολη
Εβλεπα τον Καποδίστρια όλες τις ημέρες στο σπίτι μας, στη Βιέννη, στα δείπνα που οργάνωνε η μητέρα μου. Ανάμεσα στους άλλους προσκαλεσμένους μας. Επειτα από τα τόσα γράμματα που μου είχε στείλει από την Ελβετία, όπου μου φανέρωνε το ενδιαφέρον του για μένα, με τόσες τρυφερές εκφράσεις, ότι θα του ήμουν απαραίτητη για την ευτυχία της ζωής του, ότι δεν έβλεπε την ώρα να με συναντήσει για να μου ειπεί προφορικά, «διά ζώσης», όσα δεν μπορούσε να μου γράψει, περίμενα με αγωνία αυτή την ώρα. Εκείνος, όμως, πάντοτε αφάνταστα μελαγχολικός, μου μιλούσε με ανεξήγητη ψυχρότητα όσο ποτέ.Και όταν εγώ του απαντούσα με γλυκύτητα ή με τη σιωπή της λύπης, εκείνος γινόταν πιο απόμακρος… Η αγωνία μου είχε γίνει αβάσταχτη…».
Οι γραμμές αυτές είναι της Ρωξάνδρας Στούρτζα. Η Ρωξάνδρα Στούρτζα, που διετέλεσε κυρία επί των τιμών της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, συζύγου του τσάρου Αλεξάνδρου του Α´, είναι «η μόνη γυναίκα που αγάπησε» ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας. Η ρομαντική σχέση ανάμεσα στον Καποδίστρια και στη Στούρτζα αποτυπώνεται για πρώτη φορά στο βιβλίο της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου ΑθηνώνΕλένης Ε. Κούκκου «Ιωάννης Καποδίστριας – Ρωξάνδρα Στούρτζα. Μια ανεκπλήρωτη αγάπη». Πρόκειται για μια ιστορική βιογραφία, η οποία αριθμεί περισσότερες από 600 σελίδες και η οποία θα κυκλοφορήσει εντός των ημερών από την Εστία.
* Τα γραπτά τεκμήρια
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο ερευνητικό έργο της κυρίας Κούκκου, χάρη στο οποίο ήρθαν στο φως γραπτά τεκμήρια που επέτρεψαν την ανασύνθεση της σχέσης αυτής. Οι προσωπικές επιστολές του Καποδίστρια προς τη Ρωξάνδρα δημοσιεύτηκαν στην πλειονότητά τους στη Νέα Ημέρα Τεργέστης το 1901. Οι επιστολές όμως της Στούρτζα προς τον Καποδίστρια δεν είχαν ως τώρα διασωθεί έστω κι αν τις μνημόνευε αυτός στις δικές του απαντήσεις. Δυσεύρετα ήταν, επίσης, όπως επισημαίνει η κυρία Κούκκου, τα απομνημονεύματα της Στούρτζα «Memoires», που είχαν εκδοθεί στη Μόσχα το 1888. Η συγγραφέας είχε εντοπίσει ένα και μοναδικό αντίτυπο στην Ελλάδα αυτό της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Τα δεδομένα μεταβλήθηκαν όταν η κυρία Κούκκου πληροφορήθηκε ότι «το ανέκδοτοαρχείο της οικογενείας Σκαρλάτου Στούρτζα βρισκόταν στο Σπίτι του Πούσκιν (Pushkinsky Dom) στην Πετρούπολη». Μετά από αρκετές προσπάθειες, η κυρία Κούκκου εξασφάλισε την άδεια πρόσβασης στο αρχείο για 45 ημέρες. «Μελετούσα», γράφει, «το πολύ πρόχειρα και χωρίς επιστημονικά κριτήρια τακτοποιημένο αρχείο της οικογενείας Στούρτζα επί οκτώ συνεχείς ώρες καθημερινά. Και είχα μια συγκλονιστική αποκάλυψη. Το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου αυτού αναφερόταν στα δύο πιο διάσημα μέλη της οικογενείας Στούρτζα: στον διπλωμάτη Αλέξανδρο Στούρτζα, τον ιδιαίτερο και έμπιστο γραμματέα και στενό συνεργάτη του τότευπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας Καποδίστρια, που είναι και ο πρώτοςβιογράφος της διπλωματικής σταδιοδρομίας του, και στην αδελφή του,τη ΡωξάνδραΣτούρτζα».
Η κυρία Κούκκου χαρακτηρίζει το ανέκδοτο ως τώρα περιεχόμενο των φακέλων του αρχείου της Ρωξάνδρας Στούρτζα «πραγματικά αποκαλυπτικό» ιδιαίτερα δε «τα δεύτερα Απομνημονεύματά της, τα οποία επιγράφει «Ma vie» και τα οποία αρχίζει να γράφει μόλις πληροφορήθηκε την τραγική δολοφονία του Καποδίστρια». Η Ρωξάνδρα Στούρτζα ήταν γυναίκα με εξαιρετικά ψυχικά χαρίσματα. Στην αλληλογραφία του μαζί της ο Καποδίστριας πολλές φορές «ζητάει τις απόψεις της και, όχι τόσο σπάνια, της αναθέτει τη διερεύνηση ενός θέματος, σε απευθείας συζήτηση με τον τσάρο ή την τσαρίνα, όταν ο ίδιος δεν βρισκόταν στην Πετρούπολη αλλά σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, για τη διευθέτηση των τόσο σοβαρών προβλημάτων που του ανέθετε ο τσάρος. Ο αυστηρός και αφάνταστα υπεύθυνος Καποδίστριας είχε εμπιστοσύνη στις κρίσεις της, στις γνώσεις της και στις «διπλωματικές» ικανότητές της».
* Οι νύχτες της μοναξιάς
Αξιοσημείωτο είναι ότι ανάλογη γνώμη είχε και ο τσάρος Αλέξανδρος, «ο οποίος τηςεμπιστευόταν όχι μονάχα τα εντελώς προσωπικά αισθηματικά και ψυχολογικά προβλήματά του, αλλά και άλλα πολύ σοβαρά, που σχετίζονταν με τη χώρα και τον λαό που εξουσίαζε».
Από τα γράμματα της Στούρτζα προς τον Καποδίστρια, γράφει η κυρία Κούκκου, «γίνονται ακόμη πιο αντιληπτοί οι λόγοι για τους οποίους αγάπησε ο Καποδίστριας αυτή τη μοναδική γυναίκα. Τα κείμενα των επιστολών της κείμενα φιλικά προς ένα αγαπημένο πρόσωπο, στο μεγαλύτερο μέρος τους φανερώνουν τη μόρφωσή της, την κριτική διεισδυτική ικανότητά της στα πολιτικά και διπλωματικά θέματα, τη σωστή και βαθιά ανάλυση των χαρακτήρων που την περιέβαλλαν». Η οξύνοια και η ευαισθησία της Στούρτζα κάνουν την ανασύνθεση της σχέσης της με τον Καποδίστρια να αποκτά πολύπλευρο ενδιαφέρον. Από το ένα μέρος, στην αλληλογραφία τους και στα προσωπικά της αντανακλώνται με θαυμαστή ευκρίνεια τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής· από το άλλο, αναδεικνύεται, με μια έντονη εσωτερικότητα, ο χαρακτήρας του Καποδίστρια.
Περισσότερο όμως από όλα, τα γραπτά τεκμήρια που έφερε στο φως η κυρία Κούκκου αποκαλύπτουν τις οδυνηρές πραγματικότητες μιας σχέσης που οι περιπλοκές της αυλής του τσάρου και οι απαιτήσεις της σταδιοδρομίας του Καποδίστρια είχαν ως αποτέλεσμα να μείνει ανεκπλήρωτη. Εν τούτοις, η ψυχική επικοινωνία τους θα διατηρηθεί ανέπαφη. Γράφει ο Καποδίστριας στη Στούρτζα στο τέλος του φθινοπώρου από τη Γενεύη:«Αγαπητή μου Φίλη, Ρωξάνδρα! Αν έπιανα, αγαπητή μου, την πένα για να σου γράψω, κάθε φορά που σου ομιλώ με τη σκέψη και την καρδιά μου, κατά τις ώρες των μοναχικών περιπάτων μου στους κήπους ή κατά τις μακρές νύχτες της μοναξιάς μου δίπλα στο τζάκι του σπιτιού μου,τα γράμματα της αλληλογραφίας μου θα ήταν τόσο πολλά ώστε θα συνέθλιβαν τα οικονομικά σου και θα έθεταν σε σκληρή δοκιμασία τους γραμματείς σου, που θα ήταν καταδικασμένοι να τα τακτοποιούν! Σου ομολογώ πάντως ότι εδώ και πολύ καιρό έχω φοβερά απομονωθεί. Σεδιαβεβαιώνω ότι ο κύριος λόγος είναι η επιθυμία μου και η ψυχική μου ανάγκη να με θεωρούν νεκρό. Οχι οι φίλοι μου, αλλά όλος αυτός ο ακατανόητος, δολοπλόκος και ραδιούργος κόσμος, που βρίσκεται ανάμεσα σε αυτούς και σε μένα…».
* Η σκέψη και η φωνή
Ο τόνος φθάνει σε κορύφωση μερικές παραγράφους αργότερα: «Η σκέψη μου όμως και ηφωνή μου, όλα αυτά που σου διηγούμαι στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς μου, θα περνούν τα βουνά και τις θάλασσες που μας χωρίζουν και θα σε συντροφεύουν, όπως συντροφεύουν και εμένα όλα όσα μου στέλνεις και εσύ. Πόσο θα ήθελα να ήμουν κοντά σου τις ώρες που,όπως μου γράφεις, παίζεις στο πιάνο όλα αυτά τα μουσικά κομμάτια που αγαπούσα. Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να αναπλάσω τους ήχους με τη σκέψη και την καρδιά τις νύχτες κοντά στο τζάκι… Μην ξαναπαίξεις όμως τη «Σονάτα του αποχαιρετισμού»… Πού ξέρεις τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Οταν, όπως ελπίζω, ταξιδέψω στην Πετρούπολη, γιατί νααποκλείσουμε την πιθανότητα ότι μπορεί να χτυπήσω ξαφνικά την πόρτα του μεγάρου σου στην Οδησσό;.. Γράφε μου πάντα. Και μην ξεχνάς εκείνο που σου έχω ειπεί τόσες φορές. Κανένας ποτέ δεν θα πάρει τη θέση που κατέχεις μέσα στη μνήμη και μέσα στην καρδιά μου…».
Η επικοινωνία Καποδίστρια – Στούρτζα θα διακοπεί με τη δολοφονία του πρώτου το 1831. Τα μετέπειτα προσωπικά κείμενα της Ρωξάνδρας Στούρτζα συνιστούν έναν τραγικό μονόλογο. Το τελευταίο γράμμα
«Αγαπητή μου φίλη Ρωξάνδρα,
Μη με ξεχνάς ποτέ στις προσευχές σου, τις έχω ανάγκη! Θέρμαινε και ενίσχυε με αυτές τη θέση που κατέχω στη σκέψη σου και στην καρδιά σου,όπως και εγώ θερμαίνω με τις δικές μου προσευχές τη θέση που κατέχεις και εσύ μέσα στη δική μου σκέψη και στη δική μου καρδιά. Αν ημπορούσα να σου ειπώ πόσο θα ήθελα να σε είχα κοντά μου, πόσο νοιώθω την απουσία σου, ιδιαίτερα τώρα που με κυκλώνουν τόσες αγωνίες.
Σε χαιρετώ, αγαπητή μου φίλη. Αραγε πότε θα ξανασυναντηθούμε;».
Αυτό είναι το κείμενο της τελευταίας επιστολής του Ιωάννη Καποδίστρια προς τη Ρωξάνδρα Στούρτζα. Οπως επισημαίνει η κυρία Κούκκου, το γράμμα αυτό, το οποίο παρουσιάζεται από «Το Βήμα», βλέπει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας. Το ανέσυρε η ίδια η κυρία Κούκκου κατά τις έρευνές της στο αρχείο της οικογενείαςΣκαρλάτου Στούρτζα στην Πετρούπολη. Στην πρωτότυπη μορφή του είναι γραμμένο στα γαλλικά, όπως και όλη η αλληλογραφία Καποδίστρια – Στούρτζα, αλλά και τα προσωπικά κείμενα της τελευταίας.
Η επιστολή δεν φέρει ημερομηνία. Σύμφωνα με την εκτίμηση της συγγραφέως, είναι γραμμένη στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1831, λίγες μόνον ημέρες πριν από τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη του ελεύθερου ελληνικού κράτους στο Ναύπλιο. Ο Καποδίστριας φαίνεται ότι προαισθανόταν, κατά κάποιον τρόπο, τη μοίρα του. Εγραψε την κάρτα αυτή μέσα στις αγωνίες που, όπως παραστατικά λέει, τον κύκλωναν. Η κυρία Κούκκου επισημαίνει ότι πρόλαβε να τη στείλει.
Την εποχή εκείνη τα νέα δεν ταξίδευαν γρήγορα. «Στις ευρωπαϊκές χώρες», γράφει η κυρία Κούκκου στο βιβλίο της, «η τραγική είδηση της δολοφονίας του Καποδίστρια έφθασε μετά από 28-30 ημέρες με τα τότε ταχυδρομικά μέσα». Στην Οδησσό, όπου βρισκόταν η Στούρτζα, η πληροφορία έφθασε μετά από δύο μήνες.
Σημειώνει ο αδερφός της Στούρτζα Αλέξανδρος: «Μόλις η αγαπητή μου αδελφή έμαθε την τραγική είδηση, έπεσε κάτω αναίσθητη! Ουσιαστικά, από εκείνη την ώρα ήταν και εκείνη νεκρή!..». Η Ρωξάνδρα Στούρτζα είχε λάβει, πάντως, το προαναφερθέν τελευταίο γράμμα του Καποδίστρια και μέσα στα σημειώματά της βρέθηκε η απάντησή της:
«Αγαπητέ μου Φίλε!
Μου γράφετε να μη σας ξεχνώ ποτέ στις προσευχές μου. Και να θερμαίνω με αυτές τη θέση που κατέχετε στη σκέψη μου και στην καρδιά μου. Καιμου επαναλαμβάνετε ακόμη μία φορά ότι και σεις, με τις δικές σας προσευχές, θερμαίνετε τη θέση που κατέχω και εγώ μέσα στη δική σας σκέψη και στη δική σας καρδιά!.. Θεέ μου, πώς θα ήταν δυνατόν να μη θερμαίνω, να μη φλογίζω με τις ικετήριες εκκλήσεις μου στον Θεό αυτή τη θέση που κατέχετε μέσα στη σκέψη μου και μέσα στην καρδιά μου;..
Αυτή τη θέση που δεν μπόρεσε και δεν θα μπορέσει ποτέ τίποτα στη ζωή μου να τηναλλάξει; Αγωνιώ όμως για σας. Από τα λίγα λόγια που μου γράφατε κατάλαβα τις αγωνίες,τις πικρίες και τους πόνους που δοκιμάζετε, τόσο από τους ξένους όσο και από τους δικούς μας. Η σκέψη ότι ημπορεί κάποιος να σας κάνει κακό με αναστατώνει, με γεμίζει με μαύρα σύννεφα αγωνίας, μου βουρκώνει τα μάτια, μου συνθλίβει την ψυχή. Τις περισσότερες ώρες στέκω ή μπροστά στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας και τους ικετεύω να σας προφυλάξουν από τους κινδύνους που σας κυκλώνουν ή μπροστά στην προσωπογραφία σας,όπου και σας μιλώ με τις ώρες και το νοιώθω ότι μου απαντάτε…».
Η ειρωνεία είναι ότι ήδη από την ώρα όπου η επιστολογράφος είχε λάβει το γράμμα του Καποδίστρια εκείνος ήταν νεκρός. Ανάλογη τύχη είχε και η τελευταία επιστολή της Ρωξάνδρας. «Οταν», γράφει η κυρία Κούκκου, «ο ταχυδρόμος χτύπησε την πόρτα, κάποια ημέρα του χειμώνα του 1831, του ταπεινού Κυβερνείου, γνώριζε πως θα έδινε και αυτό τογράμμα σε κάποιον μαυροφορεμένο θαλαμηπόλο του νεκρού Κυβερνήτη. Εκείνος δεν θα το διάβαζε ποτέ».