Ο Κώστας Αρκουδέας γεννήθηκε στην Αθήνα την Καθαρά Δευτέρα του 1958. Μετά από πολλές περιπλανήσεις, επέστρεψε στην πρωτεύουσα και εργάστηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού, στο οποίο παραμένει μέχρι σήμερα. Δημοσίευσε για πρώτη φορά το 1986 τη συλλογή ιστοριών Άσ’ τον Μπομπ Μάρλεϋ να περιμένει. Στη συνέχεια, εξέδωσε την τριλογία Η πόλη με τα χίλια πρόσωπα (1987) και το μυθιστόρημα με εγκιβωτισμένα διηγήματα Το τραγούδι των τροπικών (1988). Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Τα κατά Αιγαίον πάθη (1994), Ποτέ τον ίδιο δρόμο (1999), Ο πειρατής (2003), Ο Μεγαλέξανδρος και η σκιά του (2004), Ο αριθμός του Θεού (2008) και Παράφορο πάθος (2013). Εξέδωσε ακόμα τις νουβέλες Και πρόσεχε να μην πετρώσεις (1996), Και τώρα δεν είναι αργά (2014), τη συλλογή διηγημάτων Όλες οι μέρες Κυριακή (2000), το απάνθισμα μικρών κειμένων Τα σιγκλάκια (2010) και το παραμύθι Η πολύχρωμη σβούρα (2013). Το χαμένο Νόμπελ – Μια αληθινή ιστορία (2015) είναι η τελευταία του δουλειά, η οποία παρουσιάζεται σήμερα (Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου) από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, στο POLIS ART CAFE, στις 19:00.
Συνέντευξη στην Τίνα Ζωγοπούλου (Κέντρο Ξένων Γλωσσών και Εκδόσεις Perugia)
Πότε ξεκίνησες να αποκαλείς τον εαυτό σου συγγραφέα;
Ένα καλοκαίρι στην Αντίπαρο, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Είχαμε σχηματίσει μια συντροφιά από Έλληνες και Ιρλανδούς, και τα πηγαίναμε περίφημα. Τη μέρα διοργανώναμε θαλάσσιους αγώνες και τη νύχτα χορεύαμε στα μπαράκια μισομεθυσμένοι. Κάποιο απομεσήμερο, με ρώτησε μια Ιρλανδέζα τι θα ’θελα να γίνω, όταν μεγαλώσω. Εντελώς αυθόρμητα της απάντησα «συγγραφέας». Ώρες μετά έμεινα να εξετάζω την αλήθεια που είχε ξεπηδήσει από το στόμα μου. Μερικές φορές βρίσκεται εκεί, στην άκρη των χειλιών μας, και χρειάζεται απλώς μια ώθηση για να εξωτερικευτεί.
Αλήθεια, γιατί γράφεις;
Γιατί υπάρχει μια ιδέα. Από τις δεκάδες ιδέες που έχει (και τα εκατοντάδες ερεθίσματα που δέχεται) ο σύγχρονος δημιουργός στην πολυποίκιλη και πολυδαίδαλη εποχή μας, υπάρχει μια ιδέα που ξεχωρίζει. Τι κάνει την ιδέα αυτή να ξεχωρίζει; Η διάρκεια. Η επιμονή της να διατηρείται αναλλοίωτη στα βάθη της ύπαρξής μας. Η άρνησή της να μετακινηθεί από εκεί, όσες προσπάθειες κι αν κάνουμε. Μπορεί να ασχολούμαστε με χίλια δυο πράγματα, υλικά ή πνευματικά, μπορεί να επιδιδόμαστε σε χίλιες δυο δραστηριότητες, πρακτικές ή δημιουργικές, αλλά η ιδέα εξακολουθεί να υφίσταται διατηρώντας αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα στο χρόνο. Στο τέλος διαπιστώνουμε ότι δεν μπορούμε παρά να ασχοληθούμε μαζί της. Την αναγνωρίζουμε ως σοβαρή περίπτωση, ως εμμονή για την ακρίβεια. Από εκεί και ύστερα, όλα παίρνουν το δρόμο τους.
Έχεις κάποιο λογοτεχνικό πρότυπο;
Όταν ήμουν μικρός, μου άρεσε ο Καζαντζάκης για την πολυπραγμοσύνη του. Τον θαύμαζα για αυτή του την ικανότητα. Μου άρεσε και ο Κέρουακ, γιατί έβγαζε τα δαιμόνια από μέσα του και τα εξέθετε άφοβα στο κοινό.
Ποιος ήρωάς σου θα ήθελες να είσαι εν ζωή;
Τα κατά καιρούς και κατά περίπτωση συγγραφικά alter ego μου συγκλίνουν στον κεντρικό πυρήνα, συνθέτοντας αυτό που πραγματικά είμαι.
Ποιο είναι το πιο βαρετό και το πιο δημιουργικό κομμάτι της διαδικασίας συγγραφής ενός βιβλίου σου;
Δεν υπάρχει βαρετό κομμάτι στη συγγραφή. Αγαπάω αυτό που κάνω. Αν δεν το αγαπούσα, δε θα το έκανα. Για την ακρίβεια, το λατρεύω. Το πιο απολαυστικό κομμάτι της συγγραφής είναι όταν έχω τελειώσει το πρώτο χέρι της ιστορίας και την έχω εκεί, μπροστά μου, να με κοιτάζει στα μάτια και να περιμένει την επόμενη κίνηση.
Πόσο επιβαρυμένη/επιφορτισμένη θεωρείς τη γενιά σου:
Κινούμενη στο μεταίχμιο του αιώνα, η γενιά μου ανέλαβε τον (για κάποιους ενδιαφέροντα και για κάποιους άλλους άχαρο) ρόλο να συνδέσει δυο γενιές διαμετρικά αντίθετες. Τη γενιά των μεγάλων πολέμων με την πολυπολιτισμική γενιά των νέων τεχνολογιών. Ας μου συγχωρέσετε την υπεραπλούστευση, αφού κάθε γενιά είναι πολύ μεγαλύτερη από έναν προσδιορισμό, αλλά προσπαθώ να γίνω κατανοητός. «Το χαμένο Νόμπελ» δεν είναι παρά μια απόπειρα να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα.
Τα social media και γενικότερα το διαδίκτυο, τελικά βοηθούν το βιβλίο;
Η τηλεόραση δεν βοηθάει σχεδόν καθόλου. Και τα έντυπα για το βιβλίο έχουν μειωθεί δραματικά. Το Διαδίκτυο, ωστόσο, είναι μάλλον φιλικό προς το βιβλίο. Μιλάω φυσικά για το Facebook, γιατί το Twitter, με τον περιορισμό των λέξεων που επιβάλλει, απευθύνεται μονάχα σε ατακαδόρους.
On-line ξεφύλλισμα ή τη μυρωδιά του χαρτιού καθώς γυρνούν οι σελίδες, τι προτιμάς;
Το δεύτερο, ασυζητητί.
Ενώ η ελληνική κοινωνία δεν θεωρείται διαδικτυακά αναλφάβητη, γιατί πιστεύεις ότι το e-book έχει μηδενικό μερίδιο στην αγορά;
Κάθε λαός έχει τις ιδιομορφίες του. Είναι σαν να ρωτάει κανείς γιατί η ελληνική ιδιοσυγκρασία συγκινείται από το νόστο και τη θάλασσα. Ή γιατί τα ελληνόπουλα έχουν ταλέντο στο μπάσκετ. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το ηλεκτρονικό βιβλίο. Ενώ ελκύει τη νέα γενιά για να παίξει παιχνίδια, όταν θέλει να διαβάσει κάτι, ξαναγίνεται παραδοσιακή. Αυτό οφείλεται στο βαθύτερο ψυχισμό της.
Έχουν αρνητικές τακτικές οι εκδότες που αδικούν το έργο των συγγραφέων;
Θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο. Όλοι οι εκδότες θέλουν να πάνε καλά τα βιβλία τους, αλλιώς δε θα τα έβγαζαν. Δε θα επένδυαν χρόνο και χρήματα για αυτόν το σκοπό. Αν τώρα η πραγματική ερώτηση είναι ότι οι εκδότες έχουν «παιδιά» και «αποπαίδια», δηλαδή βιβλία που πιστεύουν ότι θα τους αποφέρουν κέρδη και βιβλία που πιθανολογούν ότι θα περάσουν απαρατήρητα, ναι, φυσικά. Ωστόσο, το παιχνίδι είναι ανοιχτό. Πολλές φορές οι προσδοκίες τους διαψεύδονται. Βιβλία στα οποία αρχικά δεν υπολόγιζαν, ακολουθούν αξιοσημείωτη πορεία, ενώ βιβλία στα οποία πόνταραν, καταποντίζονται.
Μπορεί ένας συγγραφέας στις μέρες μας να βιοπορίζεται από τη συγγραφή και μόνο;
Στην Ελλάδα, με το περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, κάτι τέτοιο είναι πρακτικά αδύνατον.
Υπάρχει ελπίδα στην Ελλάδα της κρίσης; Μπορεί να έρθει μέσα από το βιβλίο;
Αν προσέξει κανείς τους αριθμούς των νέων εκδόσεων, θα δει ότι δεν μειώθηκαν στα χρόνια της κρίσης. Τουναντίον, γράφτηκαν πολλά και καλά βιβλία. Και συνεχίζουν να γράφονται. Τούτο μόνο ελπίδα γεννά. Οι συγγραφείς απάντησαν στην κρίση με το όπλο που ήξεραν να χειρίζονται καλύτερα: με τη δημιουργία.
Τι νέο ετοιμάζεις;
Απολύτως τίποτα. Ξεκουράζομαι και υποστηρίζω με όλες μου τις δυνάμεις το νέο βιβλίο, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε. Σκοπεύω να περάσω όλη την επόμενη χρονιά, το 2016, ταξιδεύοντας σε διάφορα μέρη και μιλώντας για «Το χαμένο Νόμπελ». Έχω πολλά να πω.