Την ώρα που οι αγγλόφωνοι λένε «a piece of cake» για να μιλήσουν για κάτι πανεύκολο, η φράση «μια μπουκιά ψωμί» θρέφει διαχρονικά τις επαναστάσεις των πεινασμένων Ελλήνων. Ίσως περισσότερο από κάθε άλλο Ευρωπαίο, ο Έλληνας ανησυχεί για το φαγητό του, γιατί έχει μάθει την βάρβαρη έλλειψή του. Το αγαπά, κιόλας, το φαγητό ο Γραικός, γιατί το έχει μοχθήσει αιώνες κι έχει, πια, συνδέσει την καρδιά του με το στομάχι του.
Ο τυπικός Νεοέλλην, όμως, κουβαλά γονιδιακά τόσο τον πεινασμένο αντάρτη στα βουνά όσο και τον υπερκορεσμένο πολίτη της Μεταπολίτευσης. Θα παραγγείλει, τη μία φορά το μήνα έστω που το αντέχει, τέσσερις μερίδες πατάτες, όταν πάει για φαγητό. Θα ζητήσει άλλο ένα κρασί, πριν τελειώσει η πρώτη κανάτα. Δεν είναι ότι πεινά και διψά πολύ-είναι ότι φοβάται διαρκώς μην του τα φάει και του τα πιει κάποιος άλλος. Σε αυτόν τον όχι αδίκως φοβισμένο φαγά, που κρύβεται μέσα σε πολλούς Έλληνες, στοχεύει η νέα μόδα των μιντιακών μαγειρεμάτων.
Δώστου οι εκπομπές σχεδόν σε κάθε κανάλι και σε κάθε ζώνη ώρας, δώστου οι μακροσκελείς στήλες σε free press και τα ένθετα σε εφημερίδες , δώστου οι εκδηλώσεις των celebrity chef σε Mall και πλατείες. Όλα αυτά είναι τόσο αθώα και νόστιμα, όσο μια κουταλιά φρουτόκρεμα. Μήπως, όμως, απευθύνονται σε μια -ανεπηρέαστη- αφρόκρεμα;
Μπορεί. Το ζήτημα, όμως, είναι το εξής: Δεν μιλάμε για φαγάδικα και ρεστοράν, για εκπομπές μαγειρικής μιλάμε. Αυτό που πουλάει, δηλαδή, είναι η μαυλιστική διαδικασία της κατασκευής ενός φαγητού. Τρώγοντας εσύ την άνοστη σαλάτα σου στο μικρό κουζινάκι με έπιπλα ΙΚΕΑ, βλέπεις τα μπαλσάμικα και τα καραμελωμένα αμύγδαλα και τα ευφάνταστα σκεύη και τρελαίνεσαι. Κάποια στιγμή, ίσως και να πεταχτείς στο σούπερ μάρκετ για να δοκιμάσεις την τύχη σου ως μάγειρα-πολλάκις ανεπιτυχώς. Θα τσαντιστείς και θα πας να φας απ’ έξω κανένα hot-dog ή κανένα donut, φθηνά και νόστιμα προϊόντα που-τι έκπληξις!- έχουν πιάσει πολύ τους τελευταίους μήνες στην Αθήνα, ιδίως.
Όπως ο Έλληνας παρακολουθεί ηδονοβλεπτικά τις παρουσιάστριες να κάνουν «μμμ…» με κλειστά μάτια, δοκιμάζοντας ράμφος πάπιας με χυμό καρύδας και παναρισμένες ρίζες κακαόδεντρου, κάπως έτσι παρακολουθεί και τις αποφάσεις να λαμβάνονται από τους έμπειρους γευσιγνώστες της εξουσίας. Και έτσι όπως μετά την ψηφιακή μάσα θα βγει, παραιτημένος από τον αγώνα για ικανοποιημένο ουρανίσκο, να φάει φθηνό λουκάνικο με κέτσαπ, έτσι μετά την παρακολούθηση «των όσων πρέπει να γίνουν για να σωθεί η χώρα», θα χωθεί πιο βαθιά μες στο καβούκι του. Αδυνατεί να «μαγειρέψει» αυτός τις λύσεις, είναι προτιμότερο να τις παρακολουθεί να ανακατεύονται από άλλα χέρια, «έμπειρα». Βασικά, είναι ωραίο να παρακολουθεί, να ακούει, να ενημερώνεται, να μαθαίνει. Το δύσκολο είναι να πράττει. Έτσι, ο Στουρνάρας είναι… γκουρμέ!