Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε ένα συμβιβασμό με τους δανειστές, που όμως μοιάζει ανέφικτος. Αποδέχεται μείωση αφορολόγητου και «κόφτη» για τις συντάξεις, ομαδικές απολύσεις και απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, αλλά ταυτόχρονα ζητεί πλήρες «πακέτο» συμφωνίας, με οδικό χάρτη για την ελάφρυνση του χρέους και συμμετοχή της Ελλάδας στο QE.
Είναι όμως εξίσου φανερό ότι η διαπραγμάτευση για το ελληνικό πρόγραμμα έχει εμπλακεί για τα καλά στις ευρωπαϊκές προεκλογικές σκοπιμότητες και αντιπαραθέσεις, καθώς οσονούπω εισερχόμεθα στη φάση εκλογικών αναμετρήσεων σε σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες: Ολλανδία (αρχές Μαρτίου), Γαλλία (τέλη Απριλίου και αρχές Μαΐου), Γερμανία (τέλη Σεπτεμβρίου) και Ιταλία (μέχρι το τέλος του έτους). Πλέον, το κριτήριο δεν είναι «τι πρέπει να γίνει με την Ελλάδα» αλλά ό,τι γίνει -ή δεν γίνει- με την Ελλάδα να εξυπηρετεί τους εκλογικούς και πολιτικούς σχεδιασμούς της κάθε πλευράς.
Ποιες είναι οι πλευρές και τι θέλουν;
Πρώτα, η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα. Θέλει ένα συμβιβασμό που να μην ξεπερνάει τα πολιτικά όρια αντοχής της. τα μέτρα της πρώτης αξιολόγησης της κόστισαν μέχρι σήμερα πάνω από 10 καθαρές μονάδες δημοσκοπικής και εν δυνάμει εκλογικής επιρροής. Τα μέτρα που της ζητείται να υπογράψει τώρα, απειλούν με εξίσου μεγάλες, αν όχι ακόμη μεγαλύτερες απώλειες. Και είναι προφανές πως με τέτοιες σωρευτικές απώλειες μιλάμε για πολιτική κατάρρευση και κίνδυνο ακόμη και απώλειας της δεύτερης θέσης. Δεδομένου ότι «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον», δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία χωρίς να πάρει τέτοια μέτρα, ζητεί ως «ανταλλάγματα» τον οδικό χάρτη για το χρέος και τη συμμετοχή στο QE – εξάλλου, το πρώτο έχει τεθεί από τον κ. Ντράγκι σαν προϋπόθεση του δεύτερου.
Το «παιχνίδι» των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών
Σύμμαχοι σε μια τέτοια λύση, αλλά για τους δικούς τους λόγους όπως θα δούμε παρακάτω, έρχονται οι σοσιαλδημοκράτες «φίλοι» της κυβέρνησης. Η ανέλπιστα καλή πορεία της υποψηφιότητας του κ. Σουλτς στη Γερμανία και η ανέλπιστη τύχη του «αντάρτη» σοσιαλδημοκράτη κ. Μακρόν στη Γαλλία (όπου ένας κατακλυσμός σκανδάλων οδηγεί εκτός μάχης τον υποψήφιο της Δεξιάς κ. Φιγιόν και ανοίγει το δρόμο να διεκδικήσει ακόμη και τον προεδρικό θώκο) δίνουν ξαφνικά στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που μέχρι πριν μόλις λίγες βδομάδες έμοιαζε με πολιτικό πτώμα, τη δυνατότητα να ανακάμψει και να διεκδικήσει την εξουσία ή έστω σημαντικό μερίδιο επιρροής στην εξουσία στις δύο σημαντικότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Επιπλέον, είναι και η Ολλανδία, εντελώς κρίσιμη και αυτή παρά το πολύ μικρότερο ειδικό της βάρος, όχι μόνο διότι ο κ. Ντάισελμπλουμ και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα απειλούνται εκλογικά αλλά και διότι το κοινοβούλιό της περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που έθεσαν ως προϋπόθεση συμμετοχής στη χρηματοδότηση του τρίτου ελληνικού προγράμματος τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Αυτό κάνει τον κ. Ντάισελμπλουμ, μέχρι σήμερα πιστό σύμμαχο του κ. Σόιμπλε, να συντάσσεται με τους σοσιαλδημοκράτες και το σχέδιο Μοσκοβισί για ένα συμβιβασμό σαν αυτόν που περιγράψαμε παραπάνω στο ζήτημα της διαπραγμάτευσης για το ελληνικό πρόγραμμα.
Τις αναπτερωμένες ελπίδες και την -πιθανότατα ασύγγνωστη- νέα αυτοπεποίθηση που τις συνοδεύει, εξέφρασε ο κ. Τσίπρας αποτολμώντας να πιέσει για τη δημιουργία ρήγματος μεταξύ Μέρκελ και Σόιμπλε, επιτιθέμενος στον κ. Σόιμπλε και ουσιαστικά κάνοντας εκκλήσεις στην κ. Μέρκελ να «αδειάσει» τη σκληρή γραμμή του υπουργού της…
Όταν μαλώνουν τα βουβάλια…
Έτσι, ανεπαισθήτως μεν, απολύτως δε, το «ελληνικό ζήτημα» έγινε μέρος του ευρωπαϊκού προεκλογικού σκηνικού. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αυταπάτη για το πού έγκειται το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών και ποια είναι η μάχη τους: η μάχη για μερίδιο εξουσίας σε Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία κ.λπ. και συνολικότερα η μάχη εξουσίας για τα ηνία στην «μετά Τραμπ και μετά τις γερμανικές εκλογές» Ευρώπη. Ο «Έλλην φίλος» είναι χρήσιμο αναλώσιμο στις σκοπιμότητες αυτής της μάχης…
Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, ποιο αποτέλεσμα αναμένει; Αναμένει πράγματι από την κ. Μέρκελ να «αδειάσει» σε προεκλογικό χρόνο τον κ. Σόιμπλε; Είναι ποτέ δυνατόν; Και δεν εννοούμε το ύψος των μέτρων, τους όρους παράτασης της λειτουργίας του «κόφτη» και τα συναφή θέματα αυτά καθαυτά, αλλά δύο άλλα θέματα, εντελώς κρίσιμα: Πρώτο, την άρνηση να συζητηθεί πριν τις γερμανικές εκλογές το ζήτημα των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το ελληνικό χρέος, και δεύτερο, την επιμονή στην απόφαση του γερμανικού κοινοβουλίου που έθεσε ως προϋπόθεση συμμετοχής στη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Για να διεκδικήσει την πιθανότητα συμμετοχής του ΔΝΤ ή έστω προσποιούμενος ότι κινείται με «σεβασμό» στην απόφαση της γερμανικής Βουλής, ο κ. Σόιμπλε υιοθετεί όλες του τις απαιτήσεις απέναντι στην Ελλάδα. Όσο για την «κάθετη» άρνηση να ανοίξει συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος πριν τις γερμανικές εκλογές, αυτό είναι όρος για την επιτυχία της εκλογικής καμπάνιας της κ. Μέρκελ, αφού αν ανοίξει τέτοιο ζήτημα θα χάσει προς τα δεξιά (προς το AfD) χωρίς να κερδίσει από τα αριστερά (από τους σοσιαλδημοκράτες).
Μπορεί ο κ. Μοσκοβισί να κουβαλάει στις βαλίτσες του μια πρόταση που ικανοποιεί την ελληνική κυβέρνηση, αλλά στο Eurogroup δεν πρόκειται να περάσει καμία πρόταση ενάντια στη θέληση του κ. Σόιμπλε…
Τι θα συμβεί λοιπόν; Η ελληνική κυβέρνηση θα βάλει πλάτη στα προεκλογικά σχέδια των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών για να επιβεβαιώσει αυτό που γνωρίζει όλη η υφήλιος, ότι δηλαδή ο κ. Σόιμπλε είναι ο «σκληρός της παρέας»; Και ποια θα είναι η συνέχεια; Το σύρσιμο της διαπραγμάτευσης μέχρι το πρώιμο καλοκαίρι ή και μέχρι το πρώιμο φθινόπωρο; Και ποιος θα ωφεληθεί τελικά με το να γίνει το «ελληνικό ζήτημα» κεντρικό στη γερμανική προεκλογική καμπάνια, προσφέροντας στην κ. Μέρκελ τη δυνατότητα να επιδείξει «πυγμή»; Ήδη ο κ. Σόιμπλε, του οποίου τις δηλώσεις θα πρέπει να παίρνουμε περισσότερο στα σοβαρά, κατηγόρησε τον κ. Σουλτς για λαϊκισμό ανάλογο του Τραμπ, αποκαλύπτοντας ποια θα είναι η απάντηση σε περίπτωση που οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες επιχειρήσουν μια πρώιμη «ανταρσία» αξιοποιώντας το «ελληνικό ζήτημα».
Μήπως τελικά, με την ψευδαίσθηση ότι εξασφαλίζει ισχυρούς συμμάχους, η κυβέρνηση δοκιμάσει τη διαχρονική αξία της φράσης «όταν μαλώνουν τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια»;
Υ.Γ. Ο γνωστός μας Χάουαρντ Ζιν, πρώην επικεφαλής του γερμανικού think Tank IfO, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του «Μαύρος Ιούνιος», αποκάλυψε ότι το καλοκαίρι του 2015, 15 υπουργοί στο Eurogroup είχαν υποστηρίξει το σχέδιο του κ. Σόιμπλε για Grexit, προσθέτοντας ότι αυτό είχε αποτραπεί με παρέμβαση των Μέρκελ και Ολάντ. Ίσως ο κ. Τσίπρας ελπίζει σε μια νέα παρέμβαση Μέρκελ που θα «αδειάσει» τον υπουργό της. Μόνο που ο «πολιτικός χρόνος» και οι διακυβεύσεις είναι τώρα εντελώς διαφορετικές, και μπορούν να παραγάγουν εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα… Είναι έτοιμος γι’ αυτά ή απλώς το ρισκάρει;..