Γράφει ο Nάκος Ιωάννης*
Οι δημοσκοπήσεις αποτελούν φαινόμενο της σύγχρονης δημοκρατίας και στοιχείο αδιαχώριστο από τη σημερινή μορφή της πολιτικής και του πολιτικού συστήματος. Η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από τη μαζική παραγωγή και τη ραγδαία επέκταση της χρήσης τους. (Η καθυστερημένη εμφάνιση του φαινομένου στην Ελλάδα οφείλεται στους ίδιους ιστορικούς λόγους που εξηγούν τις ιδιαιτερότητες της μορφής του μετεμφυλιακού κράτους και του κομματικού συστήματος. Ουσιαστικά η ανάπτυξη των δημοσκοπήσεων αποτελεί παράγωγο της μεταπολιτευτικής περιόδου, και μάλιστα της περιόδου μετά το 1989. – Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα, 1999-2000, εκδ.: VPRC – Νέα Σύνορα / Α.Λιβάνης, Αθήνα 1999, σελ.125-153 Γιάννης Μαυρής)
Ορόσημο σε αυτή τη διαδικασία αποτέλεσαν οι βουλευτικές εκλογές του 1996. Τόσο για την εδραίωση των προεκλογικών δημοσκοπήσεων, όσο και για την καθιέρωση, από τα τηλεοπτικά δίκτυα των δημοσκοπήσεων έξω από τα εκλογικά τμήματα (exit poll) Η ανάδειξη των δημοσκοπήσεων στη θέση που κατέχουν σήμερα είναι αποτέλεσμα μια σειράς μετασχηματισμών της πολιτικής και της μορφής της δημοκρατίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Οι τρείς βασικές άξονες που κατέστησαν δυνατή αυτή την εξέλιξη είναι οι εξής:
– Οι μετασχηματισμοί των πολιτικών κομμάτων που οδήγησαν εν τέλει στη γραφειοκρατικοποίησή τους και επέφεραν την επαγγελματοποίηση της πολιτικής,
– Η ανάδειξη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ) και ο νέος διευρυμένος ρόλος που αναλαμβάνουν για την παραγωγή και την αναπαραγωγή της πολιτικής, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου δημόσιου χώρου. Η δράση των κομμάτων από παραγωγή στρατηγικής και πολιτικής περιορίζεται όλο και περισσότερο σε επικοινωνιακές τεχνικές, ενώ τα καθήκοντα εκπροσώπησης των πολιτών εκχωρούνται άτυπα στα ΜΜΕ.
– Η σύγχρονη κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή η κρίση των παραδοσιακών αντιπροσωπευτικών θεσμών (κόμματα, συνδικάτα).
Το ποιοτικό στοιχείο που διαφοροποιεί τη σημερινή ανάδειξη των δημοσκοπήσεων είναι η απορρόφησή τους από τα ΜΜΕ. Η μαζική χρήση των δημοσκοπήσεων από τα ΜΜΕ έχει οδηγήσει στη σύζευξή τους σε αυτά. Στις περισσότερες χώρες, ευρήματα ερευνών κοινής γνώμης δημοσιεύονται σε τακτική βάση, περισσότερο στις εφημερίδες και στα περιοδικά και λιγότερο στην τηλεόραση. (Foundation Of Information 1997:5)
Η ενίσχυση του ρόλου των δημοσκοπήσεων έχει θέσει εύλογα λοιπόν το ερώτημα αν αυτές αποτυπώνουν απλώς ή χειραγωγούν την κοινή γνώμη, ιδίως κατά την προεκλογική περίοδο. Μια απαραίτητη διάκριση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι ανάμεσα στις πολιτικές και στις εκλογικές δημοσκοπήσεις. Μέχρι σήμερα η κριτική στην Ελλάδα έχει εστιάσει στις εκλογικές δημοσκοπήσεις. Αυτές αποτελούν τις πλέον δημοφιλείς. Ενας σημαντικός αριθμός ερευνών έχει ως στόχο να καταγράψει τις γνώμες των ερωτωμένων πάνω σε θέματα που ορίζονται ως πολιτικά, οι εκλογικές δημοσκοπήσεις που αποτελούν μια εντελώς ιδιαίτερη κατηγορία, καταγράφουν κυρίως ή και αποκλειστικά την πρόθεση ψήφου των ερωτηθέντων (προεκλογικές) , ή την πράξη ψήφου (οι δημοσκοπήσεις έξω από τα εκλογικά τμήματα).
Στην Ελλάδα οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται από τις εταιρείες δημοσκοπήσεων στις εκλογικές έρευνες στοχεύουν στην όσο το δυνατό πιστότερη αναπαράσταση των πραγματικών συνθηκών ψηφοφορίας. Σε γενικές γραμμές η εκλογική δημοσκόπηση δε διατρέχει τους μεθοδολογικούς και επιστημονικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι πολιτικές έρευνες και γενικότερα οι έρευνες κοινής γνώμης. Αλλωστε το αποτέλεσμά της δοκιμάζεται άμεσα και δημόσια μόλις γνωστοποιηθεί το εκλογικό αποτέλεσμα. Οι κίνδυνοι των ερευνών αυτών είναι ακόμα πιο περιορισμένοι στην περίπτωση των δημοσκοπήσεων έξω από τα εκλογικά τμήματα όπου καταγράφεται η πράξη ψήφου και όχι η πλέον η πρόθεση. Όταν μια δημοσκόπηση πραγματοποιείται κοντά στην ημερομηνία της εκλογικής αναμέτρησης, τότε είναι βάσιμη η υπόθεση ότι ο ψηφοφόρος θα ψηφίσει τελικά όπως απάντησε στην έρευνα, χωρίς ωστόσο να εξαλείφεται η πιθανότητα του λάθους. Επομένως σε σύγκριση με τις πολιτικές δημοσκοπήσεις, οι εκλογικές δημοσκοπήσεις, όντας περισσότερο τεχνικού χαρακτήρα, διακρίνονται σαφώς από μικρότερο βαθμό ιδεολογικής επιβολής.
Η διαφορά των αποτελεσμάτων εγκειται στην νομοποιητική λειτουργία που παρέχουν τα ΜΜΕ λόγω του επιστημονικού ή ενίοτε του επιστημονικοφανούς χαρακτήρα που διαθέτουν.
Ανεξάρτητα από τις θεωρητικές διαστάσεις του ζητήματος, σε αρκετές εθνικές νομοθεσίες έχει υπερισχύσει ότι οι δημοσκοπήσεις αλλοιώνουν την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαικής βούλησης του εκλογέα. Σε ορισμένες χώρες ισχύουν κάποιοι περιορισμοί στην δημοσίευση δημοσκοπήσεων. Οι περιορισμοί ποικίλουν από απλή εικοσιτετράωρη απαγόρευση ως τριάντα ημέρες. Στις βουλευτικές εκλογές του 1996 ίσχυσε για πρώτη φορά στη Ελλάδα, απαγόρευση δημοσίευσης αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων το τελευταίο δεκαήμερο προ των εκλογών, ενώ με νεότερη ρύθμιση η απαγόρευση δημοσίευσης επεκτάθηκε σε δεκαπέντε ημέρες. Το κυριότερο όμως είναι ότι απαγορεύτηκε η διενέργεια δημοσκοπήσεων για την πρόθεση ψήφων των εκλογέων. Παρόμοια απαγόρευση δεν υφίσταται σήμερα σε καμία χώρα του κόσμου όπου πραγματοποιούνται δημοσκοπήσεις, ενώ η απαγόρευση διενέργειας δημοσκοπήσεων ελέγχεται και ως αντισυνταγματική και αντιβαίνουσα τόσο στο ελληνικό, όσο και στο ευρωπαικό δίκαιο. Ο νόμος εξαιρεί από την απαγόρευση τα πολιτικά κόμματα τα οποία μπορούν να πραγματοποιούν δημοσκοπήσεις για λογαριασμό τους.
Η ανάπτυξη των δημοσκοπήσεων, η αύξηση της χρήσης τους από τα ΜΜΕ και η διαπλοκή τους με αυτά έχει ορατές επιπτώσεις στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Είναι σαφές ότι το θέμα δημοκρατίας που τίθεται σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αφεθεί στη στην δημοκρατική ευαισθησία των φορέων της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι παρενέργειες που έχουν ήδη εμφανιστεί από την ανεξέλεγκτη επέκταση του φαινομένου καθιστούν εντελώς αναγκαία την κρατική παρέμβαση στο συγκεκριμένο ζήτημα. Επιπλέον ούτε η απαγόρευσή τους επιλύει το πρόβλημα.
Για την αρμονική ένταξη των δημοσκοπήσεων στο πολιτικό σύστημα απαιτείται πριν από όλα η απομυθοποίησή τους. Ταυτόχρονα χρειάζεται η διαμόρφωση ενός τριπλού συστήματος εγγυήσεων, με στόχο, αφενός την αποδυνάμωση της χειραγωγικής χρήσης τους και αφετέρου την εγγύηση του δικαιώματος των πολιτών στην ολοκληρωμένη πληροφόρηση. Η ευθύνη επιμερίζεται σε τρείς βασικούς παράγοντες που εμπλέκονται άμεσα στην παραγωγή και στη διάδοση των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων που είναι : οι εταιρείες δημοσκοπήσεων, τα ΜΜΕ και τέλος τους πολιτικούς και τα κόμματα.
(Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για τη δημοκρατία, η εξουσία να κερδίζεται ή να χάνεται ανάλογα με την επιδεξιότητα των τεχνασμάτων που δημιουργούν είτε επικοινωνιολόγοι είτε εικονικές πραγματικότητες και ψευδαισθήσεις των δημοσκοπήσεων. Η δυναμική των εντυπώσεων, όπως τη βιώνουμε σήμερα στην πολιτική πρακτική, βαθμιαία μετασχηματίζει τον προεκλογικό δημόσιο βίο σε αρένα προπαγανδιστικής χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Επομένως είναι αναγκαία η συνολική επαναρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου των δημοσκοπήσεων, ούτως ώστε υποβολιμαίες και εμπορεύσιμες εντυπώσεις να μην μπορούν να καταστούν λειτουργικός παράγοντας του δημοσίου βίου. Χρήστος Ιακώβου Διευθυντής ΕΚΕΜ)
Η θέση, η ευθύνη και ο ρόλος των παραγόντων αυτών επιβάλλεται να αποσαφηνιστεί και θεσμικά.
*Προπτυχιακός Φοιτητής Πολιτικών-Επιστημών Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Μέλος του Ε.Ο.Ν.Ε.Π.Ε (ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ)