Γράφει ο Σπύρος Μπόικος
Κάθε αφήγηση, στο βαθμό που είναι τέτοια, ενσωματώνει υποχρεωτικά και στοιχεία μύθου, στοιχεία δηλαδή που βρίσκονται σε αντίστιξη προς την πραγματικότητα, αφού η αφήγηση αυτή την πραγματικότητα ακριβώς σκοπεύει να αλλάξει, και μάλιστα με σκοπό και σε συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Ο μύθος της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς – ηγεμονία στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, δηλαδη στα χρόνια της λεγόμενης Μεταπολίτευσης – είναι κοινό θέμα στις αφηγήσεις πολιτικών χώρων δεξιότερα του κέντρου, συχνά τόσο ανόμοιων μεταξύ τους, όσο οι διάφορες νεοφιλελεύθερες ομάδες με τις αντίστοιχες ακροδεξιές, παλιές και νέες.
Το περιεχόμενο του μύθου είναι πάνω κάτω τα εξής: στο χρονικό διάστημα που κουβεντιάζουμε ένα μεγάλο κομμάτι της διανόησης, από τους καθηγητές πανεπιστημίου μέχρι τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες εν γένει, ασπάστηκε τις ιδέες της αριστεράς, με αποτέλεσμα οι ιδέες αυτές να ηγεμονεύουν στο δημόσιο λόγο, αναγκάζοντας και την πολιτική ατζέντα των χρόνων αυτών να τις υιοθετεί, αφού το πολιτικό προσωπικό δεν ήθελε να αποξενωθεί από τον παλμό της κοινωνίας και να αναλάβει το αντίστοιχο εκλογικό κόστος.
Σύμφωνα λοιπόν με τους θιασώτες αυτής της άποψης (ή με τους δημιουργούς αυτής της αφήγησης, αφού οι δυο ομάδες εν πολλοίς ταυτίζονται) η λεγόμενη ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς κόστισε αρκετά στη χώρα, τόσο σε ζητήματα που άπτονται της φιλοσοφίας με την οποία διοικείται ένα κράτος και οργανώνεται ο κρατικός του μηχανισμός, όσο και σε ζητήματα διεθνών σχέσεων, με έμφαση στα ζητήματα των διαφόρων πολέμων που έχουν ξεσπάσει σε αυτό το διάστημα και στα ζητήματα αυτοδιάθεσης διαφόρων λαών του κόσμου που τα κύματα της ιστορίας τους στέρησαν τη δυνατότητα δημιουργίας κρατικής οντότητας, όπως οι Παλαιστίνιοι και οι Κούρδοι.
Πόσο όμως έχουν έτσι τα πράγματα; Αν δοκιμάσουμε να παραμερίσουμε λίγο τα μυθικά στοιχεία της αφήγησης αυτής και να τα αντικαταστήσουμε με ιστορικά γεγονότα θα πρέπει να εξετάσουμε κατ’ αρχήν την θέση της αριστεράς στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο στο διάστημα που εξετάζουμε (τη μεταπολιτευτική Ελλάδα δηλαδή) όσο και πριν από αυτό, προκειμένου να δούμε αν συνέτρεχαν οι όροι και οι προϋποθέσεις εμφάνισης κάποιας ηγεμονίας από πλευράς της Αριστεράς.
Το μέγιστο ιστορικό γεγονός που καθόρισε τους πολιτικούς συσχετισμούς στην Ελλάδα -τουλάχιστον- για το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα ήταν ο εμφύλιος πόλεμος του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1940. Ακόμη κι αν δεχτεί κανείς ότι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πότε έληξε ο πόλεμος αυτός, δηλαδή αν αυτό έγινε το ’49 με την ήττα του στρατιωτικού σκέλους των δυνάμεων της Αριστεράς, ή το ’74 με τη Μεταπολίτευση και το τέλος των πέτρινων χρόνων της ελληνικής δημοκρατίας ή τέλος το 1989 με την λεγόμενη εθνική συμφιλίωση, και παρ’ ό,τι στελέχη της τωρινής κυβέρνησης φαντασιώνονται ότι ακόμη υπερασπίζονται τον “ελεύθερο κόσμο” εναντίων των “κομμουνιστών”, όπως ο (εντελώς βιντάζ κομμουνιστοφάγος ) Μάκης Βορίδης, το σίγουρο είναι ότι μετά το ’49 η ελληνική Αριστερά βρέθηκε σε πολύ δυσχερή θέση.
Ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο ιστορικός φορέας της Αριστεράς στην Ελλάδα, το ΚΚΕ, και το βασικό του όργανο, ο Ριζοσπάστης, νομιμοποιήθηκαν μόνο το 1974, χρονιά που έπαψαν εν τέλει και οι διώξεις φρονήματος. Έκτοτε η Αριστερά στην Ελλάδα δεν σημείωσε κανένα εντυπωσιακό εκλογικό ποσοστό και συνέχισαν όπως πριν να κυβερνούν η Δεξιά και το (σοσιαλιστικό) Κέντρο, σε διάφορες μεταμορφώσεις του περίφημου δικομματισμού. Με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα λοιπόν, η Αριστερά απείχε μακράν από το ηγεμονεύει στην ελληνική κοινωνία: γι΄ αυτό και ο (δεξιός) μύθος περί της ηγεμονίας της αναγκάστηκε να περιορίσει την αφήγηση του σε μια ηγεμονία ιδεολογική: δηλαδή, ενώ η Αριστερά δεν κυριαρχούσε πολιτικά, εν τούτοις, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, ηγεμόνευσε στην κοινωνία σε επίπεδο ιδεών, χωρίς όμως οι ιδέες αυτές να μετατραπούν σε πολιτική δύναμη και εκλογικό αποτέλεσμα. Με λίγα λόγια, οι Έλληνες, άλλα πίστευαν και άλλα ψήφιζαν.
Θα συνεχίσουμε αύριο.