Οι πρώτες 100 μέρες μιας κυβέρνησης αποκαλύπτουν πολλά για τη φυσιογνωμία της. Αν μάλιστα από αυτές τις 100 πρώτες ημέρες εξαρτάται το αν θα είναι και οι τελευταίες της, τότε το στοίχημα είναι πραγματικά μεγάλο. Φαίνεται πως ο Αντώνης Σαμαράς έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως κάτι περισσότερο από έναν πρωθυπουργό 100 ημερών.
Όπως έλεγαν και οι φιλόσοφοι στην αρχαιότητα, αλήθεια είναι η αντιστοιχία του νου – εκείνου δηλαδή που σκέφτομαι και μπορώ να περιγράψω – με την πραγματικότητα. Κατ’ αυτή την έννοια νομίζω πως ο Αντώνης Σαμαράς, αναλαμβάνοντας στις 18 Ιουνίου τα ηνία της διακυβέρνησης προσέκρουσε βίαια στη σκληρή επιφάνεια της πραγματικότητας και είδε την αλήθεια που είτε δεν ήθελε, είτε δεν μπορούσε να αντιληφθεί όλο το προηγούμενο διάστημα.
Ο Αντώνης Σαμαράς συνειδητοποίησε πως βρέθηκε ξαφνικά επάνω σε ένα σταυροδρόμι. Ένας δρόμος οδηγεί στην πολιτική αυτοκαταστροφή του (που είναι και το λιγότερο) αλλά και στην καταστροφή της χώρας, που είναι και το μείζον. Ο άλλος δρόμος έχει να κάνει με την ευκαιρία να γράψει ιστορία (που πάλι είναι το λιγότερο) αλλά και με το πραγματικό διακύβευμα που αφορά στη σωτηρία της Ελλάδας. Το κακό είναι πώς κανένας από τους δυο δρόμους δεν έχει ταμπέλα που να δείχνει που πραγματικά οδηγεί.
Τα σταυροδρόμια, ειδικά όταν δεν διαθέτεις χάρτες και πυξίδα, είναι επικίνδυνα μέρη. Συμπληρώνοντας δυο μήνες διακυβέρνησης ο Αντώνης Σαμαράς έχει συνειδητοποιήσει πως το χειρότερο που θα μπορούσε να κάνει είναι να δείξει την αμηχανία ή τη νευρικότητα των προκατόχων του όταν βρέθηκαν πάνω στο ίδιο σταυροδρόμι. Τυχόν επανάληψη των ίδιων συμπτωμάτων θα οδηγούσε την κυβέρνηση σε πρόωρο θάνατο. Κάτι που αρκετοί έσπευδαν να προδικάσουν, μη δίνοντας χρόνο ζωής πέραν του Σεπτεμβρίου.
Όμως τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά. Ο Σαμαράς παρά τα όποια ελαττώματα ( για παράδειγμα οι σχέσεις με τους Μεσσήνιους είναι ένα «κουσούρι» που θυμίζει την εμμονή του Γιώργου Παπανδρέου με τη Μπιρμπίλη) διαμορφώνει ένα στυλ διακυβέρνησης που έχει να κάνει με μετρημένες εμφανίσεις, λίγα λόγια, προσεκτικές διατυπώσεις, χαμηλούς τόνους και καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις.
Με αυτή τη συνταγή έκανε και το ταξίδι σε Βερολίνο και Παρίσι. Το εάν «έσπασαν οι πάγοι» είναι κάτι που θα το δούμε στην πορεία. Το βέβαιο είναι ότι με πολιτική επιδεξιότητα και μια δόση αυτοκριτικής («ουδείς αναμάρτητος»), μάλλον αιφνιδίασε ευχάριστα τους συνομιλητές του. Έτσι, γλύτωσε μια μετωπική σύγκρουση με το γερμανικό «παγόβουνο», αποφεύγοντας τη μετάδοση της αίσθησης ενός επικείμενου «Τιτανικού». Αυτό από μόνο του είναι ένα κέρδος. Επιμένει ωστόσο – κι αυτό είναι το καλό – να κρατάει χαμηλά τον πήχη. Ξέρει πως δεν είναι «εποχή συγκομιδής» και για αυτό δεν ακούστηκαν ούτε πανηγυρισμοί, ούτε θριαμβολογίες. Ξέρει αναμφίβολα πως έρχεται ένα «θερμό φθινόπωρο», καθώς η λήψη των μέτρων που απαιτούνται από την τρόικα, θα αποτελέσει μια σκληρή δοκιμασία για την τρικομματική συγκυβέρνηση.
Ο τρόπος διαχείρισης των μεγάλων προκλήσεων του φθινοπώρου έχει καθοριστική σημασία για το μέλλον. Τυχόν οπισθοχωρήσεις στο σημείο 0, θα ξαναβάλουν τον ΣΥΡΙΖΑ στον στίβο διεκδίκησης της εξουσίας ακόμη κι αν δεν το επιθυμεί ο ίδιος με πάθος. Αντίθετα, στο βαθμό που αρχίσουν να καταγράφονται έστω και μικρές νίκες σε κρίσιμα μέτωπα όπως οι αποκρατικοποιήσεις, ο εξορθολογισμός του δημοσίου και η περιστολή της φοροδιαφυγής, θα δώσουν στον Αντώνη Σαμαρά την ευκαιρία να υποστηρίξει πως με ψυχραιμία και νηφαλιότητα κατάφερε να επιλέξει τον σωστό δρόμο.
ΥΓ: Στην περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή πρώτα έτρεχαν οι κάμερες και μετά λαμβάνονταν οι αποφάσεις. Η διαφορά με τη διακυβέρνηση Σαμαρά είναι προφανής και δείχνει πως ακόμα και οι κομματικές νοοτροπίες αλλάζουν. Είναι αυτό που δεν κατάφερε το ΠΑΣΟΚ, με τα γνωστά αποτελέσματα στα εκλογικά ποσοστά του. Το κακό είναι ότι και μετά από αυτά, δείχνει και πάλι να μην καταφέρνει να αλλάξει. Διαφορετικά δεν θα ήταν μέσα στην «ξυνίλα» και θα έβρισκε κάνα δυο καλές κουβέντες να πει για μια κυβέρνηση που στο κάτω – κάτω στηρίζει κοινοβουλευτικά.