Γράφει η Sofia Lampiki
Ο Λευτέρης Παρτσαλής τράβηξε μια φωτό πίνακα ζωγραφικής.
Τις γιαγιάδες της Σικαμιάς Λέσβου.
Η φωτογραφία είναι πολυεπίπεδη και συγκίνησε βαθιά για πολλούς λόγους.
Οι περισσότεροι θυμηθήκαμε τις γιαγιάδες μας,να χώνονται στα ποδάρια μας,να ανακατεύονται στις δουλειές του σπιτιού,να εποπτεύουν και να κανακεύουν όλα τα παιδιά της γειτονιάς.
Όπου μωράκι,πρώτες -πρώτες, “αχ το πουλάκι μου,φέρτο δω” και να τα κανακέματα και τα νανουρίσματα.
Αυτά τα νοσταλγήσαμε εμείς που γνωρίσαμε γιαγιάδες,που δεν τις κλείνανε τότε στα γηροκομεία επειδή μυρίζανε κάτουρο.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου την κυρά Ρωξάνη,μπελάς,στα πόδια μας,αγράμματη,μας νευρίαζε τότε που μασταν παιδιά,τραγούδαγε κάτι “βλάχικα” μετά,έβγαζε απ το σουτιέν της ένα διπλωμένο μαντήλι,το άνοιγε στα κρυφά και μας έδινε από ένα πενηντάρικο,”να αγοράσετε κάνα βιβλίο,να μορφωθείτε,όχι σα και μένα που υπογράφω με σταυρό”
Θυμάμαι και τη γιαγιά της Λιλής της γειτονοπούλας.Όταν παίζαμε στο δρόμο,έβγαινε και μας μοίραζε φέτες ψωμί με λάδι,αν χτυπούσε κανένα παιδί,το παιρνε με γλυκά λόγια και το κανάκευε,του βαζε μπαμπάκι με “γιώδιο” στη πληγή.
Οι γιαγιάδες αυτές πετάχτηκαν σα σκουπίδια απ τις ζωές των σύγχρονων ελλήνων.
Στα χωριά ακόμα υπάρχουν οι παλιές γιαγιάδες.
Οι κουτσομπόλες,οι ανακατώστρες,αυτές που νοιάζονται,αυτές που η ζωή τους δεν τέλειωσε ακόμα.
Αποθήκες Ιστορίας και Μνήμης.
Έτσι,να οι τρεις γιαγιάδες βλέπανε τους πρόσφυγες,άκουσαν το μωρό να κλαίει και το ζήτησαν,το πήραν,το κανάκεψαν,το νανούρισαν και το τάισαν.
Αυτή η δουλειά τους χρόνια τώρα.
Και δίπλα,η μάνα πρόσφυγας γελά αναπαμένη.
Γελά σε μια γυναικεία συνωμοσία,ξέρει,δεν κινδυνεύει απ τις γιαγιάδες,τις θυμίζουν μάλλον τη δική της γιαγιά,έτσι ξεκουράζεται αφήνοντας σε σίγουρα χέρια το μωράκι της,ξένοιαστη.
Η φωτογραφία αυτή κι οι τρεις γιαγιάδες δεν διατίθεται για εθνικιστική εκμετάλλευση,δεν αποδεικνύει “το μεγαλείο και την ανθρωπιά του έλληνα”.
Το μόνο που δείχνει είναι την εμβληματική γιαγιά των Βαλκανίων και της Ανατολής.
Την αιώνια μάνα.
Σα τη κυρα Λούκαινα του Παπαδιαμάντη απ το Μοιρολόγι της Φώκιας που σέρνει το μπόγο με τα ρούχα για να βοηθήσει τη κόρη της.
Σα τη Ζάβαλη Μάικω,απ τη Ζωή Εν Τάφω του Μυριβήλη,την Άντσιω που με τα φτωχά μακεδονίτικα της συνεννοείται και φροντίζει τον λοχία Κωστούλα,τον “εχθρό” σα παιδί της,μιας και τα δικά της παιδιά πολεμάνε απέναντι,με τους Βούλγαρους.
Η Μάνα.Η γιαγιά.
Όχι το σκουπίδι ο ηλικιωμένος.Όχι ο άχρηστος αντιπαραγωγικός.
Ο άνθρωπος.Η γιαγιά μας/σας
Τίποτε άλλο.
ΥΓ
Αν συγκινείστε με τη θεία Μηλίτσα (αυτήν που ταΐζει το μωρό) να σας πω ότι ζει με 350 ε σύνταξη,χήρα,και αν τη θαυμάζετε,φροντίστε να μην της κόψει τη σύνταξη της το κράτος.
πρώτη δημοσίευση: λογαριασμός facebook της Sofia Lampiki