‘‘Εγώ είμαι το μαξιλάρι’’, είπε ο Πουπουλένιος πριν αποχωρήσει από τον τόπο του εγκλήματος. ‘‘Εγώ και η παρέα μου διαθέτουμε μαξιλάρια για την ασφαλή εκλογή του προέδρου του συνδικάτου μας’’. Με αυτά τα μαξιλάρια τόσα χρόνια πνίγουμε τις ελπίδες, τα όνειρα και τις ζωές των υπηκόων μας. Με τις μνημονιακού μεγέθους μαξιλάρες, στείλαμε στον θάνατο χιλιάδες, άλλους τους βγάλαμε από τα σπίτια και τα μαγαζιά τους, άλλους τους στείλαμε εξορία, όπως λέμε τώρα την μετανάστευση για εύρεση εργασίας και άλλους τους στείλαμε φυλακή. Όλα αυτά όμως έγιναν ανεπαίσθητα, αθόρυβα, απαλά, χωρίς να τρέχει το αίμα, χωρίς να μαθαίνει κανείς τα ονόματα των νεκρών, χωρίς να τους καταμετρά. Μόνο με την απαλή πίεση του μαξιλαριού μας στο πρόσωπο, κόβοντας την αναπνοή, παίρνοντας την ζωή τους. Το κυριότερο όμως και το πιο επιτυχημένο ήταν ότι όλα αυτά τα εγκλήματα τα κάναμε να φαίνονται σαν αυτοκτονίες. Σαν λύτρωση από τα βάσανα και την μίζερη ζωή τους’’.
Το παραλήρημα του Πουπουλένιου συνεχιζόταν μπροστά στα δύο σεντονόπανα που του έπαιρναν συνέντευξη, απαριθμώντας τα επιτεύγματα της εγκληματικής καριέρας του. Οι υπήκοοι όμως δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν την διαδρομή των επιτυχιών γιατί εκείνες τις κρίσιμες στιγμές που παιζόταν η συνέχιση της καριέρας του Πουπουλένιου, η οποία θα κατέληγε σε ασφαλές λιμάνι, η τηλεόραση έδειχνε το πλοίο που πάλευε με τα κύματα, την φωτιά και την ολιγωρία και αργοπορία των σωστικών μέσων. Οι απελπισμένοι επιβάτες, περίμεναν ώρες και ώρες πάνω στο φλεγόμενο πλοίο, που σκαμπανέβαζε παλεύοντας με τα κύματα που απειλούσαν να το καταπιούν.
Περίμεναν τα παντός καιρού σούπερ Πούμα, τα ακριβοπληρωμένα και ακριβομιζαρισμένα από το αίμα των υπηκόων, των υπηκόων που ξύλιαζαν πάνω στο πλοίο του θανάτου. Η παρέα του Πουπουλένιου έχοντας μοναδική ανησυχία και απασχόληση την εκλογή του προέδρου του συνδικάτου τους, δεν προκάνανε να ασχοληθούν με το πλοίο. Έτσι ρίχνοντας το φταίξιμο στον καιρό, το άφησαν να περιφέρεται στο πέλαγος ακυβέρνητο, όπως κάνανε με την οικονομία και την χώρα.
Το πλοίο ευτυχώς δεν πήγε αύτανδρο, όπως ελπίζουμε να μην πάει η οικονομία και η χώρα, είχε όμως απώλειες αθώων ζωών. Ίσως δεν θα μάθουμε ποτέ πόσες είναι αυτές οι χαμένες αθώες ζωές του πλοίου, όπως δεν θα μάθουμε ίσως ποτέ, πόσες είναι οι χαμένες αθώες ζωές της πατρίδας μας.
Στην πουπουλοφωλιά τώρα, ο πρόεδρος του συνδικάτου πήγε αύτανδρος, με συνέπεια άλλες φουρτούνες σκαμπανεβάσματα και ταρακουνήματα. Μια ταρακουνημένη –χικ- και ξεπουπουλιασμένη μάλιστα ένοικος της πουπουλοφωλιάς, εξεμάνη γιατί κάποιοι εκεί μέσα κάπνιζαν τσιμπούκι, και δεν της έδωσαν μια τζούρα, ενώ μια ετέρα, αναμπουμπουλιασμένη ζητούσε επειγόντως να σιάξει το μαλλί της.
Πολλά ποντίκια θ΄αρχίσουν να εγκαταλείπουν το πλοίο, άλλα θα ριχθούν στο ποτάμι, άλλα θα αναδυθούν όπως οι φελλοί, έχουμε ακόμα να ζήσουμε πολλές ιλαροτραγικές καταστάσεις. Ας κρατηθούμε όμως όλοι μαζί, αγκαλιασμένοι και ζεστοί, και που ξέρεις μπορεί κάποια στιγμή να βρεθεί και για μας κάποιος διασώστης.
Με εκτίμηση,
Αγγελική Π.