Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar επιβεβαίωσε την Παρασκευή το BBB (low) (τη χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα) για την Ελλάδα, και αναβάθμισε τις προοπτικές από σταθερές σε θετικές.
Υπενθυμίζεται ότι ο οίκος αξιολόγησης είχε δώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα στις 8 Σεπτεμβρίου 2023, όταν αναβάθμισε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα BBB (low) με σταθερές προοπτικές (trend), από τη βαθμίδα BB (high) – που ήταν μία βαθμίδα χαμηλότερα από τη λεγόμενη επενδυτική.
Οι αλλαγές στις προοπτικές – όπως σημειώνει ο οίκος – αντανακλούν τις προσδοκίες της DBRS για περαιτέρω βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών του τραπεζικού συστήματος. Ο τραπεζικός τομέας είναι πιθανό να συνεχίσει να διατηρεί καλή κερδοφορία και να μειώνει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs). Οι κληρονομιές που σχετίζονται με την ισχυρή σχέση με την κυβέρνηση έχουν επίσης υποχωρήσει ως αποτέλεσμα της απόφασης της κυβέρνησης να πουλήσει ένα μεγάλο ποσό μετοχών σε συστημικές τράπεζες.
Επιπλέον, τα υγιή και αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υγιή ονομαστική ανάπτυξη, θα διευκολύνουν την περαιτέρω σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 140% έως το 2027 από 161,9% το 2023.
Ακόμη, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, η οποία, μαζί με τις υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αναμένεται να αυξήσει τη δυναμική του ΑΕΠ και να καταστήσει την ανάπτυξη της χώρας πιο αυτοδύναμη. Από το 2021, η Ελλάδα υπερέχει της μέσης ανάπτυξης της ευρωζώνης και αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί και τα επόμενα δύο χρόνια. Το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί πάνω από 2,0% τόσο το 2024 όσο και το 2025.
Συνεχίζοντας, η DBRS σημειώνει ότι η αξιολόγηση στη βαθμίδα ΒΒΒ (low) στηρίζεται στην ιδιότητα μέλους της ΕΕ και της ευρωζώνης και στην εφαρμογή παλαιότερων θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0), το οποίο αναμένεται να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με άλλα μέλη της ευρωζώνης.
Οι σημαντικοί πόροι της ΕΕ παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ παράλληλα υποστηρίζουν τις επενδύσεις με κεφάλαια που διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος. Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για τη διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, η οποία αντικατοπτρίζεται στην ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τα πολλαπλά σοκ που αντιμετωπίζει η οικονομία από το 2020 και μετά.
Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από τον ακόμη υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Ενίσχυση τραπεζικού τομέα με μείωση των NPLs
Όπως σημειώνει ο οίκος, έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας, είναι πλέον πιο ανθεκτικός από ό,τι στο παρελθόν. Οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες, έχουν μεγαλύτερη ρευστότητα και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους, με τη στήριξη της αύξησης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου.
Επιπλέον, η βελτίωση της λειτουργικής αποδοτικότητας μετά από μια βαθιά διαδικασία αναδιάρθρωσης και η μείωση του πιστωτικού κόστους σε συνάρτηση με τη βελτίωση του προφίλ κινδύνου, ενίσχυσαν περαιτέρω τις ελληνικές τράπεζες. Οι πρόσφατοι κλυδωνισμοί, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού κόστους των επιτοκίων, δεν εμπόδισαν τον συνολικό δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων να συνεχίσει να μειώνεται.
Συγκεκριμένα, διαμορφώθηκε στο 7,5% το α’ τρίμηνο του 2024, μειωμένος άνω των 40 ποσοστιαίων μονάδων από την κορύφωσή του τον Ιούνιο του 2017. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος “Ηρακλής”.
Η επικείμενη συγχώνευση μεταξύ της Attica Bank και της Παγκρήτιας Τράπεζας, αν και θα οδηγήσει σε δημόσια ανακεφαλαιοποίηση ύψους περίπου 500 εκατ. ευρώ, θα βοηθήσει τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού συστήματος να μειωθεί περαιτέρω προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Με την υγεία του τραπεζικού συστήματος να βελτιώνεται, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει προβεί σε σημαντικές αποεπενδύσεις σε συστημικές τράπεζες. Αυτό προσέλκυσε ιδιώτες επενδυτές που επέτρεψαν στην κυβέρνηση να πουλήσει μεγάλο μέρος των μετοχών που κατείχε σε συστημικές τράπεζες, γεγονός που συμβάλλει στη μείωση της σχέσης με τις τράπεζες.
Η DBRS αναμένει περαιτέρω βελτίωση στην ποιότητα των κεφαλαίων με τη συνεχή μείωση της αναβαλλόμενης φορολογικής πίστωσης, η οποία, το 2023, αντιπροσώπευε το 44% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, ποσοστό κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο σε σύγκριση με το 2022.
Οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αντιστρέφοντας την πτωτική τάση της δεκαετίας, αλλά το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης και τα επιτόκια έχουν επιδεινώσει τους πίνακες οικονομικής προσβασιμότητας των νοικοκυριών. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις υπερβολικού δανεισμού και μόχλευσης και η Morningstar DBRS θεωρεί ότι οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι προς το παρόν περιορισμένοι. Τα νέα μακρο-προληπτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένου ενός ανώτατου ορίου στον λόγο δανείων προς αξία, που θα τεθεί σε ισχύ από την πρώτη Ιανουαρίου 2025, θα συμβάλουν στη διατήρηση των υγιών προτύπων δανεισμού.
Την τελευταία δεκαετία, η αύξηση των δανείων ήταν υποτονική, αλλά πρόσφατα βελτιώθηκε, ιδίως για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Η DBRS σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των κεφαλαίων RRF από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τοποθετούν τις τράπεζες σε καλή θέση όσον αφορά την περαιτέρω παροχή πιστώσεων προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, στηρίζοντας έτσι την ανάπτυξη.
Στο πλαίσιο του RRF, η Ελλάδα θα αντλήσει δάνεια ύψους 17,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 16,7 δισ. ευρώ θα διοχετευθούν μέσω των ελληνικών τραπεζών. Μέχρι στιγμής, μόνο 1,9 δισ. ευρώ έχει διοχετευθεί σε επιχειρήσεις, αλλά είναι πιθανή η επιτάχυνση της διαδικασίας στο μέλλον. Η επίλυση των ιδιωτικών NPEs που μεταφέρθηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και τώρα διαχειρίζονται από τις εταιρείες εξυπηρέτησης πιστώσεων (CSFs) παραμένει ένα ευάλωτο σημείο. Ωστόσο, η DBRS αναμένει σταδιακή μείωση των NPEs με την πάροδο του χρόνου.
Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ παραμένει ο υψηλότερος στην ευρωζώνη, αλλά βρίσκεται σε πτωτική πορεία
Ο λόγος του ελληνικού δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, επωφελούμενος από τα αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τα ήπια επιτόκια και την υγιή, αν και επιβραδυνόμενη, ονομαστική ανάπτυξη. Ο δείκτης χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ κορυφώθηκε στο 207,0% το 2020, προτού μειωθεί στο 161,9% το 2023, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010- μεσοπρόθεσμα είναι πιθανό να σημειωθούν περαιτέρω μειώσεις.
Η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει να μειώνεται στο 152,7% του ΑΕΠ φέτος, γεγονός που συνεπάγεται μείωση κατά περίπου 54 ποσοστιαίες μονάδες σε μόλις τέσσερα χρόνια, μια από τις πιο απότομες μειώσεις στη σύγχρονη εποχή.
Κατά την άποψη της DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες. Πρώτον, η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ ευνοϊκή. Δεύτερον, η μέση σταθμισμένη διάρκεια είναι πολύ υψηλή στα 19 έτη το 2024 και περίπου το 70% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα, γεγονός που καθιστά το χρέος λιγότερο ευάλωτο στη μεταβλητότητα της αγοράς.
Τέλος, ο Ελληνικός Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) μπόρεσε να υπερκαλύψει προσωρινά το χαρτοφυλάκιο χρέους του, μετριάζοντας τον αντίκτυπο της αύξησης του κόστους των τόκων. Το 2024, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσομακροπρόθεσμου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,3%. Οι παράγοντες αυτοί είναι θετικοί για την εμπιστοσύνη των επενδυτών και οι αποδόσεις των ομολόγων συνεχίζουν να επωφελούνται από την ευνοϊκή ζήτηση.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας επωφελείται επίσης από μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους με πρόωρες αποπληρωμές που μείωσαν το βραχυπρόθεσμο χρέος και εξομάλυναν το προφίλ αποπληρωμής. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση αποπλήρωσε πλήρως τα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και προπλήρωσε 2,6 δισ. ευρώ και 5,3 δισ. ευρώ από τα δάνεια της Ελληνικής Δανειακής Διευκόλυνσης (δάνεια GLF) το 2022 και το 2023, αντίστοιχα. η Ελλάδα θα αποπληρώσει πιθανότατα πρόωρα επιπλέον περίπου 8 δισ. ευρώ από τα δάνεια του GLF το 2024, που αντιστοιχούν σε τρία χρόνια αποπληρωμής του GLF.
Τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα ύψους περίπου 34 δισ. ευρώ (15% του ΑΕΠ ή ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες τριών ετών) στα μέσα του 2024 εξακολουθούν να χρησιμεύουν ως αποθέματα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά.
Ωστόσο, παρά το ευνοϊκό προφίλ του χρέους, η DBRS σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας εξαρτάται πρωτίστως από την ικανότητά της να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα και από σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς, μακροπρόθεσμα, το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί από χρέος χρηματοδοτούμενο από την αγορά, το οποίο θα εκθέσει την Ελλάδα σε αυξημένη μεταβλητότητα των αγορών.
Η οικονομία θα εξακολουθήσει να υποστηρίζεται από τις επενδύσεις
Η ελληνική οικονομία επεκτάθηκε κατά 2,0% το 2023 χάρη στην ισχυρή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, των εξαγωγών και των επενδύσεων. Το 2024, η οικονομική δραστηριότητα της χώρας θα συνεχίσει πιθανότατα να υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της ευρωζώνης, επωφελούμενη από τη χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης, την αναμενόμενη βελτίωση του εξωτερικού περιβάλλοντος και τη ροή κονδυλίων της ΕΕ. Η αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,2% φέτος και στο 2,5% το 2025, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τονίζει ο οίκος.
Η αγορά εργασίας παραμένει ανθεκτική με το ποσοστό ανεργίας να πέφτει κάτω από το 10% τον Ιούνιο του 2024 για πρώτη φορά από τον Αύγουστο του 2009, αν και εξακολουθεί να είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Παρόμοια με άλλες μικρές οικονομίες, η Ελλάδα είναι εκτεθειμένη σε γεωπολιτικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τον τουρισμό και τη ναυτιλία ή να οδηγήσουν σε άνοδο των τιμών των βασικών εμπορευμάτων και να ασκήσουν ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Η Ελλάδα παραμένει επίσης ευάλωτη σε ακραία κλιματικά φαινόμενα, σημειώνει η DBRS.
Η Ελλάδα επιδιώκει να βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξής της χρησιμοποιώντας τόσο τις επιχορηγήσεις επιχορήγησης όσο και τα δάνεια του προγράμματος Next Generation EU (NGEU). Ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) θα μπορούσε να βοηθήσει την Ελλάδα να καλύψει το επενδυτικό χάσμα με τις αντίστοιχες χώρες της ευρωζώνης, ως αποτέλεσμα του υψηλότερου ποσοστού δαπανών (ως ποσοστό του ΑΕΠ) σε σχέση με τις άλλες χώρες, το οποίο ανήλθε σε 14,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023 από 10,7% το 2019. Επιπλέον, το απόθεμα κεφαλαίου, το οποίο μειωνόταν από το 2009, έγινε θετικό το 2022 και αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται.
Η Ελλάδα συνεχίζει να ανταποκρίνεται με το RRP. Μέχρι στιγμής, η χώρα συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων επιδόσεων στην ΕΕ όσον αφορά το μερίδιο των εκταμιευθέντων κονδυλίων. Έχει ολοκληρώσει το 23% των ορόσημων και των στόχων της και έχει λάβει 7,59 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 9,62 δισ. ευρώ σε δάνεια, δηλαδή σχεδόν το 50% του συνολικού κονδυλίου των σχεδόν 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ). Αν και υπάρχουν ορισμένες καθυστερήσεις όσον αφορά τις υλοποιήσεις, η χώρα απορροφά ένα τεράστιο όγκο πόρων. Η επιτυχής εφαρμογή του RRP θα βοηθήσει την Ελλάδα να βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξής της.
Παραμένει η δέσμευση για δημοσιονομική υπευθυνότητα, με στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% το 2024
Οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί της Ελλάδας, αφού επιδεινώθηκαν λόγω των μέτρων που εφαρμόστηκαν για τον μετριασμό των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19 και της ενεργειακής κρίσης, βελτιώνονται με ταχείς ρυθμούς. Μετά το αποκορύφωμα στο 9,8% του ΑΕΠ το 2020, το έλλειμμα μειώθηκε στο 1,6% το 2023, ενώ αναμένεται περαιτέρω βελτίωση φέτος και το 2025.
Τα ισχυρότερα από τα αναμενόμενα φορολογικά έσοδα, καθώς και οι χαμηλότερες πρωτογενείς δαπάνες, οδήγησαν το πρωτογενές πλεόνασμα στο να αυξηθεί στο 1,9% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας σε μεγάλο βαθμό τον στόχο του 1,1% πέρυσι.
Με βάση την υγιή οικονομική ανάπτυξη και τα ισχυρότερα φορολογικά έσοδα, το πρωτογενές πλεόνασμα θα συνεχίσει πιθανότατα να αυξάνεται, τονίζει ο οίκος. Ενώ η κυβέρνηση έθεσε στόχο για το 2,1% του ΑΕΠ στο πρόγραμμα σταθερότητας τον Απρίλιο, τα υψηλότερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά έσοδα, που ενισχύθηκαν από την ψηφιοποίηση και τα μέτρα φορολογικής συμμόρφωσης, θα οδηγήσουν πιθανότατα σε υπεραπόδοση του πρωτογενούς πλεονάσματος φέτος.
Τα τελευταία στοιχεία για τα φορολογικά έσοδα είναι ενθαρρυντικά, με το πρωτογενές πλεόνασμα το α’ εξάμηνο του έτους, περίπου 1 δισ. ευρώ υψηλότερο από την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Στο πλαίσιο αυτό, το έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί στο 1,2% και 0,9% του ΑΕΠ το 2024 και το 2025, αντίστοιχα.
Τις προσεχείς ημέρες, η κυβέρνηση θα παρουσιάσει στις ευρωπαϊκές αρχές το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό της σχέδιο για χρονικό ορίζοντα τεσσάρων ετών και η DBRS δεν αναμένει εκτροχιασμό της δημοσιονομικής υπευθυνότητας. Οι στόχοι για τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες θα είναι πιθανότατα σύμφωνοι με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, αντανακλώντας την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης σε μια συντηρητική δημοσιονομική στρατηγική. Η DBRS αναμένει ότι η διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος 2,0% του ΑΕΠ ή υψηλότερου για παρατεταμένη χρονική περίοδο θα αποτελέσει πρόκληση για την κυβέρνηση, αλλά οι ελληνικές αρχές έχουν ένα υγιές ιστορικό στην ταχεία αποκατάσταση των δημοσιονομικών λογαριασμών, παρά τα πολλαπλά σοκ των τελευταίων ετών.
Οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με την επιβράδυνση της ανάπτυξης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαμηλότερα δημοσιονομικά έσοδα, την αναζωπύρωση της πίεσης στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων που θα απαιτούσε πρόσθετα μέτρα στήριξης και τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Από την άλλη πλευρά, η βελτίωση των δημοσιονομικών εσόδων χάρη στα κυβερνητικά μέτρα για την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης ενδέχεται να αποφέρει καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το μερίδιο της παραοικονομίας έχει μειωθεί σημαντικά στο 16% το 2021 από περίπου 30% το 2013 και είναι εφικτή η περαιτέρω μείωση. Αυτό θα ήταν καλός οιωνός για τη δημοσιονομική ικανότητα στο μέλλον.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μειωθεί αργά αλλά θα παραμείνει υψηλό μεσοπρόθεσμα
Το παρατεταμένο έλλειμμα της Ελλάδας στο ισοζύγιο αγαθών και η αυξημένη αρνητική Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση (NIIP) επιβαρύνουν την εξωτερική θέση της χώρας και τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Μελλοντικά, αυτές οι ευπάθειες είναι πιθανό να υποχωρήσουν, αν και οριακά, με το εμπορικό έλλειμμα να μειώνεται σταδιακά αλλά να παραμένει αυξημένο, ενώ το εξωτερικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί ως αποτέλεσμα των αποπληρωμών του δημόσιου χρέους και της ισχυρότερης ονομαστικής ανάπτυξης.
Ωστόσο, η DBRS θεωρεί την εξωτερική θέση της Ελλάδας πιο ανθεκτική από ό,τι στο παρελθόν. Η χώρα έχει βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, έχει γίνει μια πιο ανοικτή οικονομία και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε όρους ΑΕΠ θα είναι περίπου 45% το 2023 από 22% το 2010.
Επιπλέον, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αφού διευρύνθηκε προσωρινά το 2022 πάνω από το 10,3% του ΑΕΠ, μειώθηκε σε περίπου 6,3% το 2023. Το έλλειμμα επωφελήθηκε από την ομαλοποίηση των τιμών της ενέργειας και την έντονη ανάκαμψη των τουριστικών εισπράξεων, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 13% το 2023 σε σχέση με το επίπεδο του 2019.
Μεσοπρόθεσμα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε να συνεχίσει να μειώνεται, με το ΔΝΤ να προβλέπει ότι το έλλειμμα θα μειωθεί σε λίγο πάνω από το 5% του ΑΕΠ το 2025. Κατά την άποψη της DBRS, οι μελλοντικές βελτιώσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα εξαρτηθούν επίσης από τη διαρθρωτική αύξηση της εξαγωγικής ικανότητας, καθώς και από την αντικατάσταση των ενεργειακών εισαγωγών με την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Οι υποστηρικτικές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες έφτασαν σε υψηλό δύο δεκαετιών το 2022, και τα κεφάλαια του NGEU αναμένεται να μετριάσουν τους κινδύνους χρηματοδότησης που απορρέουν από τα αυξημένα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Το αρνητικό NIIP της Ελλάδας στο 139% περίπου του ΑΕΠ το α’ τρίμηνο του 2024, παρά την πτώση κατά 40 και πλέον ποσοστιαίες μονάδες από το αποκορύφωμα του β’ τριμήνου του 2021, παραμένει πολύ υψηλό. Ωστόσο, κατά την άποψη της DBRS αποτελεί λιγότερο ανησυχητικό παράγοντα, καθώς η Ελλάδα επωφελείται από την ευνοϊκή δομή χρέους.
Πολιτική
Η αυτοδύναμη πλειοψηφία που απέσπασε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, υπό τον Κυριάκο Μηστοτάκη, στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του 2023 αποτελεί καλό οιωνό για την πολιτική συνέχεια, καθώς και για την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος, τονίζει ο οίκος.
Όπως ησμειώνει, αυτό θα βοηθήσει επίσης την κυβερνητική σταθερότητα όταν η Ελλάδα θα επιδιώξει να εκπληρώσει τους στόχους και τα ορόσημα του RRP, με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και των οικονομικών προοπτικών της. Παρόλο που στις ευρωεκλογές του Ιουνίου η υποστήριξη του κυβερνώντος κόμματος περιορίστηκε, η αντιπολίτευση φαίνεται κατακερματισμένη και αδύναμη. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση αναμένεται να υπηρετήσει ολόκληρη τη θητεία της.
Η επιτυχής εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος “Ελλάδα 2.0”, με αρκετές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, παραμένει προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Μεταξύ άλλων, η κυβέρνηση σχεδιάζει να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες του συστήματος δικαιοσύνης, της δημόσιας διοίκησης και να ενισχύσει το δημόσιο σύστημα υγείας, που μαζί με τις βελτιώσεις στην εκπαίδευση θα βοηθήσουν την Ελλάδα να επιτύχει μακροπρόθεσμα οφέλη.
Τι μπορεί να επηρεάσει τις μελλοντικές αξιολογήσεις
Η DBRS σημειώνει ότι θα μπορούσε να αναβαθμίσει τις μελλοντικές αξιολογήσεις εάν συμβεί ένα ή ένας συνδυασμός από τα ακόλουθα: (1) περαιτέρω βελτίωση της κατάστασης του τραπεζικού συστήματος, (2) συνέχιση των υγιών δημοσιονομικών επιδόσεων, υποστηριζόμενων από συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα και σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους, ή (3) συνέχιση της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.
Από την άλλη, η DBRS θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις προοπτικές και πάλι σε σταθερές, εάν ο τραπεζικός τομέας δεν καταφέρει να μειώσει τις ευπάθειές του, εάν η προβλεπόμενη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους υποαποδώσει σημαντικά ή εάν η βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης υποαποδώσει. Πιθανές αιτίες υποβάθμισης της αξιολόγησης περιλαμβάνουν ένα ή συνδυασμό των ακόλουθων: (1) παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θα θέτει τον λόγο του δημόσιου χρέους σε διαρκή ανοδική τάση, (2) αντιστροφή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Επόμενο ραντεβού με οίκο
Επόμενο ραντεβού της Ελλάδας με οίκο είναι την Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου με τη Moody’s. Η Moody’s είναι ο μόνος οίκος αξιολόγησης που δεν έχει δώσει ακόμη στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα. Στην πρώτη αξιολόγηση που έκανε, στις 15 Μαρτίου, διατήρησε αμετάβλητη την αξιολόγηση που είχε κάνει το Σεπτέμβριο του 2023, όταν ο οίκος είχε προχωρήσει σε διπλή αναβάθμιση της Ελλάδας από την βαθμίδα Βa3 σε Ba1 αλλάζοντας – τότε – την αξιολόγηση της οικονομίας από “θετική” σε “σταθερή”.
ΠΗΓΗ: capital.gr