Γράφει ο Γιάννης Νικήτας
Oι σχέσεις Ελλάδας Αλβανίας είναι ιδιαίτερα τεταμένες ειδικά μετά τα τελευταία γεγονότα όπου η Αλβανία αρνείται να αναγνωρίσει την ελληνική υφαλοκρηπίδα στο Ιόνιο πέλαγος.
Στη κοινή συνέντευξη Τύπου παρευρισκόμενος δημοσιογράφος ρώτησε αναφορικά με το παραπάνω γεγονός:
Θα ήθελα να σας ρωτήσω για την συμφωνία του 2009 για τα θαλάσσια σύνορα, η οποία αναιρέθηκε από το Αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Υπήρξε, θα λέγαμε, μια παγκόσμια πρωτοτυπία, διότι η ίδια μέθοδος που είχε χρησιμοποιηθεί για αυτή την συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, είχε χρησιμοποιηθεί και το 1992 για μια αντίστοιχη συμφωνία της Αλβανίας με την Ιταλία. Βεβαίως εκείνη δεν αμφισβητήθηκε. Επίσης σε αυτή την συμφωνία με την Ιταλία εσείς κερδίζετε 70 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Υπάρχει μεγάλη διαφορά όσο αφορά τις θέσεις σας για την μία και την άλλη περίπτωση, στην ίδια ουσιαστικά συμφωνία, τι θα μπορούσατε να μας πείτε για αυτό; Ευχαριστώ πολύ.
Η απάντηση η οποία έλαβε είναι η ακόλουθη:
Σας ευχαριστώ για το σχόλιο, αλλά και για την ερώτηση που κάνατε σχετικά με αυτή την υπόθεση. Μπορώ να σας πω ότι και από την γεωγραφική άποψη, η υπόθεση καθορισμού και οριοθέτησης της οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας ανάμεσα στην Αλβανία και την Ιταλία, δεν είναι ίδια υπόθεση και το ίδιο πράγμα με αυτό που θα πρέπει να καθοριστεί ανάμεσα στην Αλβανία και την Ελλάδα. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα με την Ιταλία. Αυτό επιβάλλεται από την γεωγραφική θέση.
Αλλά, είναι σημαντικό να τονίσουμε σήμερα μερικά στοιχεία. Η υπόθεση, η οποία αλλιώς είναι γνωστή στην καθομιλουμένη ως «Συμφωνία για την Θάλασσα» και που, με μια θεώρηση περισσότερο επαγγελματική, αναφέρεται ως ανάγκη καθορισμού της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, αποτελεί ένα από τα θέματα που συζητήσαμε με τον Υπουργό κ. Κοτζιά.
Πρόκειται για ένα από τα θέματα όπου τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν διαφορετικές οπτικές γωνίες. Επίσης, είναι γνωστές και οι θέσεις και οι εξελίξεις στην Αλβανία και την Ελλάδα για την συγκεκριμένη υπόθεση και, δικαίως, αυτό που προσμένει τόσο η αλβανική, όσο και η ελληνική κοινή γνώμη είναι πώς θα ξεπεράσουμε αυτή την κατάσταση και πώς θα οδηγηθούμε σε μια λύση αποδεκτή και από τις δύο πλευρές.
Μια λύση, η οποία για εμάς – θα αναφέρω εδώ αυτό που είπα και κατά την διάρκεια της διμερούς συνάντησης – θα πρέπει να είναι μια λύση, η οποία θα βασίζεται πλήρως στο διεθνές δίκαιο, μια λύση που θα πραγματοποιηθεί με βάση το ευρωπαϊκό πλαίσιο και όχι ως κάτι που λειτουργεί ως δεδικασμένο έναντι περιπτώσεων που μπορεί να θεωρηθούν όμοιες ή όχι. Δηλαδή, δεν θα προτιμούσα και δεν νομίζω πως θα ήταν σκόπιμο να προσανατολίσουμε την κοινή γνώμη σε άλλες περιπτώσεις, που πιθανόν να μην σχετίζονται με τη δική μας υπόθεση.
Είναι μια λύση, την οποία εμείς οι δυο Υπουργοί επιθυμούμε να τεθεί πρωτίστως από τους εμπειρογνώμονες και από τις ομάδες των ειδικών, ώστε να αποκτήσουμε μια βαθύτερη αντίληψη ως προς την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό αυτής της υπόθεσης. Όπως ανέφερα ξεκάθαρα και στην ομιλία μου εδώ νωρίτερα, αν έπειτα από μια μεγάλη και μακρόχρονη επεξεργασία, την οποία μπορούν να κάνουν οι ομάδες των εμπειρογνωμόνων, δεν επιτύχουμε ένα ορθό και αμοιβαία αποδεκτό πόρισμα, τότε το Διεθνές Δίκαιο και το ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι αυτό που θα μας κατευθύνει προς τους μηχανισμούς ή τα όργανα, στα οποία μπορούμε να απευθυνθούμε με εμπιστοσύνη ώστε να μας δώσουν μια οριστική λύση.
Για να αναφερθούμε στη σχέση μεταξύ Αλβανίας και Ιταλίας, μπορώ να σας πω ότι η διαδικασία των διαπραγματεύσεων είχε διαρκέσει περίπου επτά χρόνια και υπάρχει ένας ογκώδης φάκελος τόσο στο Υπουργείο μας, όσο και στην άλλη πλευρά. Έτσι, ανεξαρτήτως του τι προσμένουμε εμείς και των ερωτημάτων που τίθενται – τόσο από την αλβανική κοινή γνώμη, όσο και από την ελληνική – αυτά είναι θέματα που απαιτούν τον χρόνο τους και την κατάλληλη στιγμή ώστε να επιλυθούν. Και κάτι τελευταίο, όχι όμως λιγότερο σημαντικό: υπάρχει στρατηγικό ενδιαφέρον για να λύσουμε αυτή την υπόθεση, τόσο εμείς, όσο και η Ελλάδα, καθώς έχουμε τη θαλάσσια οικονομία, την οποία θα πρέπει να εξερευνήσουμε και να αναπτύξουμε.
Έχουμε τις κατευθύνσεις και τις στρατηγικές της ΕΕ για τις μακρο-περιοχές και δεν έχουμε πιστέψει ποτέ ότι μπορεί να υπάρξει μια μονόπλευρη λύση για την συγκεκριμένη υπόθεση. Επίσης γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα, η οποία, όπως και εμείς, σέβεται τις αρχές του διεθνούς δικαίου και επιθυμεί την επίτευξη μιας συμφωνίας αποδεκτής από τις δύο πλευρές. Έτσι, λοιπόν, σας λέω ότι ανεξαρτήτως από οτιδήποτε διαβάζετε για την προσέγγιση που έχουμε για αυτή την υπόθεση – η οποία δεν αποτελεί το μοναδικό διμερές θέμα, αν και έχει μεγάλη ευαισθησία στην κοινή γνώμη – μπορώ να σας πω ότι αυτή τη στιγμή τα σημεία που μας ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Διότι η κοινή πορεία μας είναι προς το Διεθνές Δίκαιο και το ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Οφείλουμε να μελετήσουμε με ακρίβεια τις κατευθύνσεις που μας δίνει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και το τι θα πρέπει να κρατήσουμε στη βάση της φιλίας μας, ώστε να έχουμε ένα θετικό κλίμα στην κοινή γνώμη, που θα υποστηρίζει τόσο τους πολιτικούς παράγοντες, όσο και τις ομάδες των εμπειρογνωμόνων, ώστε να οδηγηθούμε σε μια κοινώς αποδεκτή λύση.
Όσον αφορά το ποια θα ήταν αυτή η λύση, μπορώ να σας πω ότι και λόγω των αντιστοίχων επαγγελματιών, αλλά και των καλών ομάδων εργασίας, τόσο στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος, όσο και στο Υπουργείο Εξωτερικών της Αλβανίας, μπορώ να πω ότι όλη αυτή η περίοδος δεν είναι κενή, καθώς εμείς μελετάμε λεπτομερώς όλες τις εκδοχές για το πώς μπορούμε να οδηγηθούμε σε μια κοινή γλώσσα όσον αφορά τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας, την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και να δούμε πώς θα γίνει η οικονομική εκμετάλλευση της θάλασσας, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις και των δύο χωρών μας.
Εκ των ανωτέρω προκύπτει το συμπέρασμα πως η Αλβανία αρνείται να αναγνωρίσει την νομικά τεκμηριωμένη Ελληνική υφαλοκρηπίδα και δημιουργεί έντονα προβλήματα στον επικείμενο διαγωνισμό για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στη περιοχή του Ιουνίου. Η κίνηση της Αλβανίας δεν πρέπει να θεωρείται τυχαία καθώς οι διπλωματικές και στρατιωτικές σχέσεις με τη Τουρκία βρίσκονται σε εξαιρετικά καλό επίπεδο. Απαιτείται επαγρύπνηση.