Γράφει η Ηρώ Ράντου*
Είναι πλέον γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή έχει παγιωθεί στην πολιτική σκηνή της χώρας. Παρά τις όποιες αποκαλύψεις για την εγκληματική φύση της οργάνωσης, τα ποσοστά της στις τελευταίες διπλές εκλογές και στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις παραμένουν εντυπωσιακά. Πολλές είναι οι αναλύσεις που προσπαθούν να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους οι Έλληνες υποστηρίζουν μια νεοναζιστική οργάνωση. Όλες συμφωνούν στο αυτονόητο συμπέρασμα ότι δεν είναι ναζιστές. Τι φταίει λοιπόν;
Η ψυχολογική προσέγγιση: Οι δεινοί προπαγανδιστές
Η Χρυσή Αυγή κατάφερε να γίνει ο καλύτερος εκφραστής μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης. H κατάρρευση του παλιού πολιτικού συστήματος σε συνδυασμό με τις δραματικές κοινωνικές συνέπειες της κρίσης, αποτέλεσαν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για τη Χρυσή Αυγή να αρθρώσει έναν λόγο που θα έβρισκε ευήκοα ώτα. Μελέτησε λοιπόν βαθιά τα στερεότυπα και την ψυχοσύνθεση της ελληνικής κοινωνίας και τη βομβάρδισε με συναισθηματικά ερεθίσματα προκειμένου να επιδοθεί στη συνέχεια σε μια συστηματική προσπάθεια επηρεασμού της. Επιστράτευσε δηλαδή το πιο παλιό στρατηγικό εργαλείο στην ιστορία και μάλιστα με τον πιο επιτυχημένο τρόπο: Tην προπαγάνδα. Ποιες είναι όμως οι προπαγανδιστικές τακτικές που χρησιμοποίησε και με ποιο τρόπο κατάφερε να αποπλανήσει τον ελληνικό λαό;
1. Λαμπερές Γενικότητες (Glittering generalities)
Αποτελεί μία από τις προπαγανδιστικές τεχνικές που προσδιορίστηκε από το Ινστιτούτο για την Ανάλυση της Προπαγάνδας το 1938 (Institute for Propaganda Analysis-IPA). Αφορούν λέξεις που έχουν θετική έννοια και συνιστούν κατά κάποιο τρόπο λόγια-αρετές για το κοινό στο οποίο απευθύνονται. Αυτές οι λέξεις εκμαιεύουν την έγκριση χωρίς πρότερη σκέψη, απλώς και μόνο επειδή μια σημαντική έννοια εμπεριέχεται σε αυτές.
Για μια ελληνική κοινωνία γαλουχημένη για χρόνια στην μυθοπλασία, την προγονολαγνεία και την μανία καταδίωξης από τους ξένους, λέξεις όπως «έθνος», «πατριώτες», και «τιμή», που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι εκπρόσωποι της χρυσής αυγής, χτυπούν κατευθείαν στην καρδιά της. Ικανοποιούν το ακόρεστο αίσθημα ανωτερότητας που διατρέχει τον μέσο Έλληνα (μόνο και μόνο λόγω καταγωγής) και τον προστατεύουν από το αίσθημα κατωτερότητας που νιώθει έναντι των Ευρωπαίων. Η στάση αυτή μεγάλης μερίδας των Ελλήνων είναι ενδεικτική όταν ακούγεται μια διαφορετική άποψη από την κρατούσα σε ότι αφορά εθνικά θέμα, καθώς επικρατεί η ανθρωποφαγία, και όχι η συζήτηση (βλ. π.χ Μακεδονικό).
2. Στιγματισμός και Αφορισμός
Άλλη μία από τα επτά κύριες τεχνικές που προσδιορίστηκαν από το Ινστιτούτο για την Ανάλυση της Προπαγάνδας. Είναι η χρήση των λέξεων που υποδηλώνουν κάτι αρνητικό όταν περιγράφουν έναν αντίπαλο. Εκπρόσωποι της Χρυσής Αυγής χρησιμοποιούν συνεχώς λέξεις με τέτοιο περιεχόμενο προκειμένου να διαχωρίσουν τη θέση τους από το παλιό και χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα: Το σκάνδαλα κατάχρησης δημόσιου χρήματος, η αποσύνθεση της δημόσιας διοίκησης, η πελατειοκρατία, ο καπιταλισμός «της παρέας» και κυρίως η περιθωριοποίηση μέρους της κοινωνίας ως αποτέλεσμα της κρίσης έδωσε στην Χρυσή Αυγή το καλύτερο όπλο: τη δυνατότητα να καταδικάσει με τρόπο πειστικό το παλιό και να επικοινωνήσει τη πλήρη διαφοροποίησή της σε σχέση με αυτό: Aποκαλώντας συνεχώς «προδότες» αυτούς που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή, ή «κλέφτες» όσους καταχράστηκαν δημόσιο χρήμα. Ανοίγοντας λοιπόν πόλεμο με ότι εκπροσωπεί το «παλιό και σαθρό», οι εκπρόσωποι της Χρυσής Αυγής παίρνουν αυτόματα πόντους χωρίς να χρειαστεί να αποδείξουν τίποτα απολύτως για το δικό τους πολιτικό ήθος και προθέσεις.
3. Εξισωτισμός
Με τον εξισωτισμό, ο προπαγανδιστής προσπαθεί να συσχετίσει παρόμοιες ή ακόμη και εντελώς ασύνδετες μεταξύ τους καταστάσεις προκειμένου να μειώσει την σημασία της δικής του αδυναμίας. Η Χρυσή Αυγή έχει κάθε λόγο να δίνει έμφαση σε αυτήν την τεχνική καθώς πρέπει να υποβαθμίσει την αρνητική σημασία της λέξης «ναζιστής». Η προσπάθεια αυτή συνοψίζεται στην περίφημη φράση Μιχαλολιάκου: «Αυτά τα χέρια μπορεί καμιά φορά να χαιρετάνε έτσι, αλλά αυτά τα χέρια είναι καθαρά (…) δεν έχουν κλέψει».
Μάλιστα οι Χρυσαυγίτες πηγαίνουν και ένα βήμα παραπέρα: Προσπαθούν να αποκηρύξουν τον ολοκληρωτισμό που ασπάζονται οι ίδιοι αποδίδοντας στον αντίπαλό τους παρόμοια χαρακτηριστικά: Αποκαλούν τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ως χούντα Σαμαρά-Βενιζέλου, κατηγορούν τα ΜΜΕ για λογοκρισία, ενώ καταγγέλλουν ως «αντιδημοκράτες» και «πολιτικούς τρομοκράτες» τους αντιπάλους τους κατηγορώντας τους ότι ενορχήστρωσαν την «πολιτική» δίωξη ενός κόμματος με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
4. Ταύτιση (Identification)
Τέλος, με την ταύτιση ο προπαγανδιστής επιδιώκει να μοιάσει στο ακροατήριό του προκειμένου να γίνει πιο προσιτός και ως εκ τούτου, αρεστός σε αυτό. Οι Χρυσαυγίτες λοιπόν μιλούν απλοϊκά, έχουν φτωχό λεξιλόγιο ενώ εξαντλούνται σε παιδαριώδη συλλογιστική και επιχειρήματα προκειμένου να ταυτιστούν με τον μέσο Έλληνα. Ταυτόχρονα όμως, εκφράζουν και την οργή του απενοχοποιώντας τις ύβρεις: Θυμώνουν και βρίζουν μέσα στο κοινοβούλιο, με τον ίδιο τρόπο που θα το έκανε ο Έλληνας στο καφενείο της γειτονιάς του. Με αυτόν τον τρόπο δείχνουν ότι καταδικάζουν τον καθωσπρεπισμό ενώ φαίνονται στα μάτια των ψηφοφόρων τους «αληθινοί», «αυθεντικοί» και «άνθρωποι της διπλανής πόρτας». Μάλιστα, η όποια νύξη από την άλλη πλευρά περί τραμπουκισμού φαντάζει όχι μόνο ως επιτήδευση και υποκρισία αλλά ταυτόχρονα προσβολή στο πρόσωπο του ίδιου του ψηφοφόρου της Χρυσής Αυγής, τον οποίο και φανατίζει ακόμη περισσότερο.
Όλα τα παραπάνω είναι αρκετά για να επισκιαστεί η να παραμεριστεί η λέξη ναζιστής στο μυαλό μιας οργισμένης, εν πολλοίς, μάζας στην παρούσα ιστορική συγκυρία. Η εμμονή άλλωστε του πολιτικού, πνευματικού και δημοσιογραφικού κόσμου να τη καταδικάσει εξαρχής ως μια νεοναζιστική οργάνωση χωρίς να προσπαθήσει πρώτα να την εκθέσει ή να την απομυθοποιήσει με συγκεκριμένα πολιτικά επιχειρήματα οδήγησε στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα: Η λέξη «ναζιστής» δεν φαντάζει πια στη συνείδηση του κόσμου ως κάτι τρομακτικό, ακριβώς λόγω την συχνότητας χρήσης της. Έχει μπει στο υποσυνείδητο του σαν κάτι σύνηθες, γεγονός που δεν του δίνει την ευκαιρία να τη σκεφτεί και να την φιλτράρει. Σε αυτό ακριβώς συνίσταται η προπαγάνδα. Υπνωτίζει αντί να αφυπνίζει. Να δούμε πότε οι Έλληνες θα ξυπνήσουν από τον επικίνδυνο αυτό λήθαργο.
* Πολιτική Επιστήμων, MΑ στις Διεθνείς Σχέσεις (Security and Development) στο King‘ s College Λονδίνου