Γράφει ο Ceteris Paribus
Ποιες είναι οι πολιτικές προοπτικές ύστερα από τη συμφωνία στο Eurogroup για την «καθαρή έξοδο»; Ήρθε η ώρα για τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού έβγαλε τη «βρόμικη δουλειά», να αποκαθηλωθεί πολιτικά και να επιστρέψει σταδιακά σε εκλογικά ποσοστά συνώνυμα με την πολιτική ανυποληψία; Μήπως, ακόμη χειρότερα για τον ΣΥΡΙΖΑ, του μέλλεται να γνωρίσει τη μοίρα των «ροζ» κυβερνητών της Λατινικής Αμερικής, που ανατρέπονται ένας-ένας από μια σαρωτική αντεπίθεση της δεξιάς, έχοντας συνήθως και μπλεξίματα με τη Δικαιοσύνη; Οι εκτιμήσεις εκπροσώπων ενός είδους νεοφιλελεύθερου ρομαντισμού συγκλίνουν σε μια τέτοια γκάμα εκτιμήσεων. Έχουν βάση;
Το οικονομικό και πολιτικό «ξέφωτο»
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται πλέον στο 2013 ούτε στο 2015 ούτε καν στο 2016. Είναι αλήθεια ότι η οικονομία και η πολιτική βγαίνουν σε ενός είδους «ξέφωτο». Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του και ποια η διάρκειά του;
Ας πάρουμε πρώτα την οικονομία. Η ανάπτυξη μεταξύ 1,5% και 2% δεν αρκεί βεβαίως για να γιατρέψει το «βουνό» από πληγές που άνοιξε μια σωρευτική μείωση του ΑΕΠ κατά 26% στη διάρκεια 8 συναπτών χρόνων ύφεσης. Οι προβλέψεις της Κομισιόν -κι όχι του «απαισιόδοξου» ΔΝΤ- κάνουν λόγο για διακύμανση σε ρυθμούς ανάπτυξης που δεν θα ξεπεράσουν το 2,5% τα επόμενα χρόνια και θα προσγειωθούν σε 1% μεσοπρόθεσμα.
Με λίγα λόγια, μεσο-μακροπρόθεσμα τα πράγματα είναι πολύ «σκούρα»: Για όσο διάστημα οι ρυθμοί ανάπτυξης θα κυμαίνονται περί το 2%, το πρωτογενές έλλειμμα θα είναι θηριώδες: 3,5%. Στη συνέχεια, που οι ρυθμοί ανάπτυξης θα κυμαίνονται περί το 1%, το πλεόνασμα θα είναι 2,2%. Η σχέση ανάμεσα σε ρυθμούς ανάπτυξης και πρωτογενές πλεόνασμα θα επιδεινωθεί μεσοπρόθεσμα.
Η συμφωνία του Eurogroup, από οικονομική άποψη, συνιστά σχέδιο «αργού θανάτου» και μεσοπρόθεσμα έχει ένα «τυφλό» σημείο υψηλής επικινδυνότητας. Ωστόσο, η πολιτική υλοποιείται και θριαμβεύει στο βραχυπρόθεσμο διάστημα.
Οι πολίτες τοποθετούνται πολιτικά όχι με βάση μεσο-μακροπρόθεσμους υπολογισμούς αλλά με βάση βραχυπρόθεσμες προσδοκίες και δεδομένα. Το οικονομικό και -κατά συνέπεια- πολιτικό «ξέφωτο» είναι ακριβώς βραχυπρόθεσμου ή στην καλύτερη περίπτωση βραχυμεσοπρόθεσμου ορίζοντα και διάρκειας: από 1 έως 2 έτη. Οι εκλογές τοποθετούνται επίσης στο βραχυπρόθεσμο διάστημα. Το συμπέρασμα είναι ότι οι πολιτικοί συσχετισμοί θα κριθούν σε αυτό ακριβώς το διάστημα. Πώς θα επηρεάσουν η συμφωνία του Eurogroup και η οικονομία στη διαμόρφωσή τους;
Το καινούργιο στην οικονομία είναι η δημιουργία κατάστασης κλίματος προσδοκιών: προσδοκία ανάπτυξης, προσδοκία μείωσης της ανεργίας, αίσθηση ότι τα χειρότερα είναι πίσω, αίσθηση ότι τα πιο επικίνδυνα σενάρια (έξοδος από την Ευρωζώνη) είναι παρελθόν. Ένα τέτοιο κλίμα πιστώνεται πολιτικά περισσότερο στην κυβέρνηση παρά στην αντιπολίτευση.
Το καινούργιο στην οικονομική διαχείριση είναι η νέα μορφή εποπτείας, που μετά τον Αύγουστο θα δώσει βαθμούς ελευθερίας στην κυβέρνηση να κάνει κάποια (λίγα, αλλά αξιοσημείωτου συμβολικού αποτελέσματος) πράγματα με απήχηση στα λαϊκά στρώματα και -κυρίως- να υποσχεθεί πολύ περισσότερα. Αν το παρατραβήξει, μπορεί το επιτόκιο δανεισμού να αρχίσει να «δαγκώνει» και οι επιτηρητές να αγριέψουν, αλλά ελισσόμενη με ακρίβεια, μπορεί να τα κάνει όλα αυτά αποφεύγοντας μια αναταραχή – που εξάλλου ούτε οι δανειστές θα θέλουν να έρθει τόσο γρήγορα.
Το κλίμα θετικών προσδοκιών και «ασφάλειας» που εκπέμπει η οικονομία σε συνδυασμό με μια τέτοια σχετική ελευθερία κινήσεων από την πλευρά της κυβέρνησης διαμορφώνουν ένα θετικό μομέντουμ για την κυβέρνηση. Η οποία -πρέπει να παραδεχτούμε- έχει αναπτύξει την τέχνη των επικοινωνιακών τρικ σε τέτοιο σημείο ώστε να κάνει «το άσπρο μαύρο» – φανταζόμαστε λοιπόν ότι θα επιδείξει ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στο να παρουσιάσει το γκριζαρισμένο λευκό με υπέρλαμπρα χρώματα.
Η αρθρογραφία για το ζήτημα των συντάξεων (ότι αναζητείται τρόπος για να αντισταθμιστεί η μείωση των συντάξεων από 1/1/2019) είναι ενδεικτική…
ΣΥΡΙΖΑ-Κίνημα Αλλαγής: η «μάχη των κληρονόμων»
Όσοι υποτίμησαν το γεγονός ότι ο τουρκικός λαός επί των ημερών Ερντογάν «έφαγε ψωμί», εξεπλάγησαν με την ευρεία εκλογική του νίκη. Αντιστοίχως στα καθ’ ημάς, όσοι αγωνιούν για το οριστικό τέλος τα ης Μεταπολίτευσης ή παρουσιάζονται σαν φορείς της υπόσχεσης για ένα τέτοιο οριστικό τέλος, υποτιμούν -και όχι ατιμώρητα- την ιστορική εμπειρία πλατιών λαϊκών στρωμάτων που επί των ημερών του ΠΑΣΟΚ (από τον Αντρέα Παπανδρέου μέχρι και τον Σημίτη) επίσης «έφαγαν ψωμί».
Το «τέλος της Μεταπολίτευσης» έχει διακηρυχτεί ή διαπιστωθεί πολλάκις, αλλά όλο και κάτι μένει ώστε να μην τελειώνει… εντελώς. Αυτό που κυρίως μένει, είναι η ιστορική μνήμη των καλύτερων ημερών, που συνδέονται με τη σοσιαλδημοκρατία. Δεν πρόκειται για «ψυχολογία», αλλά για κρίσιμο πολιτικό μέγεθος: όποιο πολιτικό κόμμα το κληρονομήσει, θα έχει ένα πολιτικό πλεονέκτημα. Αυτό είναι ένα «τυφλό σημείο» για την ελληνική δημοσιολογία, που βλέπει τη «μάχη για το πολιτικό κέντρο» με όλους τους δυνατούς τρόπους αλλά με πλήρη αφαίρεση αυτού του σημαντικού ζητήματος.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν θέλει απλώς να διεμβολίσει και να κανιβαλίσει το κέντρο: θέλει να κληρονομήσει αυτό το πολιτικό κεφάλαιο. Δεν μιλά -και υμνεί- τυχαία τον Αντρέα Παπανδρέου. Δεν στοχοποιεί τυχαία τον Σημίτη και τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Δεν ζητεί τυχαία από τη Φώφη Γεννηματά να μην αλληθωρίζει προς τη δεξιά. Δεν συναγελάζεται τυχαία με τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές. Κυρίως, δεν μιλά στο όνομα της Αριστεράς ή και της Ριζοσπαστικής Αριστεράς από ιδεολογική εμμονή.
Θέλει να κληρονομήσει το πολιτικό κεφάλαιο της λαϊκής μνήμης των καλύτερων ημερών της Μεταπολίτευσης, που είναι συνδεμένες με τη σοσιαλδημοκρατία. Θέλει να γίνει ο κληρονόμος της σοσιαλδημοκρατίας. Σε αυτή τη «μάχη των κληρονόμων» μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Κινήματος Αλλαγής, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πλέον αξιοσημείωτα «όπλα».
Μπορούν να κάνουν τη διαφορά τα «εθνικά»;
Οι δημοσκοπήσεις λένε ότι η κυβέρνηση έχει φθαρεί από τη συμφωνία για το Μακεδονικό. Μπορούν λοιπόν τα «εθνικά» να αποβούν καθοριστικά στην εκλογική αναμέτρηση; Ναι, αλλά υπό έναν όρο: ότι θα είναι σε «έξαρση» την περίοδο των εκλογών. Όμως, υπέρ ποιου θα λειτουργήσουν;
Αν στο δημοψήφισμα για τη συμφωνία στη γειτονική χώρα επικρατήσει το ΟΧΙ, τότε ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτό είναι απόδειξη για το πόσο επωφελής για την Ελλάδα ήταν η εν λόγω συμφωνία. Αν επικρατήσει το ΝΑΙ, τότε θα υπάρχει αρκετός χρόνος ώστε ο «άξονας» των «εθνικών» να μετατοπιστεί στα ελληνο-τουρκικά.
Είναι δύσκολη η πρόβλεψη τι θα συμβεί σε αυτό το «μέτωπο». Δύσκολα όμως θα στριμωχτεί η κυβέρνηση στα ελληνο-τουρκικά εγκαλούμενη για «εθνική μειοδοσία». Φεύγοντας από το «τερέν» του Μακεδονικού, τυχόν όξυνση των ελληνο-τουρκικών θα λειτουργήσει μάλλον συσπειρωτικά για την κυβέρνηση.
Από την άλλη, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει όρια -τα οποία μάλιστα στο Μακεδονικό άγγιξε- όσον αφορά το πόσο μπορεί να τραβήξει το «σχοινί». Μετατοπιζόμενη προς την ακροδεξιά για να θωρακίσει το δεξιό της πλευρό, απομακρύνεται από το κέντρο. Ο Τσίπρας διαλάλησε την «πραμάτεια» της συμφωνίας στα πέρατα της Ευρώπης και ιδίως στους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, κάνοντας πάρτι χωρίς αντίπαλο στο ελληνικό πολιτικό κέντρο.
Αν πάλι τα «εθνικά» δεν αποτελέσουν βασικό πολιτικό επίδικο των εκλογών, αλλά κυριαρχήσουν η οικονομία και τα κοινωνικά θέματα, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια φιλολαϊκή «αφήγηση» η οποία μπορεί να ηχήσει μέχρις ενός σημείου πειστική.
Συμπερασματικά: Όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα διεκδικήσει την πρωτιά στις επόμενες εκλογές. Από την άλλη όμως, δεν τον περιμένει η καταστροφή. Θα μείνει στο παιχνίδι σαν ο δεύτερος πόλος ενός νέου δικομματισμού, καταλαμβάνοντας και εδάφη -λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά- του πολιτικού κέντρου. Τυχόν αναταραχή με μοχλό τα «εθνικά» θα υπάρξει από τα ελληνο-τουρκικά και όχι από το Μακεδονικό (που οι επιπτώσεις του έχουν σε μεγάλο βαθμό προεξοφληθεί). Αν η όξυνση είναι μεγάλη (φτάσει μέχρι κάποιο «θερμό» επεισόδιο), τότε η πείρα λέει πως η εθνική συσπείρωση λειτουργεί υπέρ της κυβέρνησης και υπέρ λύσεων εθνικής συναίνεσης.
Για την ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πεταχτεί σαν «στυμμένη λεμονόκουπα». Στο βραχυπρόθεσμο οικονομικό και πολιτικό «ξέφωτο» έχει περιθώρια κινήσεων και έχει πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων όσον αφορά το «παιχνίδι στο κέντρο». Όλα αυτά φυσικά υπό την αίρεση του «συγκλονιστικού απροόπτου».
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε και τις διεργασίες των ημερών περί τις «αποστασίες» από το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Όχι, δεν καταρρέει η κυβέρνηση, καταρρέουν οι ΑΝΕΛ. Και έτσι γίνεται πιο αξιόπιστη η διεύρυνση προς το κέντρο. Ο Θεοδωράκης είναι στο ακουστικό του και ο Λεβέντης «δεν αισθάνεται καλά τελευταία»…