Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Έβλεπα το συλλαλητήριο από μακριά το μεσημέρι της Κυριακής. Από ένα ταξί στο Λονδίνο και στη συνέχεια από ένα εστιατόριο. Δεν ήμουν, ομολογουμένως, πολύ καλή παρέα για τη συντροφιά μου. Δεν παρακολουθούσα τη συζήτηση και με το ένα μου ακουστικό άκουγα την ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ μας σέρβιραν.
Αυτή η μουσική ιδιοφυΐα, αυτός ο τεράστιος καλλιτέχνης, αυτός ο παγκόσμιος Έλληνας να δίνει το στίγμα το μεσημέρι της Κυριακής. Να δυσκολεύεται να προφέρει τις λέξεις, έστω και αν το μυαλό του κόβει σαν ακονισμένο μαχαίρι ακόμα. Να δυσκολεύεται το 2018 να ξεφύγει από τη ρητορική του 1980. Ο κόσμος προχώρησε, άλλαξε, κι εμείς προσπαθούμε ακόμα να συγκεράσουμε την αναγκαιότητα ύπαρξης εθνικής συνείδησης και πατριωτικού ενστίκτου με την πρόοδο. Και, επειδή εν πολλοίς δεν το καταφέρνουμε, επιστρέφουμε σε μια εσωστρεφή προσέγγιση, σε ένα γάντζωμα στην εθνική μας ταυτότητα και κληρονομία που κάποιοι απροσδιόριστα παγίως επιβουλεύονται.
Ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω τον Μίκη Θεοδωράκη, θα μου πει κανείς και μπορεί να έχει και κάποιο δίκιο. Αλλά, άπαξ και τοποθετείσαι δημόσια, όπως ο Θεοδωράκης είχε την παρρησία να κάνει πάντα, θα υφίσταται και την βάσανο της κριτικής. Πολλώ δε μάλλον όταν είναι ο Μίκης όλων των Ελλήνων. Αυτός ο άνθρωπος που μέσα από αυτή τη μακρόχρονη μουσική του πορεία επανακαθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη μουσική μας ταυτότητα, εξιστόρησε τα βάσανα, την ταλαιπωρία, αλλά και την ελπίδα αυτών που ήταν στο περιθώριο και πάλευαν, με τις μικρές τους δυνάμεις, για κάτι καλύτερο. Για μια καλύτερη ζωή, ενάντια στον φασισμό, ενάντια στον απολυταρχισμό. Ο Μίκης είναι με κάποιον τρόπο ο Μίκης όλων μας. Και γι’ αυτό, τώρα που τα χρόνια πέρασαν, που αυτός κατέβηκε από το πόντιουμ του μαέστρου, έκατσε εκών άκων στην καρέκλα και σαν κάπως να μπορούμε να τον πιάσουμε, να τον αγγίξουμε, τώρα μπορούμε και να πούμε ορισμένα πράγματα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε διαχρονικά δύο πράγματα που φαινομενικά φαίνονται ασύμβατα, δεν είναι όμως υποχρεωτικά: υπήρξε πατριώτης, αλλά και σταθερός υποστηρικτής της προσέγγισης και της αδελφοσύνης των λαών. Υπήρξε, δε, πάντα εξόχως πολιτικός. Με όλες τις κυβιστήσεις τους και τις εναλλαγές στο πολιτικό προσωπικό που υποστήριζε, ο Μίκης Θεοδωράκης εξέφραζε πάντα μια Αριστερά ουμανιστική αφενός, αλλά πάντα με ένα εθνοκεντρικό στίγμα.
Στο συλλαλητήριο ο Θεοδωράκης επέλεξε να προτάξει το τελευταίο. Το όρισε, δε, καλύτερα από εμένα ο καθηγητής Νικόλας Σεβαστάκης (Lifo, 4/2/2018), ο οποίος πάντα καταφέρνει να βρει τις λέξεις, για να εκφράσει εύγλωττα αυτό που συμβαίνει. «Ο Μίκης Θεοδωράκης στάθηκε ως γνωστό και επικός και λυρικός και δραματικός στην τέχνη του. Στα λόγια του όμως στο συλλαλητήριο αναγνωρίζει κανείς το συναξάρι του ελληνικού εθνορομαντισμού. Σε όσα είπε δονούνταν η άρνηση κάθε διαπραγμάτευσης ως επονείδιστης παράδοσης και η μεγάλη αδιαφορία για το τι καταλαβαίνουν οι άλλοι, οι «ξένοι»- λες και ζούμε μόνο με όσα θέλουμε να ακούμε και να πιστεύουμε απέναντι στον καθρέφτη», έγραψε ο κ. Σεβαστάκης.
Αυτό ήταν η ομιλία του Μίκη. Συγκινητική στιγμή μεν, γιατί δεν είναι και λίγο ένας άνθρωπος που έδωσε τόσα πολλά, που διαμόρφωσε ένα σημαντικό κομμάτι της νεότερης ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας, να βγαίνει μπροστά, ακόμα και αν δεν μπορεί να το κάνει με τον ίδιο τρόπο που θα το έκανε πριν 20 χρόνια. Είναι αξιοθαύμαστο το ότι ακόμα και σε αυτή την ηλικία του αισθάνεται το βάρος της ευθύνης να βάλει τις πλάτες του ως όχημα, για να εκφραστεί η αγωνία του λαού. Αλλά, την ίδια ώρα, ήταν μια τοποθέτηση εσωστρεφής, ενδεικτική της συλλογικής μας πλάνης ότι όλα στο παρελθόν ήταν καλύτερα και πως κάποιος, κάπου, με κάποιον τρόπο μας επιβουλεύεται.
Δεν ξέρω πώς ακριβώς να το πω, αλλά θέλω να έχω αλλιώς τον Μίκη στο μυαλό μου.