του Νίκου Νικολόπουλου (*)
Ο προϋπολογισμός του 2019 έχει βαθιές και απόκρημνες χαράδρες, αλλά και κάποιες… πράσινες κοιλάδες.
Ή, με άλλα λόγια, είναι ένα σχέδιο με «καλές ειδήσεις» για τμήματα της κοινωνίας, που επ’ ουδενί όμως συνιστά έναν μεταμνημονιακό προϋπολογισμό βάσιμης και ουσιαστικής αποκατάστασης των αδικιών που έγιναν στα μνημονιακά χρόνια.
Διότι, η αλήθεια είναι πως με τον προτεινόμενο προϋπολογισμό έρχονται παροχές 710 εκατ. ευρώ, οι οποίες όμως συνοδεύονται από επιπλέον φόρους 1 δις ευρώ, αλλά, βέβαια, διασφαλίστηκε η μη περικοπή των συντάξεων.
Γίνεται η πρόβλεψη για ανάπτυξη που θα φτάσει το 2,5% το 2019. Θα τολμήσω να πω, όμως, ότι δεν είναι πρόβλεψη, αλλά μάλλον ευχή! Και με ευχές δεν κινείται η πραγματική Οικονομία, αλλά μόνο με πράξεις!
Μπορεί, λοιπόν, ο νέος προϋπολογισμός να ενσωματώνει θετικά μέτρα, πλην όμως η «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής κοινωνίας, η μεσαία τάξη, δηλαδή οι πολίτες μεσαίων εισοδημάτων και μεσαίας ακίνητης περιουσίας, ουσιαστικά δεν έχουν -δυστυχώς- απολύτως τίποτα θετικό να περιμένουν.
Στους χαμένους του νέου προϋπολογισμού περιλαμβάνονται και όσοι έχουν ακίνητη περιουσία άνω των 150.000 ευρώ, αφού δεν ωφελούνται από το σχέδιο μεσοσταθμικής μείωσης του φόρου κατά 10%.
Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εγκαλεί την Ελλάδα, κυρίως ως προς το σκέλος των μεταρρυθμίσεων, η οποία από την μία επικυρώνει τον προυπολογισμό, αλλά από την άλλη ακυρώνει την κυβερνητική πολιτική στο θέμα των διαρθρωτικών αλλαγών.
Και δυστυχώς η Ελλάδα κινδυνεύει να μην λάβει το μέρος που της αντιστοιχεί από τα περίπου 4,8 δις. ευρώ από τα κέρδη της ΕΚΤ και άλλων κεντρικών τραπεζών των μελών της Ευρωζώνης που πρόκειται να επιστραφούν με εξαμηνιαίες δόσεις μέχρι τον Ιούνιο του 2022.
Εκτός όμως των Εκθέσεων της Κομισιόν και άλλα «νωπά» γεγονότα, όπως η πρόσφατη κατάρρευση του χρηματιστηριακού ταμπλό, είναι άκρως αποκαλυπτικά για το γεγονός ότι οι αγορές δεν έχουν πεισθεί για τις προοπτικές της Ελλάδας.
Τα σοβαρά ερωτήματα το οποία τίθενται είναι:
Υπάρχει ρεαλιστική πιθανότητα να βρεθούν επενδυτές για τα ομόλογα των τραπεζών, τη στιγμή που το ίδιο το ελληνικό Δημόσιο δεν μπορεί να εκδώσει ομόλογα; Και μάλιστα σε μία συγκυρία όπου, παράλληλα, χώρες όπως η Ιταλία, η Ιρλανδία και η Ισπανία απορροφούν ήδη επενδυτές και έτσι ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος; Πως είναι λοιπόν δυνατόν να επιτευχθεί ο στόχος της ανάπτυξης όταν οι επενδύσεις συνεχίζουν να είναι στάσιμες και μηδαμινές; Στα αλήθεια, δεν βλέπει η Κυβέρνηση ότι η «γιγάντωση» του πρωτογενούς πλεονάσματος, που προήλθε από την περικοπή ουσιαστικά των δημοσίων επενδύσεων, κάθε άλλο παρά θετικά κρίθηκε από τους επενδυτές;
Με τις τράπεζες στην Ελλάδα να είναι ανύπαρκτες σε ότι αφορά τη χρηματοδότηση της επιχειρηματικότητας και χωρίς να υπάρχει σχέδιο εξόδου από την κατάσταση αυτή, οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν διέξοδο ρευστότητας πουθενά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου 700 εκ. δημόσιοι πόροι, που θα έπρεπε να δοθούν για τη δανειοδότηση επιχειρήσεων από το πρόγραμμα 2014-2020, ακόμη μένουν απενεργοποιημένα κάπου ανάμεσα στις υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας ΕΣΠΑ!
Εξάλλου, προς… αναζήτηση βρίσκεται το σχέδιο της δημιουργίας της Ελληνικής Τράπεζας Ανάπτυξης που όπως είχε εξαγγελθεί θα φρόντιζε για την στήριξη των επιχειρήσεων με δάνεια.
Σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ και γενικώς στις ελεύθερες δυτικές οικονομίες, υπάρχουν και λειτουργούν δημόσιες αναπτυξιακές Τράπεζες οι οποίες έχουν συμπληρωματικό ρόλο έναντι των εμπορικών τραπεζών.
Ερωτώ, πως είναι δυνατόν η Ελλάδα να είναι η μοναδική χώρα που οι ανύπαρκτες τράπεζες της να ορίζουν το αν θα ιδρυθεί και το πώς θα λειτουργεί η Αναπτυξιακή Τράπεζα;
Στην Ελλάδα τέτοιος φορέας έπρεπε να υπάρχει εδώ και χρόνια!
Κοντολογίς, τι μας λένε οι κυβερνώντες; Πως θα φταίνε οι άλλοι…
Όμως, τονίζω ξεκάθαρα πως…. Όχι! Τώρα πια δεν θα φταίνε μόνο οι άλλοι… Τώρα πια φταίμε κυρίως εμείς! Εμείς, που ως χώρα δεν προσπαθούμε να αλλάξουμε…
Δεν υπάρχει σήμερα Μνημόνιο, αλλά εάν επαναπαυθεί η Κυβέρνηση στις «δάφνες της», τότε πολύ σύντομα θα μας αναγκάσει να ξαναθυμηθούμε μια παλιά ταινία, το θρυλικό και αξέχαστο: «Οι Γερμανοί ξανάρχονται!»
Αισθάνομαι, εν τέλει, πως βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής.
Αλλά δεν είμαι βέβαιος πως αυτή που αρχίζει θα είναι και πιο ελπιδοφόρα.
Θα ήμουν πιο σίγουρος εάν είχαμε βρει τον δρόμο προς τις αγορές, εάν οι επενδυτές είχαν πειστεί να επιστρέψουν, εάν πίστευα ότι οι παροχές συνδυάζονται από ελάφρυνση φόρων και αποκτούν χαρακτήρα μονιμότητας, χωρίς να αφορούν μία εκλογική χρονιά.
Απλά, ελπίζω.
Και θα συνεχίσω να αγωνίζομαι για το καλύτερο σε μια εκλογική χρονιά, υψηλών προκλήσεων και πολλών παραμορφωτικών καθρεπτών
(*) Ο Νίκος Νικολόπουλος είναι Πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος και ανεξάρτητος βουλευτής Αχαΐας