Το 1800 ο διπλωμάτης Τόμας Μπρους, λόρδος του Ελγιν και πρέσβης της Βρετανίας από το 1799 στην Κωνσταντινούπολη, έστειλε στην Αθήνα ομάδα καλλιτεχνών υπό τον Ιταλό ζωγράφο Τζιοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι προκειμένου να σχεδιάσουν και να λάβουν εκμαγεία από τα γλυπτά και τα μνημεία της Ακρόπολης.
Με αυτά ο Ελγιν σκόπευε να διακοσμήσει την έπαυλη που κατασκεύαζε τότε στη γενέτειρά του, τη Σκωτία. Τον Ιούλιο του 1801 ο εφημέριος της βρετανικής πρεσβείας Φίλιπ Χαντ κατάφερε να εξασφαλίσει (πιθανότατα με χρηματισμό) μια -αμφιλεγόμενη- επιστολή (φιρμάνι) από την Πύλη, η οποία παρείχε την άδεια στα μέλη του συνεργείου να στήνουν ικριώματα στην Ακρόπολη, να κατασκευάζουν εκμαγεία, να καταμετρούν τα κτίρια και να πραγματοποιούν ανασκαφές για ανεύρεση επιγραφών. Τους επέτρεπε επίσης να αφαιρέσουν «μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά» (qualche pezzi di pietra con inscrizioni e figure). Εκτοτε και έως το 1804 η ομάδα του Ελγιν αποκαθήλωσε τμηματικά 56 λίθους της ζωφόρου, 19 αετωματικές μορφές και 15 μετώπες, μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη από το μνημείο, τα οποία μετέφερε σταδιακά στην Αγγλία.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1802 το μπρίκι «Μέντωρ» απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά με κατεύθυνση τη Μάλτα και τελικό προορισμό την Αγγλία. Μετέφερε 16 μεγάλα ξύλινα κιβώτια που περιείχαν 14 τμήματα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα και τέσσερα από αυτήν του ναού της Απτέρου Νίκης, καθώς και άλλα μεμονωμένα σπαράγματα και μέρη αγαλμάτων (μαρμάρινα μπούστα, τον μαρμάρινο Θρόνο του Πρυτάνεως, σφονδύλους κ.ά.), τα οποία είχε αποσπάσει το συνεργείο του Ελγιν. Κυβερνήτης του πλοίου ήταν ο Σκωτσέζος Γουίλιαμ Εγκλεν, ενώ σε αυτό επέβαιναν 12 άτομα, μεταξύ των οποίων ο γραμματέας του Ελγιν, Γουίλιαμ Χάμιλτον, ο λοχαγός Πυροβολικού Τζον Σκουάιρ και ο τοπογράφος και αρχαιολόγος Γουίλιαμ Λικ, στον οποίο ανήκε το περιεχόμενο των τεσσάρων κιβωτίων.
Ο Χάμιλτον είχε εξουσιοδοτηθεί από τον Ελγιν για την πλήρη εποπτεία φόρτωσης και μεταφοράς των αντικειμένων, ενώ του είχε δοθεί η δυνατότητα μίσθωσης και άλλων πλοίων, εφόσον αυτό κρινόταν απαραίτητο για τη μεταφορά. Επιπλέον, ο ίδιος ο Ελγιν είχε ασκήσει πιέσεις στον καπετάνιο του «Μέντορα» να επιτρέψει τη φόρτωση μεγαλύτερων γλυπτών στο πλοίο, κάτι που ωστόσο προσέκρουσε στην άρνηση του δεύτερου, ο οποίος επικαλέστηκε λόγους ασφαλούς πλεύσης του σκάφους.
Στις 6 το απόγευμα της 16ης Σεπτεμβρίου και ενώ ο «Μέντωρ» είχε φτάσει στο ακρωτήριο Ταίναρο της Πελοποννήσου, ένας δυνατός βορειοδυτικός άνεμος τον έβγαλε από την πορεία του, παρασύροντάς τον περίπου 40 μίλια νοτιότερα. Το πρωί της επόμενης μέρας ο Εγκλεν και ο πλοηγός Μ. Μαλής διαπίστωσαν ότι στο σκάφος έμπαινε νερό και γι’ αυτό αποφάσισαν να πλησιάσουν τις πελοποννησιακές ακτές ώστε να βρουν προσωρινά ασφαλές καταφύγιο. Ομως, κανείς από τους δύο δεν γνώριζε επαρκώς την ακτογραμμή και έτσι τελικώς επέλεξαν το λιμάνι του Αβλέμονα (Αγίου Νικολάου) στα Κύθηρα, τα οποία τότε αποτελούσαν τμήμα της ημιαυτόνομης Επτανήσου Πολιτείας (1800-1807).
Περί τις 2 το μεσημέρι της 17ης Σεπτεμβρίου (5ης με το παλαιό ημερολόγιο), το πλοίο μπήκε στον όρμο του Αβλέμονα και αγκυροβόλησε. Οι δυνατοί άνεμοι, ωστόσο, ξέσυραν τις άγκυρές του και έτσι το πλήρωμα αναγκάστηκε να κόψει τα σκοινιά προκειμένου να σαλπάρει. Ωστόσο η θαλασσοταραχή το έριξε στα γύρω βράχια, με αποτέλεσμα σε λίγες ώρες το σκάφος να βυθιστεί σε βάθος 22-24 μ.
Οι επιβάτες του «Μέντορα» περισυνελέγησαν από το πλήρωμα του υπό αυστριακή σημαία πλοίου «Ανίκητος», που ήταν αγκυροβολημένο στην είσοδο του λιμανιού. Αμέσως μετά ο Χάμιλτον έσπευσε να ενημερώσει για το γεγονός τον υποπρόξενο της Αγγλίας στο νησί από το 1799 Εμμανουήλ Καλούτση. Αυτός συνέταξε επιστολές προς τους προεστούς τόσο στη Χώρα Κυθήρων όσο και στην ενδοχώρα του νησιού, τους υποπροξένους των άλλων χωρών καθώς και τις διοικητικές αρχές του νησιού, με τις οποίες ζητούσε να ληφθούν όλα τα απαραίτητα και νόμιμα μέτρα για την ανέλκυση του πλοίου, την προστασία των επιβαινόντων και την περισυλλογή του φορτίου που η θάλασσα θα έβγαζε στην ακτή. Την επόμενη ημέρα οι προεστοί των Κυθήρων απάντησαν ότι θα προέβαιναν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες. Εν τω μεταξύ, νωρίς το πρωί της 18ης Σεπτεμβρίου ο Καλούτσης, συνοδευόμενος από δύο άτομα για λόγους ασφαλείας, είχε μεταβεί από τη Χώρα Κυθήρων στον Αβλέμονα. Εκεί, η πρώτη ενέργειά του ήταν να λάβει καταθέσεις από τον πλοίαρχο Εγκλεν και τον γραμματέα του, τον Μαλή και τον Χάμιλτον, σχετικά με τα αίτια βύθισης του «Μέντορα». Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι, μολονότι ο Εγκλεν ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «πριν από έναν μήνα περίπου έλαβα διαταγή από τον εξοχότατο πρεσβευτή να μεταβώ από τη Σμύρνη στην Αθήνα, με το μπριγαντίνο “Μέντωρ” […] για να παραλάβουμε κάσες με μάρμαρα αρχαία, που είχε περισυλλέξει στην πόλη αυτή, έχοντας σχετικόν φιρμάνι της Υψηλής Πύλης», σε μεταγενέστερη επιστολή του από την Κωνσταντινούπολη προς τον Καλούτση (25 Οκτωβρίου 1802), με την οποία ζητούσε «να καταβάλετε κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διάσωση του πλοίου, όσο και του φορτίου», απέκρυψε το ακριβές περιεχόμενο των κιβωτίων, αναφέροντας παραπλανητικά: «Μέσα σε αυτό υπήρχαν κάποια κιβώτια που περιείχαν λίθους, καμιάς ιδιαίτερης αξίας μεν, αλλά πολύ σημαντικούς για μένα τον ίδιο, ώστε να θέλω να τους εξασφαλίσω».
Οι δύτες αναλαμβάνουν δράση
Αμέσως μετά το ναυάγιο, ο Χάμιλτον υπέγραψε στα Κύθηρα συμβόλαιο με πέντε Καλύμνιους δύτες, με αμοιβή 7.000 γρόσια. Στο συμβόλαιο αυτό προσαρτήθηκε κατάλογος των αντικειμένων που θα έπρεπε να ανασυρθούν από τον βυθό (άγκυρες, τηλεβόλα, πυρομαχικά, κασέλες, πηδάλια, ιστία, πανιά κ.λπ.), στον οποίο περιλαμβάνονταν επίσης «16 κάσες με μάρμαρα» και «ένα κάθισμα μαρμάρινο». Ακόμη, υπήρχε ειδικός όρος ότι οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο εντοπιζόταν θα αποτελούσε ιδιοκτησία του Χάμιλτον. Ο τελευταίος αυτός όρος αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη ότι, μετά το τέλος των εργασιών ανέλκυσης των γλυπτών του Ελγιν, ανασύρθηκαν και παραδόθηκαν στον Χάμιλτον και άλλα γλυπτά που δεν ανήκαν στον συγκεκριμένο κατάλογο.
Στις 10 Οκτωβρίου ο Χάμιλτον υπέγραψε συμβόλαιο και με άλλους δύο Καλύμνιους δύτες, στους οποίους προσέφερε 1.500 περισσότερα γρόσια υπό τον όρο να ανασύρουν όλα τα συμφωνηθέντα αντικείμενα, αλλιώς δεν θα ελάμβαναν την αμοιβή τους. Στις 18 Δεκεμβρίου οι εργασίες σταμάτησαν λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, με τους δύτες να έχουν ανασύρει μόλις το 1/4 του φορτίου του πλοίου. Αμέσως μετά ο Χάμιλτον αναχώρησε από τα Κύθηρα.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1803 ο Ελγιν έφτασε στον Αβλέμονα με τη φρεγάτα «Νταϊάνα». Χωρίς να αποβιβαστεί στην περιοχή, έστειλε δύο επιστολές προς τον Καλούτση: με την πρώτη τον ευχαριστούσε για τη μέχρι τότε συμβολή του στην ανέλκυση του φορτίου και με τη δεύτερη ζητούσε να αναστείλει κάθε περαιτέρω ενέργεια μέχρι να λάβει νεότερες οδηγίες του ίδιου. Η στάση αυτή του Ελγιν δικαιολογείται από το γεγονός ότι μόλις μία ημέρα πριν και ενώ βρισκόταν στις Σπέτσες είχε υπογράψει αντίστοιχο συμβόλαιο με τον Βασίλειο Μανοκίνη, τον οποίο ο ίδιος είχε διορίσει ως υποπρόξενο της Βρετανίας στο νησί. Πράγματι, ο Μανοκίνης έφτασε στα Κύθηρα στις 11 Φεβρουαρίου με πλοίο ρωσικών συμφερόντων και πλήρωμα 50 ατόμων, συμπεριλαμβανομένων πέντε επιβατών, προκειμένου να αναλάβει τον συντονισμό των εργασιών ανέλκυσης. Μολαταύτα, οι εργασίες δεν ξεκίνησαν παρά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους και έπειτα από νέο συμβόλαιο που υπέγραψε ο Καλούτσης με τους Καλύμνιους δύτες, οι οποίοι έως τον Δεκέμβριο είχαν ανελκύσει ακόμη 11 κιβώτια, με αμοιβή 400 γρόσια για το καθένα. Στις 9 Ιουνίου 1804 οι δύτες εντόπισαν και ανέλκυσαν το τελευταίο (16ο) κιβώτιο και λίγο αργότερα τον Θρόνο του Πρυτάνεως. Τα ανασυρόμενα κιβώτια και τα άλλα ευρήματα παρέμεναν στην ακτή του Αβλέμονα καλυμμένα με φύκια, θάμνους και μεγάλες πέτρες προκειμένου να προστατεύονται από τον χειμώνα και την ηλιακή ακτινοβολία, και με διαρκή φύλαξη από στρατιώτες που είχε επιστρατεύσει ο Καλούτσης και η τοπική διοίκηση.
Οι νεότερες έρευνες στο ναυάγιο
Μετά την οριστική μεταφορά του φορτίου του «Μέντορα» στην Αγγλία, η υπόθεση του ναυαγίου σχεδόν ξεχάστηκε, με την εξαίρεση σειράς σχετικών άρθρων του ιστορικού, γεωγράφου και ιδρυτικού μέλους της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος Αντώνη Μηλιαράκη, στο περιοδικό «Εστία» το 1888. Η πρώτη αναφορά που υπάρχει στο Ιστορικό Αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για το ναυάγιο αυτό συνδέεται με την επιχείρηση ανέλκυσης αρχαιολογικών αντικειμένων από τον βυθό των Αντικυθήρων από Συμιακούς σφουγγαράδες το 1900, που αποτελούσε την πρώτη οργανωμένη επιχείρηση του είδους με την ενεργή συμμετοχή του υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Παιδείας, το οποίο προσέφερε χρήματα και τεχνολογική υποστήριξη.
Αρκετές δεκαετίες αργότερα, το 1975, την περιοχή ερεύνησε ο Γάλλος ωκεανογράφος Ζακ Υβ Κουστώ, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να εντοπίσει την ακριβή θέση του ναυαγίου. Τον Ιούλιο του 1980 ομάδα αυτοδυτών του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών (ΙΕΝΑΕ) εγκαταστάθηκε στον μικρό όρμο του Αγίου Νικολάου στον Αβλέμονα προκειμένου να επιχειρήσει τον πλήρη εντοπισμό και την αναγνώριση του ναυαγίου. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του αναρροφητήρα (διοχέτευση αέρα μέσω σωλήνα στο σημείο του ναυαγίου ώστε να γίνεται αναρρόφηση μικρών αντικειμένων από τον βυθό, π.χ. άμμο, φύκια, μικρές πέτρες κ.λπ.), η ομάδα κατάφερε να εντοπίσει το σκάφος, μισοθαμμένο από την αριστερή του πλευρά, σε βάθος 40 εκ. κάτω από την άμμο. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, η πλευρά αυτή του «Μέντορα» είχε διατηρηθεί σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τη δεξιά, που είχε καταστραφεί τόσο από την πρόσκρουση στα βράχια όσο και κατά τη διάρκεια ανέλκυσης των κιβωτίων στις αρχές του 19ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών τομών βρέθηκαν ακόμα μικρά αντικείμενα, πιθανότατα βόλια (σφαίρες), αφού ο «Μέντωρ» ήταν οπλισμένος από τον φόβο πειρατικής επίθεσης.
Οι συστηματικές έρευνες επαναλήφθηκαν μετά το 2009 από κλιμάκιο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, με επιστημονικό υπεύθυνο τον καταδυόμενο αρχαιολόγο δρα Δ. Κουρκουμέλη και την υποστήριξη του αυστραλιανού Σωματείου Κυθηρίων εξ Αυστραλίας «Kytherian Research Group», του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Γ. Λάτση. Κατά τις έρευνες αυτές, από το πρυμναίο κυρίως τμήμα του «Μέντορα» ανελκύστηκαν αντικείμενα που χρησιμοποιούσε το πλήρωμά του, όπως γυάλινα, πήλινα ή πορσελάνινα σκεύη (μελανοδοχεία, διακοσμητικά αντικείμενα κ.ά.), κουμπιά από στολές και άλλα ενδύματα, νομίσματα της συγκεκριμένης περιόδου (το ένα του 1788, που έχει ταυτιστεί ως ολλανδικό), πόρπες, δαχτυλίδια, τρεις πιστόλες, βόλια διαφόρων διαμετρημάτων, μια μικρή οβίδα, όργανα ναυσιπλοΐας, καθώς και τρία αρχαία νομίσματα, ένα από τα οποία πιθανώς να χρησιμοποιούνταν ως κόσμημα, καθώς φέρει διαμπερή οπή.
Κατά την έρευνα στο πρωραίο τμήμα διαπιστώθηκε ότι το σκαρί του πλοίου σε μήκος 10 μέτρων διασώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση και για την περαιτέρω προστασία του καλύφθηκε με ειδικό γεωύφασμα. Ομως, τα σημαντικότερα -από αρχαιολογικής απόψεως- ευρήματα εντοπίστηκαν τον Ιούνιο του 2013. Πρόκειται για δύο θραύσματα από αιγυπτιακές αρχαιότητες, που βρίσκονταν κάτω από τον αμμώδη πυθμένα, σε βάθος 50-70 εκ. Το πρώτο (40 x 15 εκ.) ανήκει σε φαραωνικό γλυπτό από την εποχή του Νέου Βασιλείου (1570-1070 π.Χ.), ενώ το δεύτερο (23 x 16 εκ.) σε τμήμα ανάγλυφης στήλης του καθισμένου θεού Ρα, που κρατάει στο χέρι το «κλειδί της ζωής» (Ύστερης Πτολεμαϊκής Περιόδου, 1ος αι. π.Χ.). Ηταν η πρώτη φορά έπειτα από δύο αιώνες που η Ελλάδα ανακτούσε αρχαιότητες από το φορτίο του συγκεκριμένου πλοίου.
*Ο Γιάννης Ράγκος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το τεύχος Σεπτεμβρίου 2014 του περιοδικού «Ιστορία Εικονογραφημένη» λόγω του επίκαιρου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει, με την ευγενική άδεια του εκδοτικού οργανισμού «Πάπυρος».