Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Ύστερα από το καταστροφικό ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, ο «πολύς» πρώην επικεφαλής της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ κ. Άλαν Γκρίνσπαν παραδέχθηκε κατά τη διάρκεια ακρόασής του από επιτροπή του Κογκρέσου ότι «δεν μπορούσε να εξηγήσει» πώς έγινε αυτό το κακό! Ο ίδιος, συστήνει σήμερα στους κεντρικούς τραπεζίτες -που προβαίνουν στις… καθιερωμένες καθησυχαστικές δηλώσεις για τις συνέπειες του Brexit– ότι καλά θα κάνουν «να ανησυχούν».
Η τελευταία δεκαετία του προηγούμενου και η πρώτη του νέου αιώνα γέννησαν μια ολόκληρη γενιά οικονομικών και πολιτικών στελεχών του παγκόσμιου συστήματος που διαχειρίστηκαν τις τύχες του με μεταφυσική αυτοπεποίθηση και με παροιμιώδη άγνοια κινδύνου. Και αν ο Άλαν Γκρίνσπαν έμαθε τη σημασία του να «ανησυχείς», δεν ισχύει το ίδιο με πολλούς άλλους…
Η άγνοια κινδύνου που προετοίμασε την κρίση του 2008 πήγαζε από μια σχεδόν μεταφυσική (αυτό)πεποίθηση ότι μπορεί το πάρτι της υπερπίστωσης να συνεχίζεται επ’ άπειρον, ότι μπορεί η χρηματοπιστωτική «φούσκα» να μεγεθύνεται διαρκώς χωρίς να «σκάει». Είναι δυνατόν άνθρωποι με λαμπρές σπουδές, ταγμένοι να φυλάγουν τις «Θερμοπύλες» του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, να πιστεύουν στ’ αλήθεια σε κάποιου είδους οικονομικό «αεικίνητο» που θα παράγει διαρκώς νέα κέρδη από τον «τζόγο» στις αγορές μετοχών, ομολόγων, παραγώγων κ.λπ.; Κι όμως, συνέβη!
Το Brexit ήταν η δεύτερη ύστερα από το 2008 μείζων απειλή για το παγκόσμιο σύστημα που οι ελίτ απέτυχαν να προβλέψουν και κυρίως να αποτρέψουν. Το να σχολιάζουμε το γεγονός ότι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων απέτυχαν για μία ακόμη φορά να «προειδοποιήσουν» για το σοκαριστικό αποτέλεσμα δεν έχει ιδιαίτερη αξία, παρά μόνο αν το συνδέσουμε με την πραγματική αιτία: στο βαθμό που η παγκόσμια ελίτ «δεν θέλει να ξέρει για το έγκλημα» και διακρίνεται από οξεία μορφή συνδρόμου απώθησης, δεν χρειάζεται επίσης δημοσκοπικές εταιρείες και δημοσκόπους που να προβλέπουν, αλλά που να επηρεάζουν τις εξελίξεις. Αυτό που η παγκόσμια ελίτ αρνείται να κάνει η ίδια, δηλαδή να προβλέπει και να «ανησυχεί», δεν μπορεί να το αναθέσει στους δημοσκόπους. Έτσι, ο ρόλος των τελευταίων είναι να υπηρετούν τη μεταφυσική αυτοπεποίθηση των ελίτ ότι «όλα τελικά θα πάνε κατ’ ευχήν»…
Αν αυτή η αυταπάτη και ασύγγνωστη άγνοια κινδύνου ευθύνεται για τη δημιουργία της «φούσκας» που έσκασε με πάταγο το 2008 καταλαμβάνοντας την παγκόσμια ελίτ στο σύνολό της εξαπίνης, πρέπει να αναζητήσουμε ποια ήταν η αυταπάτη που «προετοίμασε» το σοκ του Brexit. Η απάντηση είναι σαφής: ότι έχουν συσταθεί οι μηχανισμοί απάντησης στην κρίση (ορθότερα: στις κρίσεις), ότι η κρίση τέθηκε υπό έλεγχο, ότι η απάντηση στην κρίση είναι το «δίδυμο»: μεταρρυθμίσεις στο έδαφος της λιτότητας και στιβαρή υπερεθνική διοίκηση. Ακριβώς αυτά τα δύο ήταν ο δυνατός άνεμος που «έστρωσε» τα πανιά του Brexit! Η διάχυτη αίσθηση των Βρετανών πολιτών ότι έχασαν τη δυνατότητα να επηρεάζουν στοιχειωδώς τις αποφάσεις που αφορούν της ζωή τους σε συνδυασμό με την πεποίθηση ότι μια καλά οχυρωμένη παγκόσμια ελίτ συντηρεί και επιδεινώνει το μίγμα λιτότητας και ανεργίας.
Ιδιαίτερη πτυχή αυτής της αυταπάτης των ευρωπαϊκών ελίτ είναι μια αντίληψη που υποτιμά την πολιτική διάσταση της κρίσης, εμπνευσμένη από την πολιτική αναπηρία της γερμανικής ελίτ. Η τελευταία, στα χρόνια διαχείρισης της ευρωπαϊκής κρίσης από το 2009 και ύστερα, έβγαλε το λάθος συμπέρασμα ότι η κρίση είναι αμιγώς οικονομική και μπορεί να αντιμετωπιστεί με οικονομικές αποφάσεις και μέτρα, μέτρα μεταρρυθμίσεων αλλά στο έδαφος της λιτότητας. Οικονομικός γίγαντας αλλά πολιτικά και διπλωματικά πολύ υποδεέστερη, η Γερμανία πρόβαλε στον ευρωπαϊκό καθρέφτη τον εαυτό της. Πίστεψε ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα μπορεί να μεταρρυθμίσει αποτελεσματικά την «αρχιτεκτονική» του με μια προτεσταντικής σκληρότητας λιτότητα.
Υπό την καθοδήγηση της Γερμανίας, η Ευρώπη απλώς έχασε τον μπούσουλα, μαζί και την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στις κοινωνίες και πώς αυτό αντανακλάται στο οικονομικό και θεσμικό εποικοδόμημα. Απέτυχε να δει τη δεύτερη μεγάλη κρίση ύστερα από το 2008: την πολιτική και θεσμική κρίση. Το Brexit συνιστά ακριβώς το ανοιχτό ξέσπασμα της πολιτικής και θεσμικής κρίσης στο λεγόμενο «ευρωπαϊκό οικοδόμημα»! Τα γερμανικά «μερεμέτια», αντί να βελτιώσουν την «αρχιτεκτονική» του, το κατέστησαν ετοιμόρροπο!
Αυτή η αποτυχία, συνταρακτική και πασιφανής όσον αφορά την Ευρώπη, δεν αφορά ωστόσο μόνον αυτήν. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στις ΗΠΑ, οι πολιτικές συνέπειες της κρίσης είναι επίσης συνταρακτικές. Παρά και ενάντια στον κυρίαρχο μηχανισμό του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ο Ντόναλντ Τραμπ έβγαλε με χαρακτηριστική άνεση νοκ άουτ τους αντιπάλους του τον έναν μετά τον άλλο και είναι «δόξη και τιμή» υποψήφιος για το προεδρικό αξίωμα, με ένα ακροδεξιάς έμπνευσης πρόγραμμα… αντιπαγκοσμιοποίησης. Στον άλλο μεγάλο πόλο του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, το Δημοκρατικό κόμμα, ο κομματικός μηχανισμός δούλεψε υπερωρίες για να «κατατροπώσει» τον Μπέρνι Σάντερς, ένα αντίπαλο της «αυτονόητης» υποψηφίου Χίλαρι Κλίντον που ήρθε «από το πουθενά» για να κερδίσει 22 Πολιτείες και εκατομμύρια ψήφους.
Αν αυτά συμβαίνουν στην υπερδύναμη, τότε στην Ευρώπη όπου ηγεμονεύουσα δύναμη είναι η Γερμανία της προτεσταντικής λιτότητας, δεν είναι να απορούμε που το κραταιό βρετανικό πολιτικό σύστημα και η επίσημη συμμαχία Κάμερον – Κόρμπιν υπέρ του Bremain «προσκύνησε» τους «αντάρτες» Νάιζτελ Φάρατζ και Μπόρις Τζόνσον. Ούτε που στη Γαλλία η Μαρίν Λεπέν εποφθαλμιά με ρεαλιστικές πιθανότητες τον προεδρικό θώκο και έχει τη δυνατότητα να επιβάλει δημοψήφισμα για την έξοδο από το ευρώ. Ούτε που στην Ιταλία «σαρώνουν» οι Μπέπε Γκρίλο και Λέγκα του Βορρά. Ούτε που στην Αυστρία παραλίγο να εκλεγεί πρόεδρος ένας ακροδεξιός. Ούτε που στην κεντροανατολική Ευρώπη (Ουγγαρία, Πολωνία κ.λπ.) σαρώνει ένας ακροδεξιάς έμπνευσης σκοταδισμός κ.λπ. κ.λπ.
Έχοντας εστιάσει στην αντιμετώπιση της αριστερής «ανταρσίας» στον ευρωπαϊκό Νότο (ΣΥΡΙΖΑ και PODEMOS), ώστε να διαιωνίσει τη λιτότητα, η ευρωπαϊκή ελίτ απέτυχε να δει τη δυναμική που ανέπτυσσε το «τέρας» της ακροδεξιάς και -κυρίως- να διαγνώσει τις αιτίες που το γεννούν. Έτσι, μπήκαμε με το… δεξί στον κύκλο του «-exit», που θα γίνει «μόδα» και μεταδοτικός ιός, απειλώντας να σαρώσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Ο Ντόναλντ (Τραμπ), η Μαρίν (Λεπέν), ο Νάιτζελ (Φάρατζ) και «τ’ άλλα τα παιδιά» της διεθνούς ακροδεξιάς είναι οι τερατογενέσεις, όχι της κρίσης καθαυτής, αλλά της αποτυχίας των ελίτ να απαντήσουν στην κρίση με μέτρα και πολιτικές που θα αποκαθιστούν την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατία στις διεθνείς σχέσεις.
Υπάρχουν παραλήπτες αυτού του μηνύματος στις ευρωπαϊκές καγκελαρίες; Βλέποντας τις αντιδράσεις, πολύ αμφιβάλλουμε… Οπότε, ας ετοιμαστούμε για την τρίτη φάση της κρίσης: το «συντονισμό» οικονομικής, πολιτικής και θεσμικής κρίσης. Αν οι παγκόσμιες ελίτ αποτύχουν να αποτρέψουν και αυτό, τότε θα συμβούν πράγματα που μπροστά τους το 2008 και το 1929 θα μοιάζουν με παιχνίδια προσομοίωσης σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες…