Tην Κυριακή 29 Αυγούστου, η Τουρκία ενέταξε στο οπλοστάσιο της το νέο drone το οποίο ονομάζεται Akinci (Επιδρομέας).
Πρόκειται για την τελευταία έκδοση του πιο εξελιγμένου τουρκικού drone Bayraktar TB2, μπορεί να πετάξει ψηλότερα από τα προηγούμενα μοντέλα, να μείνει περισσότερο εν πτήση και να μεταφέρει περισσότερους πυραύλους, οι οποίοι επίσης κατασκευάζονται στην Τουρκία από την Roketsan.
Από τη σελίδα του Βαγγέλη Χωραφά στο Facebook
Κατά την τελετή παραλαβής, ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε: “Το Akıncı μαχητικό drone, τοποθετεί την Τουρκία ανάμεσα στις 3 πιο τεχνολογικά εξελιγμένες χώρες σε αυτόν τον τομέα. Αυτοί που πριν από 10 χρόνια αρνήθηκαν να μας πουλήσουν αυτά τα αεροσκάφη, τώρα μιλάνε για τα τούρκικα drones που έχουν αποδείξει την αξία τους στα πεδία των μαχών”.
Να υπενθυμίσουμε ότι τα drones ΤΒ2 που αποτελούν τους πρόδρομους του Akıncı, συνέβαλαν αποφασιστικά σε επιτυχίες της Τουρκία στο Ιράκ (εναντίον των Κούρδων), στη Συρία (κατά των συριακών δυνάμεων στο Ιντλίμπ) και στην Λιβύη (εναντίων των στρατευμάτων του στρατάρχη Χαφτάρ). Τα συγκεκριμένα drones επίσης επιχείρησαν για λογαριασμό των ενόπλων δυνάμεων του Αζερμπαϊτζάν κατά των Αρμενίων στην περυσινή σύγκρουση του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Το Akinci θα παραχθεί κυρίως για τις τουρκικές και ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά μπορεί επίσης να εξαχθεί.
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ
Αν και οι Τούρκοι έχουν έναν πραγματικά τεράστιο στόλο από UAV/UCAV, εντούτοις το Akinci αντιπροσωπεύει κάτι το τελείως διαφορετικό. Μπορεί να μεταφέρει ένα μεγάλο φορτίο, άνω των 900 κιλών, ενώ το ίδιο ζυγίζει 4,5 τόνους.
Μέχρι τώρα ο κίνδυνος που παρουσιάζουν τα τουρκικά drones είναι διαχειρίσιμος, καθώς υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης στο ελληνικό οπλοστάσιο.
Η κατάσταση όμως αλλάζει με το Akinci. Το τελευταίο μπορεί να φέρει τον πύραυλο cruise SOM J, βεληνεκούς 250χλμ, που αρχικά προβλεπόταν να εξοπλίσει τα τουρκικά F-35A. Η τουρκική αεροπορία μπορεί να αποκτήσει όποιον αριθμό από τα εγχώριας κατασκευής UCAV επιθυμεί. Συνεπώς, έχει τον κατάλληλο φορέα για την ταυτόχρονη εκτόξευση όσων πυραύλων cruise επιθυμεί, ενώ μπορεί να επαναλαμβάνει τη διαδικασία επίσης όσες φορές θέλει.
Να σημειωθεί ότι η Τουρκία μαζί με την Ουκρανία συνεργάζονται στην κατασκευή του νέου πυραύλου Gezgin που προσομοιάζει με τους πυραύλους τύπου Tomahawk και θα έχει εμβέλεια 800-1200 χιλιόμετρα.
Επόμενος στόχος της Τουρκίας είναι η κατασκευή ενός ακόμη μεγαλύτερου UAV (μάχης) που θα διαθέτει τεχνική νοημοσύνη και μεγάλο βαθμό αυτονομίας. Το πρόγραμμα αυτό είναι γνωστό ως MIUS και έχει προδιαγραφές: κινητήρα turbofan, ύψος πτήσης τα 40.000 πόδια, παραμονή στον αέρα 5 ώρες, ταχύτητα 0,8 mach και δορυφορικό έλεγχο.
Στόχος είναι το πρωτότυπο να είναι έτοιμο το 2023.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι ο νέος κίνδυνος που αντιπροσωπεύει το Akinci δεν είναι διαχειρίσιμος. Απλά, χρειάζεται σοβαρός αντιαεροπορικός σχεδιασμός και επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα.
ΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Η Ελλάδα αναζητά μια συνολική λύση απέναντι στην τουρκική μη επανδρωμένη απειλή, με τους στρατιωτικούς να εξετάζουν μια σειρά από προτάσεις και οπλικά συστήματα.
Μεταξύ αυτών, το πυραυλικό αντί-drone σύστημα “SkyKnight”, το οποίο κατασκευάζεται στα ΗΑΕ και βρίσκεται σε στάδιο δοκιμών. Το σύστημα αφορά την αεράμυνα απέναντι όχι μόνο σε drones, UAV και ελικοφόρα αεροσκάφη αλλά και σε πυραύλους όπως και σε βλήματα πυροβολικού. Εξετάζεται επίσης, μεταξύ άλλων και το Ισραηλινής κατασκευής αντιαεροπορικό σύστημα “Iron Dome” όπως και συστήματα αντιμέτρων με ηλεκτρονικές παρεμβολές αλλά και laser.
Η Τουρκία επενδύει σε όλο μεγαλύτερα και πιο προηγμένα drones, όπως το Akinci, καθώς ταιριάζει καλά με το είδος των συγκρούσεων που αντιμετωπίζει η Τουρκία στην περιοχή. Αν και σίγουρα αυτό το drone είναι χρήσιμο σε περιβάλλοντα συγκρούσεων χαμηλής έντασης, χωρίς απαιτητική αεράμυνα, το Akinci δεν μπορεί να υποκαταστήσει τα υπερσύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη.
Είναι προφανές ότι με τους πολιτικούς χειρισμούς που έχει κάνει ο Ταγίπ Ερντογάν τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία βρίσκεται σε αδιέξοδο σχετικά με τον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση της πολεμικής της αεροπορίας. Το πρόγραμμα ανάπτυξης τουρκικού μαχητικού αεροσκάφους πέμπτης γενιάς, του TAI TF-X, είναι απίθανο να τεθεί σε λειτουργία μέχρι το 2030. Πέρα από αυτό το πρόβλημα, η Τουρκία θα δυσκολευτεί να αγοράσει αεροσκάφη 4,5 γενιάς για να αντικαταστήσουν σταδιακά τον γερασμένο στόλο των F-16 τέταρτης γενιάς και των ακόμη παλαιότερων F-4.
Στον τομέα αυτόν, η Ελλάδα έχει αποκτήσει υπεροχή για τα επόμενα χρόνια. Η αγορά των Rafale σε συνδυασμό με τον εκσυγχρονισμό των F-16, δίνουν πλεονεκτήματα στην Ελλάδα. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και το πρόβλημα που έχει η τουρκική αεροπορία σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού, αφού η καχυποψία με την οποία την αντιμετωπίζει ο Ερντογάν την έχει αποδυναμώσει σημαντικά.
Σε ότι αφορά την κατασκευή ελληνικών drones, τα πράγματα βρίσκονται πολύ πίσω.
Πριν από λίγες ημέρες υπήρξε υπογραφή, σε εκδήλωση στο Υπουργείο Οικονομικών, παρουσία του Υπουργού Χρήστου Σταϊκούρα, μνημονίου συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ), του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για την έρευνα και ανάπτυξη και, εν συνεχεία, τη βιομηχανική παραγωγή του πρώτου Αυτόνομου Εναέριου Οχήματος Πολλαπλών Χρήσεων από φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Το μνημόνιο συνεργασίας υπέγραψαν η διοίκηση της ΕΑΒ και οι πρυτανικές αρχές των τριών Πανεπιστημίων.
Η υλοποίηση του προγράμματος, το οποίο φέρει την ονομασία “Αρχύτας”, ξεκινά την 1η Σεπτεμβρίου.
Υπάρχουν έτοιμες τέσσερις προτάσεις του ιδιωτικού τομέα, για ελληνικά επιθετικά drones, τα οποία όμως θα πρέπει να περάσουν από δύσκολες διαδικασίες αξιολόγησης, ενώ δεν είναι σαφές το αν η βιομηχανική τους παραγωγή μπορεί να είναι βιώσιμη.
Σε γενικές γραμμές, η Ελλάδα βρίσκεται πολλά χρόνια πίσω από την Τουρκία στον τομέα αυτόν.
Συμπερασματικά, το drone Akinci μπορεί να αποτελεί ένα εντυπωσιακό επίτευγμα, αλλά δεν είναι το αεροσκάφος που η Τουρκία χρειάζεται για να εκσυγχρονίσει την αεροπορική της δύναμη, ώστε να είναι αξιόμαχη τις επόμενες δεκαετίες. Η Ελλάδα μπορεί να διατηρήσει τα πλεονεκτήματα της.