Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Η αλήθεια είναι ότι σε πολλούς δεν άρεσε η τοποθέτηση από τον ειδικό διαπραγματευτή του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς ότι είναι μη ρεαλιστικό να προσδοκούμε σε μια λύση στο Σκοπιανό χωρίς τον όρο «Μακεδονία». Αναμενόμενο είναι αυτό και κατανοητό σε έναν βαθμό, αλλά πρέπει να είμαστε ρεαλιστές, πέρα από το να είμαστε συναισθηματικοί.
Στην πράξη, είμαστε αντιμέτωποι με μια παγιωμένη κατάσταση. Από το 1995, με την Ενδιάμεση Συμφωνία, η γειτονική χώρα έχει αναγνωριστεί ως πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Έκτοτε την έχουν αναγνωρίσει περισσότερες από 100 χώρες, περισσότερα από 100 μέλη του ΟΗΕ, όχι με την προσωρινή ονομασία, αλλά με το συνταγματικό της όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Συνεπώς, σε μια διαπραγμάτευση, κανείς ξεκινά από μια θέση μεν, αλλά προκειμένου να υπάρξει ένας συμβιβασμός πρέπει να υπάρξουν και ορισμένες παραχωρήσεις εκατέρωθεν. Κανείς ποτέ δεν συμβιβάστηκε κρατώντας τις αρχικές του θέσεις.
Περίπου αυτό μας λέει ο Μάθιου Νίμιτς βάζοντας το πλαίσιο της συζήτησης. Το είχε πει, άλλωστε, προ ημερών και ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της γείτονος Μπουγιάρ Οσμάνι ότι πΓΔΜ και Ελλάδα συμφωνούν σε κάθε περίπτωση στη χρήση του όρου «Μακεδονία» ή παραγώγου του στην ονομασία του κράτους των Σκοπίων. Με άλλα λόγια, με δεδομένη την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, με δεδομένο το εύρος παραχωρήσεων που μπορεί να κάνει η πΓΔΜ, όπου υπάρχει και εκεί μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά και με βάση τις πιέσεις για ένταξη της γείτονος του ΝΑΤΟ, που το επόμενο διάστημα θα ενταθούν, είναι σαφές πως δεν μπορεί να βρεθεί λύση στο πλαίσιο της εξεύρεσης κοινού παρονομαστή χωρίς τη χρήση του όρου «Μακεδονία».
Πολλοί ισχυρίζονται πως η Ελλάδα δεν χρειάζεται να μπει καν σε αυτή τη συζήτηση, διότι δεν είναι αυτή επισπεύδουσα. Πράγματι, στην πράξη η πΓΔΜ βιάζεται περισσότερο από εμάς για να μπει στο ΝΑΤΟ και στη συνέχεια να κάνει και βήματα ένταξης στην Ε.Ε. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς θα μείνουμε αλώβητοι από τις πιέσεις που θα υπάρξουν. Γι’ αυτό και, όπως έχω ξαναγράψει, αν δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε τη χρήση του όρου «Μακεδονία», τότε θα πρέπει να έχουμε μια πολύ καλή διπλωματική απάντηση για όσα μπορεί να ακολουθήσουν. Διότι, δεύτερο Βουκουρέστι είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει για μια σειρά από λόγους, από τις διεθνείς συμμαχίες της χώρας έως και την ουσία του ζητήματος.
Είναι σαφές και απολύτως χρήσιμο ότι κανείς δεν μπορεί να προκαταλαμβάνει την έκβαση της διαπραγμάτευσης. Αυτό είναι και το ορθό να γίνεται. Από εκεί και πέρα, όμως, δεν μπορούμε να διαπραγματευόμαστε με το κεφάλι μας χωμένο στην άμμο. Εδώ και 25 χρόνια έχει παγιωθεί ένα προηγούμενο, το οποίο έχει αναγνωρίσει ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας. Πρόκειται μεν για ένα διμερές ζήτημα, με διαστάσεις, όμως. Συνεπώς, ευκταίο θα ήταν να μην πρέπει να χρησιμοποιηθεί ο όρος «Μακεδονία». Αν, όμως, είναι να προκύψει λύση με ευρύτερες σύνθετη ονομασία, αυτή θα είναι με τη χρήση του όρου.
Όσο για το σενάριο της μη λύσης: είναι εντελώς διαφορετική συζήτηση και για διαφορετική χρονική συγκυρία.