Γράφει ο Μενέλαος Σπυράκος*
Πλησιάζει η ημέρα που εναγωνίως θα ακούσουμε όλοι, τις νέες εξαγγελίες του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα από το βήμα της ΔΕΘ. Είναι σχεδόν βέβαιο πως και φέτος θα εξαγγείλει την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, θα ανακοινώσει μέτρα για την ανάπτυξη της οικονομίας και φυσικά θα δεσμευθεί, πάλι, για αύξηση του κατώτατου μισθού. Παλιά μου τέχνη κόσκινο…
Ας δούμε όμως τι είναι και από τι συναρτάται το ύψος ή μάλλον στην προκειμένη το… βάθος, του κατώτατου μισθού, με όρους της αγοράς. Ο μισθός ενός υπαλλήλου είναι και αυτός αποτέλεσμα της προσφοράς και της ζήτησης που υπάρχει για εργασία. Σε μία οικονομική ζώνη δυο ή περισσοτέρων χωρών που υπάρχει ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων αλλά δεν υπάρχει η δυνατότητα νομισματικής πολιτικής (υποτίμηση του νομίσματος), όπως η Ε.Ε., οι λύσεις στην αυξανόμενη ζήτηση εργασίας είναι δυο.
Η μία είναι η μείωση του εργατικού κόστους και του κόστους παραγωγής (ταμεία, εισφορές, βασικός μισθός κλπ) ώστε να προσελκυστούν επιχειρήσεις που θα δημιουργήσουν ζήτηση για εργαζόμενους.
Η άλλη είναι η μετακίνηση σε χώρα μέλος της ένωσης που υπάρχει η ζήτηση αλλά δεν υπάρχει προσφορά. Η μετακίνηση αυτή των εργαζομένων έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της προσφοράς εργασίας στην χώρα από όπου έφυγαν και κατά συνέπεια την συγκράτηση των μισθών.
Η μείωση του βασικού μισθού στα 432,75 € καθαρά, για εργαζόμενους κάτω των 25 και στα 495,25 € για εργαζόμενους άνω των 25 ετών έγινε το 2012 από την κυβέρνηση Παπαδήμου με στόχο την μείωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο. Δηλαδή την μείωση της κατανάλωσης εισαγόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, και όχι την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας, όπως λανθασμένα κυριάρχησε ως αιτιολογία.
Η πολιτική που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις από το 2012 ως το 2016 για την επίτευξη των μνημονιακών δεσμεύσεων, όπως βλέπουμε στον παρακάτω πίνακα, συνδύαζαν περικοπές δημοσίων δαπανών και φορολογία, με τις περικοπές δημοσίων δαπανών να είναι σαφώς υψηλότερες (με εξαίρεση το 2015).
Ωστόσο, το 2017 συμβαίνει το εξωφρενικό, όλοι οι στόχοι της κυβέρνησης να επιτυγχάνονται σχεδόν αποκλειστικά μέσω φορολογίας, την οποία κατά τα άλλα σε κάθε ΔΕΘ ο πρωθυπουργός μειώνει.
Το μόνο που μείωσε τελικά, ήταν το αφορολόγητο όριο στι 5.000€, μόλις 4.000 χαμηλότερα από τις 9.100 που ήταν το όριο παραίτησης του κ. Τσακαλώτου. Έτσι ο βασικός μισθός μειώνεται αυτόματα στα 337,5€ και στα 386,3€ αντίστοιχα.
Στην Ελλάδα του 2017 έχουμε το παράδοξο, η κυβέρνηση να αυξάνει όλες τις άλλες τιμές που επιβαρύνουν το κόστος της εργασίας και αποτρέπουν τις επενδύσεις (ενέργεια, γραφειοκρατία, ταμεία, εισφορές, έμμεση φορολογία κλπ) και να μειώνει τον μισθό στα 360€, εξαφανίζοντας την όποια κατανάλωση, καθιστώντας αδύνατη την επιβίωση των πολιτών και ακυρώνοντας ουσιαστικά την θυσία περισσοτέρων από 500.000 Ελληνίδων και Ελλήνων που μετανάστευσαν.
Είναι πλέον σαφές πως η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση δεν θα φέρει καμία ουσιαστική αύξηση στους ρυθμούς ανάπτυξης. Η όποια μείωση της ανεργίας ευαγγελίζεται θα επιτευχθεί είτε μόνο μέσω θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα, επιβαρύνοντας επιπλέον τον ήδη βεβαρημένο κρατικό προϋπολογισμό, είτε με θέσεις ημιαπασχόλησης, αυτές που προεκλογικά ξόρκιζε, κυρίως στον τουριστικό κλάδο.
Άλλη μία τρομερή τρομερή «επιτυχία» της κυβέρνησης.