Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Η συζήτηση για το αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης φορούσε στις επαφές του στη Γερμανία τη γαλάζια ή την ροζ φανέλα είναι ανούσιες. Ο ΣΎΡΙΖΑ διατείνεται πως ο πρόεδρος της ΝΔ εμφανίστηκε στη γερμανική πρωτεύουσα περίπου ως θιασώτης του να μην κλείσει η αξιολόγηση και ως υπονομευτής της εθνικής προσπάθειας. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει.
Από εκεί και πέρα, το εν λόγω ταξίδι ήταν πράγματι άκρως ενδιαφέρον για τον πρόεδρο της ΝΔ και τους συνεργάτες του, προκειμένου να καταλάβουν τι ακριβώς παίζεται στο ευρωπαϊκό πολιτικό κέντρο, όπου πλέον έχει μετατοπιστεί το κέντρο των αποφάσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, οι συναντήσεις του πρόεδρου της ΝΔ με την Άνγκελα Μέρκελ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν σαφώς σημαντικές, όπως και ορισμένα εγκωμιαστικά δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου και ιδίως εφημερίδων συντηρητικής αναφοράς. Η πιο βασική συνάντηση όμως, αν πράγματι ο κ. Μητσοτάκης ήθελε να καταλάβει την ατμόσφαιρα για την Ελλάδα στο Βερολίνο, ήταν αυτή με τους βουλευτές του CDU το απόγευμα της Δευτέρας.
Αν οι πληροφορίες μου είναι σωστές (και με δεδομένο πως συνομίλησα με πηγές των Χριστιανοδημοκρατών, είμαι αρκετά αισιόδοξος πως είναι) ο πρόεδρος της ΝΔ δεν πρέπει να πέρασε καλά στην Bundestag. Όχι γιατί φταίει σε κάτι ο ίδιος, αλλά γιατί η οργή και η δυσαρέσκεια πολλών Γερμανών βουλευτών για τα τεκταινόμενα στη χώρα μας είναι έντονες και διαρκώς κλιμακούμενες επί τα χείρω. Οι λέξεις κόπωση και καχυποψία νομίζω αντικατοπτρίζουν άριστα το κλίμα, με το οποίο ήρθε αντιμέτωπος ο πρόεδρος της ΝΔ. Και αυτό είναι και για τον ίδιο ένας βασικός ανασχετικός παράγοντας, σε περίπτωση που κληθεί να αναλάβει το βάρος της διακυβέρνησης της χώρας το επόμενο χρονικό διάστημα. Διότι, αν καθυστερήσει και άλλο η αξιολόγηση, όπως φαίνεται ότι θα γίνει, η προοπτική ανάκαμψης θα ναρκοθετηθεί για τα καλά, με αποτέλεσμα το πέρασμα στην κανονικότητα και η έξοδος στις αγορές να θεωρούνται όνειρο θερινής νυκτός. Και τότε, αν δεν έχει επιτευχθεί ο βασικός στόχος του προγράμματος, μπορεί να βρεθούμε σε κατάσταση να χρειαζόμαστε ένα τέταρτο Μνημόνιο και να μην μας το δίνουν.
Στη Γερμανία, ο κ. Μητσοτάκης μίλησε στη γλώσσα του πολιτικού Βερολίνου, προτάσσοντας την έννοια των μεταρρυθμίσεων. Πήρε όμως και την κρυάδα, τόσο για τη γενικότερη διάθεση απέναντι στην Ελλάδα, όσο και για το περιθώριο ευελιξίας των Γερμανών εταίρων, ακόμα και μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Γιατί, αυταπατάται κανείς πως θα έχουμε θεαματικές αλλαγές στη γερμανική στάση ως προς τα καθ’ ημάς, αν δεν έχουν επέλθει τεκτονικές αλλαγές μετά τις επερχόμενες εκλογές.
Το σημαντικότερο για τον πρόεδρο της ΝΔ είναι να καταλάβει πως οι αποφάσεις που θα κληθεί να πάρει, όταν έρθει η ώρα, θα είναι εξαιρετικά δύσκολες, λόγω κυρίως της γερμανικής ακαμψίας. Άλλωστε, πολλοί Γερμανοί αξιωματούχοι έχουν είτε πελαγώσει με την περίπτωσή μας είτε μας θεωρούν ούτως ή άλλως παρίες της Ευρωζώνης. Στο χέρι του είναι πώς θα μπορέσει να διαχειριστεί τόσο την πορεία προς την εξουσία, εν γνώσει των ευρωπαϊκών πολιτικών συσχετισμών, όσο και την ίδια την εξουσία, εφόσον έρθει η ώρα να αναλάβει καθήκοντα, γρήγορα ή αργότερα.