Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Και ενώ ο έξοχος Μίτια Καραγάτσης σχολιάζει ειρωνικά τον κοινωνικό συντηρητισμό της παλιάς αθηναϊκής γενιάς και το πέρασμα σε μια νέα την μεταπολεμική εποχή, πολλά ηθικά διλήμματα ταλανίζουν ψυχικά τους Αθηναίους, για την στάση τους στην κατοχή. Βεβαίως δεν ήταν τόσο οδυνηρή η κατάσταση των κοινωνικών ηθών στην Αθήνα και ούτε θα μπορούσε να κάνει λόγο κανείς για κοινωνικό ανηθικισμό. Σαφώς όμως και είχαν αλλάξει πολλά πράγματα, από τα κοινωνικά ήθη της προπολεμικής Αθήνας.
Οι κακουχίες, η φτώχεια και η πείνα της γερμανικής κατοχής είχαν αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στην κοινωνία και είχαν δρομολογήσει νέους τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς. Αλλά με τις αλλαγές στα κοινωνικά ήθη είχαν επέλθει σοβαρές αλλαγές και στην προβληματική και τον τρόπο θέασης των δημοσίων δρωμένων. Προς αυτή την κατεύθυνση ο σπουδαίος χρονογράφος της εποχής Παύλος Παλαιολόγος, είχε γράψει τον Ιανουάριο του 1946 ένα εμπνευσμένο χρονογράφημα, υπο τον τίτλο «Απορίες Ελλήνων», που αποτύπωνε με παραστατική ενάργεια τις κριτικές σκέψεις αρκετών πολιτών για την πορεία του τόπου, που αγωνίστηκαν ο καθένας από το δικό του μετερίζι, την περίοδο της κατοχής.
Όλοι αυτοί οι αφανείς ήρωες της Ελλάδος αναρωτιούνταν μεταξύ τους «Που ανήκω τέλος πάντων, ύστερα από μισόν αιώνα ενάρετης ζωής; Σε ποια θέση με κατατάσσει η ελληνική κοινή γνώμη; είμαι προδότης, είμαι κακής ποιότητας έλληνας;
Αλλά πως «ζωγραφίζει» ο Παύλος Παλαιολόγος τον σωματότυπό του; «Μεσήλιξ ευκατάστατος, μάλλον κοσμικός, με γυναίκα ενδιαφέρουσα και μια κόρη στο πρώτο άνθισμα της νιότης της». Σε αυτή δηλαδή την κατάσταση τον βρήκε η κατοχή. Εντελώς διαφορετική έγινε από τότε η εικόνα. Ένα πρώην μπαίνει «εγκαυστικά» σε όλες της τις ιδιότητες που αναφέρθηκαν. Δεν ήταν πια ευκατάστατος και τέλος στην κοσμική του ζωή. Οι δοκιμασίες γέρασαν πρόωρα την γυναίκα του και τα νιάτα της κόρης του, μαραίνονταν στο δράμα της «Σωτηρίας», από την μάστιγα της φυματίωσης.
Ο άνθρωπος αυτός, ο τόσο ταλαιπωρημένος, ήθελε να μάθει ποια είναι η θέση του, στην μεταπολεμική ελληνική οικογένεια. Και απολογείτο, «Για να είμαι ειλικρινής θα σας πω, ότι πέρασε ολόκληρη κατοχή από επάνω μου και δεν πήρα τα βουνά, ούτε έγραψα στους τοίχους, ούτε έπιασα στα χέρια μου χωνί. Είμαι κατώτερης πολίτης; Και το λέω αυτό, διότι όχι μόνο καμιά τιμή δεν απονέμεται σε εμένα και στον μεγάλο όγκο των ομοίων μου, αλλά για μας μιλούν σε υποτιμητικό τόνο. Ίσως να μην μας λένε προδότες. Μας λένε όμως δειλούς, μας λένε άψυχους, μας λένε ουδέτερους, μας λένε αδιάφορους στον αγώνα του έθνους»! Μας λένε γιατί δεν πήραμε και εμείς το όπλο στο χέρι, γιατί δεν ενταχθήκαμε σε οργανώσεις, γιατί δεν βγήκαμε μαζί με τους άλλους στο κλαρί. Και το θεώρησαν αυτό δειλία. Και είδαν στην στάση μας την αναξιοπρέπεια. Ψάχνω να βρώ το τίμημα της αναξιοπρέπειας ή και της προδοσίας μου. Ψάχνομαι και τίμημα δεν βρίσκω. Ψάχνω το σπίτι μου και το βρίσκω κενό, από τα έπιπλα που πήραν στον καιρό τους, το δρόμο της εκποιήσεως. Ψάχνω το τραπέζι μου και το βρίσκω ασκητικό, όπως τον καιρό της κατοχής. Ψάχνω τα ρούχα μου. Ερείπιο η γυναίκα μου και ο μεγάλος μου καημός η κοπέλα μου, την έστειλαν οι κακουχίες στην «Σωτηρία» – Σανατόριο.
Λέτε άνθρωποι των επιχειρήσεων, εγώ να μην μπορούσα να προλάβω την κατάρρευση; Λέτε να μην είχα την ευκαιρία του πλουτισμού; Λέτε να μου ήταν δύσκολη, μια αθόρυβη και καρποφόρα συνεργασία με τους εχθρούς; Ούτε το σκέφθηκα, προτίμησα την πείνα μου. Δεν είμαι μόνος. Είναι τα εννέα δέκατα του λαού μας. Είναι όλες οι τάξεις μας και η λεγόμενη ανώτερη, που έκλεισε στον κατακτητή τα σαλόνια της και η μεσαία και η λαϊκή. Είναι οι άντρες που έστρεψαν τις πλάτες τους στους εχθρούς. Είναι οι γυναίκες μας, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις , που αρνήθηκαν τις θωπείες τους, όταν σε άλλες χώρες, πολύ λιγότερο πεινασμένες, πλούσια ήταν η προσφορά του τρυφερού είδους. Και αντί να εξάρουμε ένα φαινόμενο σαν αυτό, μοναδικό στην Ευρώπη που γνώρισε την κατοχή, απωθούμε στο περιθώριο της εκτιμήσεως την πλειονότητα των αφανών Ελλήνων, τόσο ώστε να χάσουμε και εμείς οι ίδιοι την εμπιστοσύνη στον εαυτόν μας και αναρωτιόμαστε, μήπως είμαστε κακής ποιότητας Έλληνες»!
Έτσι αποτύπωνε λοιπόν ο εμπνευσμένος Παύλος Παλαιολόγος, τα ερωτήματα πολλών Αθηναίων, για την στάση τους στην κατοχή και την συμβολή τους ή όχι στον αγώνα του έθνους, για την ανάκτηση της ελευθερίας του, με ερωτήματα ατέρμονα, δοθέντος ότι οι πολιτικές εμπάθειες και διχοστασίες, η οξύτητα των πολιτικών παθών και το κλίμα καχυποψίας και μισαλλοδοξίας στα καταραμένα χρόνια της κατοχής, είχαν στρέψει τους μισούς Έλληνες, στους άλλους μισούς. Και δημιούργησαν κλίμα ηθικής πόλωσης και κοινωνικής καχυποψίας του ενός, για τον άλλον !
Ενώ όμως όλες αυτές οι ηθικές και κοινωνικές στρεβλώσεις θα μπορούσαν να ήταν κατανοητές και ανεκτές στα δίσεκτα χρόνια της κατοχής, σήμερα δυο χρόνια μετά την εθνική απελευθέρωση από τους Γερμανούς, γιατί να επικρατεί αυτό το στρεβλό και παθογενές κοινωνικό κλίμα; Και ενδεχομένως για αυτό ακριβώς το λόγο, υπήρχε και μια μεγάλη μερίδα της αθηναϊκής κοινωνίας που εκδήλωνε απάθεια και παγερή αδιαφορία, για αυτούς τους ηθικά στρεβλούς κοινωνικούς και πολιτικούς διαγκωνισμούς.
Οι λεγόμενοι «αδιάφοροι». Και σε αυτό ακριβώς το μήκος κύματος ένας υπουργός μιλώντας από το βήμα της Βουλής, προσήπτε δεικτικά για τους Αθηναίους «Η νυσταλέα απάθεια της ελληνικής πρωτεύουσας». Μιας πρωτεύουσας που παρουσίαζε κοινωνικά διττό πρόσωπο. Αφού την ίδια στιγμή που η Ελλάδα σπαράσσονταν στην δίνη του εμφυλίου πολέμου, η Αθήνα βυθίζονταν στην νιρβάνα της πρώτης μεταπολεμικής καλοπέρασης. Στην ταβέρνα και την συναυλία, στα μπάνια, τους κινηματογράφους και το καμπαρέ ! Έτσι εκινείτο το κοινωνικό εκκρεμές στην Αθήνα, κείνο το θερμό καλοκαίρι του 46 !
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων
www.panosavramopoulos.blogspot.gr