Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Ο Γιάννης Πρετεντέρης είναι σίγουρα απ’ αυτούς που πολλοί «αγαπούν να μισούν», αλλά έχει τουλάχιστον ένα χάρισμα: μιλάει απερίφραστα. Στο χθεσινό δελτίο ειδήσεων του MEGA, λοιπόν, είπε -σε δική μου ελεύθερη απόδοση- κάτι αξιοπρόσεκτο: «Το να ζητήσουν οι δανειστές από τη νέα κυβέρνηση να ανεβάσει το ύψος των μέτρων του ‘‘μέιλ Χαρδούβελη’’ από 900 εκατ. σε 1,5 ή 2 δισ. ευρώ, το καταλαβαίνω. Αλλά να τους καταθέτει πρόταση η ελληνική κυβέρνηση για μέτρα ύψους 7,9 δισ. ευρώ και αυτοί να ζητούν περισσότερα, κάτι άλλο κρύβει». Εννοώντας ότι οι υπερβολικές απαιτήσεις των δανειστών έχουν σαφώς πολιτικό κίνητρο.
Αυτό που είπε ο Πρετεντέρης, το υποψιάζεται πλέον ένας ολόκληρος λαός: μήπως ο πραγματικός στόχος των δανειστών δεν είναι η υποτιθέμενη αποκατάσταση της βιωσιμότητας του ελληνικού προγράμματος, αλλά η ίδια η κυβέρνηση; Μήπως θέλουν να την ανατρέψουν;
Στα χθεσινά δελτία ειδήσεων των 8 ήταν εμφανές το «μούδιασμα», για έναν λόγο που σε μας τουλάχιστον ήταν προφανής: αν η υπαιτιότητα για τη μη ύπαρξη συμφωνίας περάσει στην πλευρά των δανειστών, τότε το μέτωπο της αντιπολίτευσης θα δεχθεί ένα καίριο πλήγμα. Διότι πλέον δεν θα είναι η κυβέρνηση που ευθύνεται για τη μη ύπαρξη συμφωνίας, αλλά οι δανειστές, τους οποίους πλέον θα βαρύνει και η υποψία ότι ενεργούν με δόλια πολιτικά κίνητρα. Σε αυτή την περίπτωση το εσωτερικό αντιπολιτευτικό μέτωπο του «Mένουμε Ευρώπη» θα ενοχοποιηθεί επίσης για συνεργία με όσους εκ των δανειστών απεργάζονται με δόλο την ανατροπή της πρόσφατα και δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης της χώρας…
Πριν ο Πρετεντέρης παραδεχτεί δημόσια το «ένοχο μυστικό», ήταν ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι που μας έβαλε στα… ίχνη ενός άλλου μυστικού. Δήλωσε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι κάποιοι θέλουν να πετάξουν την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης και ότι αυτό δεν πρέπει να επιτραπεί. Το τι εννοούσε, μας το διευκρίνισαν δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου: ενόψει της εν εξελίξει διαδικασίας για τη θεσμική ολοκλήρωση της Ευρωζώνης (με δικό της Κοινοβούλιο, πρόεδρο, περαιτέρω οικονομική ενοποίηση, υπουργό Οικονομικών κ.λπ.), κάποιοι θέλουν να απαλλαγούν από την οικονομικά και πολιτικά «προβληματική» Ελλάδα.
Ωστόσο, ο λόγος που αυτό ενόχλησε τον κ. Ρέντσι δεν είναι επειδή θίχτηκε το περί δικαίου αίσθημά του, αλλά γιατί η θεσμική ενοποίηση της Ευρωζώνης θα έχει και τις εσωτερικές της «ταχύτητες». Η Γαλλία πήρε ήδη θέση στην πρώτη «ταχύτητα», μαζί με τις χώρες του «γερμανικού άξονα» (Φινλανδία, Ολλανδία, Αυστρία κ.λπ.), η Ιταλία και η Ισπανία όμως έμειναν εκτός… νυμφώνος. Ποια μοίρα επιφυλάσσει για την Ιταλία, με πάνω από 2 τρισ. ευρώ τοξικό χρέος, η υποβάθμισή της στη δεύτερη ταχύτητα της υπό θεσμική ενοποίηση Ευρωζώνης; Το ερώτημα αυτό μόνο ανατριχίλα μπορεί να προκαλεί στον κ. Ρέντσι, οπότε εντελώς λογικά βλέπει στο σχέδιο να «θυσιαστεί» η Ελλάδα το προοίμιο μιας υποτιμητικής (με όλες τις σημασίες της λέξης) μελλοντικής συμπεριφοράς απέναντι στη χώρα του.
Το «ένοχο μυστικό» που μας αποκάλυψε ο κ. Ρέντσι δεν είναι μόνο το ζοφερό μέλλον του ευρωπαϊκού Νότου σε μια ενοποιημένη υπό το γερμανικό «μαστίγιο» Ευρωζώνη, αλλά ότι η κρίση της Ευρωζώνης έχει φτάσει σε τόσο οριακό σημείο, ώστε να βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα «Ενοποίηση με σκληρές -γερμανικές- νόρμες ή διάλυση». Η ανάδειξη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, μιας ελληνικής κυβέρνησης που για πρώτη φορά στα μνημονιακά χρόνια διαπραγματεύεται σκληρά (ό,τι και αν έχει κανείς να της προσάψει για τον τρόπο που διαπραγματεύεται) είναι το «ατυχές γεγονός» που αντικειμενικά λειτουργεί σαν «επιταχυντής» είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση.
Επειδή λοιπόν «εδώ παίζεται κάτι πολύ μεγάλο», η αντιμετώπιση των δανειστών προς την ελληνική κυβέρνηση είναι καθαρά πολιτική. Η «φυσική ροπή» τους είναι να επιβάλουν μια συμφωνία που θα ισοδυναμεί με άμεση εκκίνηση διαδικασιών ανατροπής αυτής της κυβέρνησης, ειδάλλως να εξωθηθεί σε έξοδο από την «υπό ανακαίνιση» Ευρωζώνη.
Με την πρότασή της των 7,9 δισ. ευρώ η κυβέρνηση κατάφερε τουλάχιστον ένα πράγμα: να αποκαλύψει το «ένοχο μυστικό», δηλαδή τα δόλια πολιτικά κίνητρα των δανειστών. Πιθανότατα σήμερα θα μας αποκαλυφθεί και ποια από τις δύο επιδιώξεις θα υλοποιηθεί, αλλά και αν το «τέλος της μέρας» θα τους βρει ενοποιημένους. Διότι δεν υπάρχει μόνο το δίλημμα που αυτοί έχουν θέσει στην ελληνική κυβέρνηση, αλλά και το δίλημμα που η κρίση θέτει στην ίδια την Ευρωζώνη: ενοποίηση ή διάλυση. Που είναι κι αυτό ανοιχτό και στις δύο απαντήσεις…