Γράφει ο Ceteris Paribus
Στη διεθνή πολιτική σκηνή υπάρχουν πολλές κατηγορίες κρατών με κριτήριο τη γεωπολιτική τους εμβέλεια: κράτη με εμβέλεια τοπική, υπερτοπική, περιφερειακή, ηπειρωτική, διεθνή, παγκόσμια. Με το κριτήριο του ρεαλισμού, δηλαδή της πραγματικής ισχύος, κι όχι των εντυπώσεων, κράτος παγκόσμιας εμβέλειας είναι μόνο οι ΗΠΑ. Η Κίνα είναι η μόνη που μπορεί σε μία δεκαετία περίπου -αν δεν της συμβεί κάποιο «ατύχημα» στο δρόμο- να αποκτήσει τέτοιες δυνατότητες.
Η Ρωσία, για παράδειγμα, μπορεί να βαυκαλίζεται ότι είναι παγκόσμια δύναμη, αλλά η πραγματική της εμβέλεια είναι ηπειρωτική και υπό προϋποθέσεις διεθνής – μόνο στη Συρία, απ’ όλα τα διεθνή μέτωπα, κατέγραψε πραγματικές δυνατότητες παρέμβασης, όχι λόγω της γενικής της ισχύος αλλά λόγω εντελώς συγκεκριμένων λόγων που δεν είναι στους σκοπούς αυτού του άρθρου να αναλυθούν εδώ.
Συσχετισμός δύναμης ή «εθνικός ρομαντισμός»;
Πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε συζήτηση περί εξωτερικής πολιτικής, θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι εξωτερική πολιτική σημαίνει πολιτική στις διεθνείς σχέσεις, πολιτική σε σχέση με άλλα κράτη. Μιλώντας για την ελληνική εξωτερική πολιτική, επομένως, στοιχειώδης προϋπόθεση σοβαρότητας είναι να προσδιοριστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια η γεωπολιτική εμβέλεια, το γεωπολιτικό «στάτους» της χώρας. Υποθέτουμε ότι κανείς σώφρων άνθρωπος δεν πιστεύει ότι αυτή η εμβέλεια είναι παγκόσμια, διεθνής ή ηπειρωτική. Θα την προσδιόριζα ως υπερτοπική και υπό προϋποθέσεις περιφερειακή μικρής ή μέσης εμβέλειας – δεκτή οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση αν υπάρχει διάθεση για συζήτηση επ’ αυτού.
Η εκτίμηση της πραγματικής γεωπολιτικής εμβέλειας είναι θεμελιώδης αν δεν θέλει να μιλάει κανείς μεταφυσικά για την εξωτερική πολιτική. Σημαίνει ότι μια χώρα εντάσσεται με συγκεκριμένες δυνατότητες και ρόλο στη διεθνή γεωπολιτική «υπερδομή». Ότι ο ρόλος της, υπό προϋποθέσεις και σε συγκεκριμένες συγκυρίες, μπορεί να μεγιστοποιηθεί, αλλά ποτέ δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια των συσχετισμών δύναμης που έχουν διαμορφωθεί διεθνώς.
Σε αντίθεση με μια τέτοια προσέγγιση, προβάλλεται κατά κόρον στην εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση μια άλλη, εντελώς μεταφυσική: πρέπει να λαμβάνουμε αποφάσεις με βάση τα «εθνικά δίκαια». Ύστερα, με λίγη καλή διάθεση, εντάσσονται στον κατάλογο των «εθνικών δικαίων» τα πάντα: όπως, για παράδειγμα, η μη χρήση του όρου Μακεδονία ή παραγώγων του στην ονομασία της FYROM. Έτσι, ανεπαισθήτως, η άσκηση εξωτερικής πολιτικής από ρεαλιστική προσέγγιση του συσχετισμού δύναμης, των διεθνών συμμαχιών, των μετατοπίσεων και της συγκυρίας στην ευρύτερη περιοχή, των πραγματικών διαθέσιμων «εργαλείων» και μοχλών πίεσης, μετατρέπεται σε «υπεράσπιση των εθνικών δικαίων» έξω από οποιοδήποτε τέτοιο προσδιορισμό, μεταφυσικά και με ψυχολογία που παραπέμπει στο Κούγκι.
Η προσέγγιση αυτή είναι μεταφυσική όχι μόνο διότι παραβλέπει το συσχετισμό δύναμης, τη συγκυρία κ.λπ., αλλά και διότι παραβλέπει μια άλλη παράμετρο που είναι καθοριστική για χώρες με υπερτοπική και υπό προϋποθέσεις μικρού ή μεσαίου βεληνεκούς διεθνή γεωπολιτική δυναμική: τις διεθνείς συμμαχίες.
Ιδού μερικά εύγλωττα παραδείγματα από την ελληνική ιστορία που ξεχνιούνται βολικά από τους ιδεολόγους των «εθνικών δικαίων»: Ο εθνικοαπελεθευρωτικός αγώνας του 1821 ήταν καθοριστικός, αλλά χωρίς τη διεθνή υποστήριξη στον ελληνικό αγώνα και χωρίς τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου το νεοελληνικό κράτος πιθανότατα δεν θα υπήρχε. Στην άλλη, μεγάλη και καθοριστική περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας, από τους Βαλκανικούς πολέμους ως τη μικρασιατική καταστροφή, για όσο διάστημα υπήρξε σύμπτωση συμφερόντων ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και τις δυτικές δυνάμεις που επιδίωκαν τη διάλυση και το διαμοιρασμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο ελληνικός στρατός έφτασε να καταλάβει τη Μικρά Ασία και η Ελλάδα κατοχύρωσε τα «κέρδη» της με τη Συνθήκη των Σεβρών.
Αν κοιτάξει κανείς σήμερα το χάρτη αυτής της Συνθήκης, θα συνειδητοποιήσει πως ούτε ο πιο ευφάνταστος εθνικιστής δεν διακινεί σήμερα χάρτες με τέτοιες «εθνικές απαιτήσεις». Όμως, η διεθνής συγκυρία και οι διαθέσεις των μεγάλων δυνάμεων άλλαξαν όταν η διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας συντελέστηκε. Υπό την επήρεια της μέθης των επιτυχιών, η ελληνική ηγεσία αγνόησε αυτή την αλλαγή στη διεθνή συγκυρία και επιχείρησε κάτι έξω από οποιαδήποτε έννοια συσχετισμού δύναμης, κάτι για το οποίο δεν υπήρχε πλέον σύμπτωση συμφερόντων με τις δυτικές μεγάλες δυνάμεις: την κατάληψη της Άγκυρας και την πλήρη εξαφάνιση του τουρκικού έθνους. Αυτή η παραβίαση του συσχετισμού δύναμης και αγνόηση της διεθνούς συγκυρίας ήταν που έφερε τη Μικρασιατική καταστροφή, και παραμένει κορυφαίο παράδειγμα για το τι πρέπει να αποφεύγει κανείς στην εξωτερική πολιτική.
«Ο Θεός να του δίνει χρόνια» (του Ερντογάν)
Όποιος αγνοεί τη διεθνή συγκυρία, απλώς είναι ανίκανος να κάνει εξωτερική πολιτική. Και η διεθνής συγκυρία έχει διαμορφώσει μια ιδιαίτερα ευνοϊκή συνθήκη για τα ελληνικά κρατικά συμφέροντα: για πρώτη φορά εδώ και πολλές δεκαετίες ο βασικός ανταγωνιστής της στην περιοχή, η Τουρκία, είναι σε διαδικασία μεγάλης δοκιμασίας και ρήξης των σχέσεών της με τη Δύση.
Πολλοί οξυδερκείς Έλληνες αναλυτές που μόνο για «ενδοτισμό» δεν μπορούν να κατηγορηθούν, έχουν εντοπίσει αυτή τη σημαντική παράμετρο και την αποδίδουν εύγλωττα παραφράζοντας τη γνωστή χατζηαβάτια ρήση: «Ο Θεός να μας κόβει μέρες και να σας δίνει χρόνια». Εννοούν ότι η παραμονή του Ερντογάν στην τουρκική ηγεσία είναι τόσο συμφέρουσα για τα ελληνικά συμφέροντα, αφού συντηρεί τη συνθήκη ρήξης της Τουρκίας με τη Δύση, ώστε η Ελλάδα θα έπρεπε να κάνει ό,τι μπορεί ώστε να μακροημερεύσει.
Τα αποτυπώματα αυτής της αλλαγής συγκυρίας στην περιοχή είναι εντυπωσιακά: από τη μια η Τουρκία πέρασε σε αδιανόητες μέχρι πριν ελάχιστα μόλις χρόνια συμμαχίες (με Ρωσία, Ιράν!) και από την άλλη η Ελλάδα σε μοναδικό πυλώνα της Δύσης στην περιοχή. Η Ελλάδα, για πρώτη φορά εδώ και πολλές δεκαετίες, μονοπωλεί την εκπροσώπηση των δυτικών συμφερόντων στην περιοχή. Για να το πούμε αλλιώς: για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες υπάρχει σύμπτωση των ελληνικών κρατικών συμφερόντων με τα συμφέροντα των δυτικών μεγάλων δυνάμεων ενάντια στην Τουρκία. Και η ιστορία έχει δείξει ότι τα οφέλη για χώρες με το γεωπολιτικό στάτους της Ελλάδας μεγιστοποιούνται όταν υπάρχει μια τέτοια σύμπτωση.
Σε μια μακρινή αναλογία με τα γεγονότα έναν αιώνα πριν, όταν ήταν ο Βενιζέλος που διείδε ότι τα ελληνικά κρατικά συμφέροντα θα ευνοούνταν από την ταύτιση με τα συμφέροντα των δυτικών μεγάλων δυνάμεων ενάντια στην Τουρκία (τότε Οθωμανική αυτοκρατορία), είναι ο «αριστερός» κ. Τσίπρας που κάνει τα τελευταία χρόνια την ίδια επιλογή: η κυβέρνησή του έχει αναδειχθεί στην μακράν πλέον ατλαντική κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης, έχει προχωρήσει διαλύοντας κάθε αριστερό προγραμματικό λόγο του παρελθόντος σε συμμαχία με το Ισραήλ και την Αίγυπτο και έχει ανοίξει όλη τη βεντάλια των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής με στόχο να διευθετηθούν ή έστω να κατοχυρωθούν γρήγορα «κέρδη» ενόσω διαρκεί αυτή η ευνοϊκή διεθνής συνθήκη: ΑΟΖ, Κυπριακό, διευθέτηση ονόματος ΠΓΔΜ ανοίγουν σε τέτοιες συνθήκες και με τέτοιους όρους.
Αυτές οι διευθετήσεις πάνε σε μεγάλο βαθμό «πακέτο», όχι μόνο γιατί η διεθνής συγκυρία τα υπερκαθορίζει με τρόπους που έχουν ισχυρές ταυτίσεις ή αναλογίες, αλλά και γιατί δεν μπορείς στο ένα θέμα να στηρίζεται σε τάδε διεθνείς συμμαχίες και στο άλλο διαφορετικές. Δεν μπορεί να λυθεί το ζήτημα του ονόματος της πΓΔΜ με άλλες συμμαχίες ή και ενάντια στις συμμαχίες (ή μήπως χωρίς καθόλου συμμαχίες, με τη λογική του «ανάδελφου έθνους»;) με τις οποίες αντιμετωπίζεται το ζήτημα των ΑΟΖ για παράδειγμα.
Όμως, οι ευνοϊκές συγκυρίες δεν κρατούν για πάντα. Πριν ένα περίπου αιώνα, η ευνοϊκή συγκυρία της σύμπτωσης συμφερόντων μεταξύ Ελλάδας και μεγάλων δυτικών δυνάμεων ενάντια στην Τουρκία διήρκεσε όσο η τελική φάση διάλυσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι συμμαχίες του Πρώτου Παγκοσμίου Πόλεμος. Σήμερα η διάρκειά της μπορεί να είναι μικρότερη, διότι η κατάσταση είναι πιο ρευστή και οι συμμαχίες πιο αβέβαιες σε σχέση με τις συνθήκες πραγματικού πολέμου. Η Δύση, που «στριμώχνει» την Τουρκία, θα συνεχίσει ταυτόχρονα να τη διεκδικεί – με ανατροπή του Ερντογάν ή και χωρίς. Η ευνοϊκή συγκυρία μπορεί κάλλιστα να αλλάξει, και τότε το «κλίμα» θα αλλάξει σε όλα τα «μέτωπα» ταυτόχρονα: ΑΟΖ, Κυπριακό, πΓΔΜ.
Ελλάδα όπως… Τουρκία;
Όποιος στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής θέλει «κάτι περισσότερο» (ιδιαίτερα θέλει πολύ περισσότερα) στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, τότε μόνο με πόλεμο μπορεί να το διεκδικήσει! Αυτό ακριβώς κάνει την ώρα που μιλάμε η Τουρκία! Τα κρατικά της συμφέροντα στο συριακό μέτωπο «απαιτούν» αποτροπή της δημιουργίας προϋποθέσεων για σχηματισμό κουρδικού κράτους. Στο κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα, οι ΗΠΑ βρίσκονται απέναντι. Μπροστά στο αδιέξοδο, διεκδικεί το δικό της «κάτι περισσότερο» με πόλεμο – εξ ου και η πολεμική εμπλοκή της στη Συρία. Αυτό όμως είναι ένα βήμα πιο βαθιά στο βάλτο της συριακής κρίσης: η Τουρκία γίνεται μέρος του συριακού προβλήματος.
Η εμπλοκή της Τουρκίας στο συριακό πόλεμο γίνεται από θέση αδυναμίας. Επίσης από θέση αδυναμίας, η Τουρκία κάνει ό,τι κάνει στην Κυπριακή ΑΟΖ και στα Ίμια: η συμμαχία Ελλάδας-Ισραήλ-Αιγύπτου υπό την υψηλή εποπτεία των ΗΠΑ και της Ε.Ε. έχει πετάξει την Τουρκία εκτός της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων. Η Τουρκία δεν μπορεί εύκολα να δεχθεί μια τέτοια «έξωση». Όπως και στη Συρία, υπερασπιζόμενη τα δικά της κρατικά συμφέροντα και επιδιώκοντας το κάτι περισσότερο» κόντρα στους υπάρχοντες συσχετισμούς δύναμης όπως διαμορφώνονται από τη διεθνή συγκυρία, είναι ικανή να «παίξει» αν όχι με μεγάλης έκτασης πόλεμο, τουλάχιστον με κάποιας μορφής εμπλοκή, ελπίζοντας σε μια «ένοπλη διαπραγμάτευση» που θα έχει καλύτερα αποτελέσματα γι’ αυτήν.
Έχει μια λογική να «παίξει» με την ιδέα χρήσης πολεμικών μέσων αυτός που πιέζεται προς τα κάτω και προς τα έξω από τις διεθνείς συμμαχίες και το συσχετισμό δύναμης. Δεν έχει όμως καμία λογική να κάνει το ίδιο αυτός που ευνοείται από τη συγκυρία και το συσχετισμό δύναμης!!! Η Τουρκία έχει πολλούς λόγους κάθε συμφέρον να θέλει να κάνει και την Ελλάδα μέρος της συριακής κρίσης, η Ελλάδα όμως; Οι ρητορείες για τα «εθνικά δίκαια» μπορεί να λειτουργούν σαν το «όπιο» ενός λαού που ζει σε συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής και κοινωνικής οδύνης, αλλά καταλήγουν σε αυτοκτονικά αποτελέσματα στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Όσοι πλειοδοτούν, οφείλουν να υποδείξουν και τα μέσα με τα οποία θα επιτευχθούν οι πλειοδοτικοί στόχοι. Αν δεν φτάνουν η διεθνής συγκυρία, οι συμμαχίες και το γεωπολιτικό εκτόπισμα, τότε τι; Ο πόλεμος; Αν αυτό είναι το «μεγάλο υπονοούμενο» όσων παίρνουν θέση «εθνικού οπλαργηγού», ας μας πουν τουλάχιστον γιατί στο στρατιωτικό επίπεδο οι συσχετισμοί δύναμης θα αποδειχθούν ευνοϊκότεροι απ’ ό,τι στο διπλωματικό.
Γιατί η Ελλάδα διαθέτει μεγαλύτερο και πιο αξιόμαχο στρατό; Γιατί η ελληνική κοινωνία είναι έτοιμη να στηρίξει με ενθουσιασμό το πολεμικό «μέτωπο»; Γιατί οι γεωπολιτικοί σύμμαχοι θα μετατραπούν αυτόματα σε συμμάχους στα πολεμικά μέτωπα; Η Τουρκία θα ήθελε οι σημερινοί σύμμαχοι της Ελλάδας να μετατραπούν σε διαμεσολαβητές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ύστερα από ένα θερμό επεισόδιο, η Ελλάδα θα ήταν παράλογο να το θέλει.
Ο πόλεμος δεν είναι επικοινωνιακό παιχνιδάκι: «στον πόλεμο όπως σε πόλεμο»…