Γράφει ο Απόστολος Θ. Γκέκας
Πρόσφατα, στα πλαίσια καθηκόντων που είχα αναλάβει εθελοντικά, μου είχε γίνει μία πρόταση για την υλοποίηση ενός προγράμματος, που θα μπορούσε να είχε δώσει λύση σε πρόβλημα που αντιμετωπίζουν καθημερινά δεκάδες οικογένειες. Γεμάτος ενθουσιασμό–και αφέλεια, όπως αποδείχτηκε τελικά-έτρεξα στις αρμόδιες αρχές, πιστεύοντας πως η υλοποίηση του προγράμματος ήταν ένα εντελώς τυπικό ζήτημα που θα τελείωνε μέσα σε λίγη ώρα. Είχα λογαριάσει όμως χωρίς τον ξενοδόχο, ή μάλλον χωρίς τον κυρ-Παντελή, με τα συμφέροντα του οποίου ερχόταν σε αντίθεση το πρόγραμμα και για το λόγο αυτό πάγωσε. Μάταια προσπάθησα να το ενεργοποιήσω, έστω και τροποποιώντας το μερικώς.
Είχα ηττηθεί από τον κυρ-Παντελή και δεν είχα άλλη επιλογή από την υποχώρηση.
Έπειτα από μέρες, γεμάτος πόνο γι’αυτό που μου είχε συμβεί, πήγα σε κεντρικό φαρμακείο για να αγοράσω παστίλιες για τον πόνο του άλλου, γιατί σκέφτηκα πως τελικά υπάρχουν και χειρότερα και σίγουρα θα υπήρχαν άνθρωποι που πονούσαν περισσότερο από μένα και για σοβαρότερους λόγους. Η απάντηση του φαρμακοποιού ήταν αφοπλιστική: «Δεν πρόκειται να ξαναφέρουμε, γιατί ο κόσμος δεν αγοράζει τα δικά μας». Δυσκολεύτηκα πολύ να το αποδεχτώ, καθόσον οι πληροφορίες μου και ακριβείς ήταν και επιβεβαιωμένες. Το είχα ακούσει από τον ίδιο τον Χαβιέ Μπαρδέμ σε ένα μεγάλο κανάλι. Δε μπορεί να έλεγαν ψέματα ούτε ο Χαβιέ, ούτε το μεγάλο κανάλι…
Στο μεταξύ η ελληνική κυβέρνηση επιδίδεται σε κουρέματα. Πρόσφατα διάβαζα ότι κουρεύουν τον ΕΟΠΥΥ (προφανώς όχι τον ίδιο αλλά το χρέος του), προκειμένου να εξοφλήσουν φαρμακεία και νοσοκομεία. Εγώ πάλι που οι γνώσεις μου περί κομμωτικής είναι πολύ φτωχές, γνωρίζω πως δε σταματάνε οι τρίχες να μεγαλώνουν επειδή τις κουρεύεις, τουναντίον… Κάποτε, ένας μεγάλος–λένε-πολιτικός είχε πει πως η Ελλάδα ήταν ένα απέραντο φρενοκομείο. Ίσως να ήταν, τότε. Γιατί σήμερα έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο και αχανές μπαρμπέρικο. Έρχεσαι για μαλλί και βγαίνεις κουρεμένος…
Το συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω περιστατικά–πέρα για πέρα αληθινά-είναι ότι οι συντεχνίες στην Ελλάδα έχουν δύναμη–ακόμη και σήμερα, μετά από τρία μνημόνια–ανυπολόγιστη. Επίσης ότι όλοι εμείς έχουμε εκπαιδευτεί από το σύστημα, έτσι ώστε από μόνοι μας να λειτουργούμε προστατευτικά και ενοχικά απέναντι στα συμφέροντα των συντεχνιών. Κανείς δεν τολμάει να τα βάλει με τον «καημένο» τον κυρ–Παντελή.
Κανείς δεν τολμάει να τα βάλει με τις φαρμακοβιομηχανίες, οι οποίες καθορίζουν ποια προϊόντα θα διακινούνται και ποια όχι. Στη λίστα με τις πανίσχυρες συντεχνίες βρίσκονται αναρίθμητα επαγγέλματα, αλλά και άτομα που δεν τα πιάνει το μάτι σου. Από τον κυρ–Παντελή, τον περιπτερά, μέχρι την κυρά Μαριώ τη σουβλατζού. Όλοι έχουν κεκτημένα δικαιώματα που έτσι και τολμήσεις να τα αμφισβητήσεις μόνο, θα εμπλακείς σε έναν πόλεμο, στον οποίο ξέρεις εκ των προτέρων ότι θα είσαι ο μεγάλος ηττημένος.
Η στάση του κράτους απέναντι σε όλα αυτά είναι να κουρεύει σε βάρος μας, ό,τι μπορεί να κουρευτεί, μόνο και μόνο για να παραμείνουν ακέραια τα δικαιώματα όλων αυτών. Κουρεύει μισθούς, κουρεύει συντάξεις, κουρεύει τα χρέη των άλλων (ποτέ τα δικά μας), μόνο και μόνο για να μπορούν όλοι αυτοί να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη ένα σπίτι, ένα εξοχικό, ένα τζιπ, ένα σκάφος κι ένα ελάχιστο εισόδημα για να μπορούν να τα συντηρούν.