Έληξε η εκκρεμότητα με την εξαγορά του 66% ΔΕΣΦΑ από την αζέρικη Socar έναντι 400 εκατομμυρίων, καθώς η τελευταία κατέθεσε τη νέα εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης, ύψους 40 εκατομμυρίων. Η εξέλιξη είναι απόλυτα θετική για το ΤΑΙΠΕΔ και την Κυβέρνηση, καθώς έχει να παρουσιάσει μία ακόμη αποκρατικοποίηση και έτσι να κλείσει μία «τρύπα» 187 εκατομμυρίων στα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις.
Το ίδιο ευχαριστημένη πρέπει να είναι και η διοίκηση των Ελληνικών Πετρελαίων που θα εισπράξουν το υπόλοιπο ποσό, μέχρι τα 400 εκατομμύρια, ως μέτοχοι του 35%, αφού έτσι θα μπορέσει να μειώσει κατά το αντίστοιχο ποσό το μακροχρόνιο δανεισμό της.
Ωστόσο τον τελευταίο λόγο για την είσοδο της Socar στο ΔΕΣΦΑ, τον έχουν κοινοτικά όργανα όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η τελευταία, θα πρέπει να γνωμοδοτήσει κατά πόσο ο έλεγχος του Εθνικού Δικτύου Μεταφοράς ενός Κράτους Μέλους, από μία εταιρεία η οποία ταυτόχρονα είναι παραγωγός και στο άμεσο μέλλον και προμηθευτής φυσικού αερίου στην αγορά της ΕΕ, δεν αντιβαίνει στις ρυθμίσεις που προβλέπουν οι οδηγίες της ΕΕ για τη λειτουργία των ενεργειακών εταιρειών σε απελευθερωμένο καθεστώς.
Όλο το προηγούμενο διάστημα, οι νομικοί σύμβουλοι της αζέρικης εταιρείας βρίσκονταν σε μόνιμη επαφή με τις εθνικές και κοινοτικές αρχές που είναι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό και την εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών. Από όσο γνωρίζουμε, οι δεσμεύσεις της ότι δεν θα ασκήσει εμπορία στην Ελλάδα, έγιναν αποδεκτές κατ΄αρχήν. Έτσι με βάση τις διαβεβαιώσεις που έλαβε, προχώρησε και η συναλλαγή. Πάντως το τοπίο θα ξεκαθαρίσει πλήρως όταν ο ΔΕΣΦΑ καταθέσει το αίτημα για νέα πιστοποίηση του ως ανεξάρτητου διαχειριστή, όπως προβλέπεται από τις οδηγίες και την εθνική νομοθεσία και απαντηθούν τα ερωτήματα που θα θέσει ο Ευρωπαίος Ρυθμιστής που έχει και τον τελευταίο λόγο.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι για πρώτη φορά η διαχείριση εθνικού συστήματος μεταφοράς περιέρχεται σε ενεργειακή εταιρεία μη κοινοτικού κράτους, η οποία επιπλέον είναι και προμηθευτής φυσικού αερίου, δυσκολεύει τα πράγματα. Για τον επιπλέον λόγο, ότι τα ίδια χαρακτηριστικά έχει και η ρωσική Gazprom, σε βάρος της οποίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ξεκινήσει έρευνα.