Επιμένει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, στην ανάγκη να υπάρξει ένα «δίχτυ ασφαλείας» μετά την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο και καλεί την κυβέρνηση να εξετάσει την προληπτική γραμμή στήριξης, την ώρα που το υπουργείο Οικονομικών επισημαίνει σε κάθε τόνο ότι επιθυμία του είναι η «καθαρή έξοδος».
Στην ομιλία του στην 85η Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι «δεν θα πρέπει να δραματοποιείται το μέτρο της προληπτικής στήριξης», αν και εμφανίστηκε ταυτόχρονα θετικός και στο λεγόμενο αποθεματικό ασφαλείας (cash buffer). Η προληπτική γραμμή στήριξης, όπως εξήγησε, θα μείωνε το κόστος δανεισμού της χώρας, καθώς θα διατηρήσει το waiver για τα ελληνικά ομόλογα ενώ θα αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο να συμμετέχουν και τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα επαναγοράς της ΕΚΤ.
Ο κεντρικός τραπεζίτης ζήτησε να επιταχυνθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και να απλοποιηθεί το φορολογικό πλαίσιο με μείωση των συντελεστών για νοικοκυριά και επιχειρήσεις και διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Διατήρησε δε αμετάβλητες τις προβλέψεις για την ανάπτυξη φέτος και το 2019 στο 2,4% και στο 2,5% αντίστοιχα.
Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι η επιτυχής ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 θα σηματοδοτήσει το τέλος μιας μακράς περιόδου οικονομικής προσαρμογής και θα επιτρέψει την επάνοδο στην κανονικότητα, εφόσον ωστόσο υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες. «Υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποδειχθεί αφετηρία ταχείας και διατηρήσιμης ανάπτυξης» ανέφερε και εξήγησε πως τέσσερα είναι τα κρίσιμα ζητήματα, που θα επιδράσουν καθοριστικά στην πορεία της οικονομίας στο εξής:
(α) Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους
Το μεγάλο ύψος του δημόσιου χρέους τροφοδοτεί την αβεβαιότητα, υποσκάπτει την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας, επηρεάζει δυσμενώς την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας και δυσχεραίνει την ομαλή έξοδο από το πρόγραμμα, ανέφερε.
Στο πλαίσιο αυτό, η έκθεση βιωσιμότητας του χρέους από τους θεσμούς και η λήψη των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσής του από το Eurogroup πρέπει να γίνουν όσο το δυνατόν συντομότερα και με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών και να δρομολογηθεί η ομαλή έξοδος από το πρόγραμμα.
(β) Η εμπέδωση της εμπιστοσύνης
Για να επιτύχει η Ελλάδα την έξοδο στις αγορές με ευνοϊκούς όρους, πρέπει να εμπεδώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και να διαβεβαιώσει ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν θα διολισθήσει εκ νέου σε λάθος κατεύθυνση. Οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί πρέπει να τηρηθούν και να γίνουν αποφασιστικά βήματα για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των αποκρατικοποιήσεων, τόνισε ο κ. Στουρνάρας, προσθέτοντας ότι στον τομέα αυτό σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η νομοθεσία για τις χρήσεις γης.
«Η διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής, στην οποία θα εντάσσονται οι στόχοι, δημοσιονομικοί και διαρθρωτικοί, που έχουν ήδη αποφασιστεί για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος, θα δώσει ισχυρή ώθηση στην εμπιστοσύνη. Επιπλέον, θα διευκολύνει την επιστροφή καταθέσεων στις τράπεζες και θα ενδυναμώσει την πιστοδοτική τους ικανότητα» εξήγησε.
(γ) Ομαλή έξοδος στις αγορές
Μετά τη λήξη του προγράμματος, η Ελλάδα θα πρέπει να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών προσφεύγοντας στις διεθνείς χρηματαγορές με διατηρήσιμους όρους. «Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα χρηματοδοτικό δίχτυ ασφαλείας που θα πείθει ότι η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες συγκυριακές αντιξοότητες που καθιστούν το κόστος χρηματοδότησης μη ανεκτό» υπογράμμισε ο κεντρικός τραπεζίτης.
Μία τέτοια δικλίδα ασφαλείας είναι το προβλεπόμενο “απόθεμα ρευστότητας”, που δίνει τη δυνατότητα να αποφεύγεται η προσφυγή στις αγορές σε περιόδους αστάθειας και αυξημένου κόστους αναχρηματοδότησης. Το απόθεμα ρευστότητας δημιουργείται με τις δοκιμαστικές εκδόσεις ομολόγων πριν από τη λήξη του προγράμματος και με τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM).
Ωστόσο, επεσήμανε ο κ. Στουρνάρας, η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι «συμπληρωματικά θα πρέπει να εξεταστεί και το ενδεχόμενο ενός προληπτικού προγράμματος στήριξης».
Η ύπαρξη ενός τέτοιου προληπτικού πλαισίου στήριξης εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία, μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Επιπλέον, αυτό το πλαίσιο προληπτικής στήριξης εξασφαλίζει τη διατήρηση της “παρέκκλισης” (waiver) για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα προκειμένου αυτά να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος μέχρις ότου η Ελλάδα αποκτήσει επενδυτική πιστοληπτική διαβάθμιση.
Αντίθετα, η συσσώρευση ταμειακών διαθεσίμων, υποστήριξε, συνεπάγεται άμεσα πρόσθετο δανεισμό, ο οποίος επιβαρύνει το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
(δ) Το πλαίσιο εποπτείας μετά το πρόγραμμα
Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, είπε ο κ. Στουρνάρας, η λήξη του ελληνικού προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 δεν συνεπάγεται αποδέσμευση της χώρας από υποχρεώσεις έναντι των δανειστών της. Αυτό που αλλάζει είναι η μορφή του πλαισίου εποπτείας.
Όπως εξήγησε, ο Κανονισμός 472/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, προβλέπει αυτόματη άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα μέχρις ότου η χώρα αποπληρώσει το 75% των δανείων που έχει λάβει από άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει ενισχυμένη εποπτεία, αν κρίνει ότι συντρέχουν οι συνθήκες.
Πέραν των διατάξεων που είναι ήδη σε ισχύ, έχουν προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλαγές στην οικονομική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ, οι οποίες αφορούν ζητήματα που μπορούν να επηρεάσουν τη φύση της εποπτείας της ελληνικής οικονομίας μετά το πρόγραμμα και θα συζητηθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το πρώτο εξάμηνο του 2018. Τα ζητήματα αυτά αφορούν τον αυξημένο ρόλο του ESM και τη δυνατότητα χρηματοδότησης για την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.