Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Ο αριθμός 17 δεν είναι «γούρικος» για την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Προχθές, 17 ήταν (ξανά;!) οι ώρες που διαπραγματεύονταν οι κ. Τσακαλώτος και Σταθάκης με τους δανειστές. Ωστόσο, τελικά συνέβη το… αναπόφευκτο: η συμφωνία επήλθε στο έδαφος των απόψεων των δανειστών. Ως εδώ, τίποτε το πρωτότυπο, αλλά όποιος πιστεύει ότι είμαστε στο business as usual και ότι τους επόμενους μήνες θα… πλήξουμε, κάνει μεγάλο λάθος.
Ας πάμε λοιπόν λίγο πίσω για να πιάσουμε το νήμα. Στο πρόσφατο Eurogroup ο «πολύς» Βόλφγκανγκ Σόιμπλε συμφώνησε μα αποδεσμευτούν τα πρώτα 10 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών, όχι όμως και τα 2 δισ. ευρώ της «κανονικής» δόσης. Ο Αλέξης Τσίπρας το αξιολόγησε σε πανηγυρικούς τόνους, λέγοντας ότι είναι θετικό που αποδεσμεύτηκε η ανακεφαλαίωση των τραπεζών από την αξιολόγηση του προγράμματος. Αν με αυτό εννοούσε ότι οι δανειστές, μεταξύ αυτών και ο Σόιμπλε, «βάζουν νερό στο κρασί τους», τότε έκανε ένα λάθος που έχει πλέον αποδειχτεί με την κατάληξη των διαπραγματεύσεων. Όμως δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό, γιατί απλούστατα τίποτε δεν τελείωσε εδώ…
Από τους κόλπους των δανειστών το κλίμα που εκπέμπεται δεν επιδέχεται παρερμηνειών: για την Ελλάδα, αυτό το πρόγραμμα είναι η τελευταία ευκαιρία. Προσθετικά, δηλώνεται σε όλους τους τόνους ότι ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε με αυτό το πρόγραμμα είναι τόσο οριακός, ώστε «δεν βγαίνει χωρίς υπερπροσπάθεια». Αντί «υπερπροσπάθειας», ωστόσο, βλέπουν να επαναλαμβάνεται η γνωστή και στερεότυπη κατ’ αυτούς «ελληνική παθολογία»: οι Έλληνες υπογράφουν ένα πρόγραμμα που δεν το πιστεύουν, και από την επόμενη μέρα αρχίζουν τα περί «πολιτικής διαπραγμάτευσης», «ισοδυνάμων», «κόκκινων γραμμών» κ.λπ. θεωρώντας ότι όλα αυτά τα κάνουν έχοντας αποφύγει τον κίνδυνο και εκ του ασφαλούς. Και ήδη η δυσαρέσκεια άρχισε να συσσωρεύεται στο Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη. Λέγεται ότι κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα μετά του κ. Μοσκοβισί, ο «παλιός» στη διαχείριση των ελληνικών προγραμμάτων προσαρμογής κ. Κοστέλο δήλωσε απορών σε Έλληνες συνομιλητές του ότι «οι Έλληνες επιδεικνύουν για μία ακόμη φορά άγνοια κινδύνου αντί να αρπάξουν την τελευταία ευκαιρία που τους δίνει η Ευρώπη».
Πώς εξηγείται τότε η «μεγαλοθυμία» του κ. Σόιμπλε να συμφωνήσει στην εκταμίευση του ποσού για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών παρά τις εκκρεμότητες στην αξιολόγηση του προγράμματος; Πολύ απλά, τόσο για τον κ. Σόιμπλε όσο και για τον κ. Ντράγκι, τον Γιουνκέρ, τον Μοσκοβισί κ.λπ., οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να θωρακιστούν πριν -και ανεξαρτήτως αν- η ελληνική κρίση υποτροπιάσει ξανά. Διότι αυτές υπάγονται στον ευρωπαϊκό μηχανισμό τραπεζικής εποπτείας υπό την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Άρα τυχόν κρίση ή κατάρρευση των ελληνικών τραπεζών θα έκανε αυτό το μηχανισμό εντελώς αναξιόπιστο στο ξεκίνημά του. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν είναι ακόμη επαρκώς θωρακισμένες ώστε να μην υποστούν συνέπειες από μια κρίση των ελληνικών τραπεζών – από αυτό τον κίνδυνο δεν εξαιρούνται και οι γερμανικές, κάτι που ο κ. Σόιμπλε το ξέρει καλύτερα από μας…
Η ερμηνεία της στάσης του κ. Σόιμπλε είναι, λοιπόν, εντελώς ανάποδη από αυτή που έδωσε ο πρωθυπουργός: βιάζονται για την ανακεφαλαίωση των ελληνικών τραπεζών γιατί η αισιοδοξία τους για την πορεία του ελληνικού προγράμματος έχει ήδη αρχίσει να υπονομεύεται. Βιάζονται να θωρακίσουν το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα από μια υποτροπή της ελληνικής κρίσης…
Όσον αφορά τον ίδιο τον κ. Σόιμπλε, όσοι τον γνωρίζουν, λένε ότι πιστεύει ακράδαντα πως η Ελλάδα θα σπαταλήσει και αυτή, την τελευταία ευκαιρία, και επομένως σύντομα η πρότασή του για «επιδοτούμενο» Grexit θα καταστεί η μόνη ρεαλιστική. Αναμένοντας το «μοιραίο», βάσει του τετράγωνου γερμανικού ορθολογισμού, τελεί σε κατάσταση «ολύμπιας αναμονής» του αναπόφευκτου…
Το ερώτημα είναι: το Μαξίμου τα γνωρίζει ή έστω τα υποψιάζεται όλα αυτά ή πλέει σε πελάγη… ευτυχίας; Δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτό το κλίμα, που το έχουν εισπράξει πολλοί άλλοι, δεν το έχουν εισπράξει στο Μαξίμου… Η αδυναμία όμως είναι κακός σύμβουλος και συχνά τρέφει ψυχολογικούς μηχανισμούς αυταπατών ή και «ηθελημένης τύφλωσης». Δεν είναι απίθανο ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του να έχουν πάρει στα σοβαρά το σενάριο να στηριχτούν στις γαλλικές «πλάτες» για να αθετήσουν μέρος των συμφωνηθέντων ή να πιστεύουν ότι «η Γαλλία δεν θα επιτρέψει ποτέ» να φύγει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη. Σε αυτή την περίπτωση, θα έχουν κάνει ένα τρομερό λάθος: ο «άξονας» με τη Γαλλία μπορεί να είναι πολύ χρήσιμος, όχι όμως για να αμφισβητηθούν όσα υπογράφτηκαν πριν καλά-καλά στεγνώσει το μελάνι των υπογραφών, αλλά για να υπάρξουν αναπτυξιακά αντίβαρα στη σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή – «να γίνουν όλα όσα πρέπει, αλλά να πλαισιωθούν και από αναπτυξιακά μέτρα».
Αν λοιπόν η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σύντομα «βαλτώσει» και αποδειχτεί ανίκανη να αρπάξει την «τελευταία ευκαιρία», τι θα συμβεί; Τα ενδεχόμενα, όπως ήδη σε κάποιους «κύκλους» άρχισαν να συζητιούνται, είναι τρία: Είτε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας θα γίνει, για δεύτερη φορά, μέρος της λύσης του προβλήματος είτε θα παραμεριστεί είτε το πρόβλημα θα σκάσει στα χέρια του και θα είναι αυτός που θα χρεωθεί το Grexit.
Το πρώτο ενδεχόμενο θα σήμαινε ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα προχωρήσει στη δεύτερη ύστερα από τον Ιούλιο -και οριστική αυτή τη φορά- μνημονιακή «εξυγίανση» της κυβέρνησης και του κόμματος. Και, όπως στην πρώτη περίπτωση «χειραφετήθηκε» από την Αριστερή Πλατφόρμα και τις «δουλείες» του προεκλογικού προγράμματος και της εντολής της 25ης Ιανουαρίου, στη δεύτερη περίπτωση να «χειραφετηθεί» από τις «δουλείες» της εντολής της 20ής Σεπτεμβρίου («παράλληλο πρόγραμμα», «ισοδύναμα» κ.λπ.) και τα εναπομείναντα αριστερά «σταγονίδια» στην κυβέρνηση και το κόμμα. Αυτό, ανάμεσα στ’ άλλα, θα μπορούσε να σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα «εξυγιανθεί» και θα διευρυνθεί ταυτόχρονα προς ΠΑΣΟΚ – Ποτάμι, και όλα αυτά με τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα στο «τιμόνι»… Για να προχωρήσει ένα τέτοιο σενάριο, θα απαιτούνταν μια μικρότερη ή μεγαλύτερη δόση -και σκηνοθεσία- δραματοποίησης, κρίσης κ.λπ.
Το δεύτερο ενδεχόμενο θα σήμαινε μια πραγματική κρίση, που θα έφερνε τον παραμερισμό του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα και μια νέα κυβέρνηση «εκτάκτου ανάγκης».
Όσο για το τρίτο ενδεχόμενο, όπου το πρόγραμμα καταρρέει και το Grexit «σκάει» στα χέρια του Αλέξη Τσίπρα και αυτής της κυβέρνησης, δεν είναι «παραγωγικό» να εξεταστεί αυτή τη στιγμή.
Το ερώτημα που πρέπει τώρα να τεθεί, είναι: Έχει καμιά σχέση με όλα αυτά με την «Πανουσιάδα» που βλέπουμε σε συνέχειες το τελευταίο διάστημα; Αυτή αφορά μόνο κόντρες καναλαρχών με την κυβέρνηση και κόντρες «φραξιών» για τον έλεγχο του «βαθέος κράτους» της ΕΥΠ ή της Αστυνομίας ή έχει βαθύτερες προεκτάσεις; Το γεγονός ότι τα στοχοποιούμενα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ανήκουν στην αριστερή τάση των εναπομεινάντων «53» και παρά το ότι αυτό είναι πασιφανές και παγκοίνως γνωστό, δεν αναφέρεται σε κανένα ρεπορτάζ, θα μπορούσε να μας υποψιάσει, αλλά ασφαλώς είναι μια ασθενική ένδειξη και τίποτε περισσότερο για την ώρα.
Το ερώτημα αυτό ισοδυναμεί με το επόμενο: Ποια είναι η στάση της ελληνικής πολιτικο-επιχειρηματικής ελίτ στα τεκταινόμενα; Τις μέρες του δημοψηφίσματος ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης μίλησε για την «αστική τάξη», που θα «αντιδράσει αλλιώς» αν ο Αλέξης Τσίπρας δεν υπογράψει συμφωνία με τους δανειστές. Τις ίδιες μέρες, ο έτερος των σημερινών διεκδικητών της αρχηγίας στη ΝΔ Άδωνις Γεωργιάδης διαπίστωνε περιχαρής ότι «η αστική τάξη αφυπνίζεται». Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε ήδη τις τροχιοδεικτικές βολές από κέντρα του συστήματος που θέλουν να «σπρώξουν» είτε σε μια βίαιη «εξυγίανση» και διεύρυνση της κυβέρνησης είτε και σε ανατροπή της;
Τα ερωτήματα μπορεί να φαίνονται «τολμηρά», τα καταθέτουμε όμως για να δοκιμαστούν στο χρόνο…