Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ διέταξε την Τρίτη να παραμείνει ανοικτή η φυλακή του αμερικανικού στρατού στον Κόλπο Γκουαντάναμο, ερχόμενος σε άλλη μια ρήξη με την πολιτική του προκατόχου του Μπαράκ Ομπάμα, που είχε προσπαθήσει επανειλημμένα, αλλά εντέλει μάταια, να κλείσει την αμφιλεγόμενη εγκατάσταση.
«Σήμερα, τηρώ άλλη μια υπόσχεση» της προεκλογικής εκστρατείας, υπογράμμισε ο ρεπουμπλικάνος κατά τη διάρκεια της πρώτης ομιλίας του για την Κατάσταση της Ένωσης στο Καπιτώλιο. «Μόλις υπέγραψα, πριν μπω εδώ, ένα διάταγμα που δίνει εντολή στον υπουργό (Άμυνας των ΗΠΑ, Τζιμ) Μάτις να επανεξετάσει την πολιτική μας όσον αφορά τις στρατιωτικές φυλακές και να κρατήσει ανοικτές τις εγκαταστάσεις κράτησης στον Κόλπο Γκουαντάναμο», συμπλήρωσε ο Τραμπ.
«Ζητώ από το Κογκρέσο να εγγυηθεί ότι στον αγώνα εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και της Αλ Κάιντα θα συνεχίσουμε να διαθέτουμε την απαραίτητη εξουσία για να κρατάμε τους τρομοκράτες όπου τους καταδιώκουμε, όπου τους βρίσκουμε, και σε πολλές περιπτώσεις, στον Κόλπο Γουαντάναμο», συνέχισε ο ρεπουμπλικάνος, επευφημούμενος ηχηρά από τα στελέχη του κόμματός του στην αίθουσα της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Αυτό το κέντρο κράτησης είχε δημιουργηθεί εσπευσμένα επί των ημερών του Τζορτζ Ου. Μπους στην προεδρία, στη ναυτική βάση που διατηρούν οι ΗΠΑ στο ανατολικό άκρο της Κούβας.
Ο απροσπέλαστος θύλακας έκτασης 117 τετραγωνικών χιλιομέτρων (εκ των οποίων μόλις τα 49 χλμ.2 είναι στέρεο έδαφος) είχε παραχωρηθεί από την Κούβα στις ΗΠΑ το 1903, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον ισχυρό της γείτονα για τη βοήθειά του στον πόλεμο εναντίον των Ισπανών αποικιοκρατών.
Οι πρώτοι είκοσι κρατούμενοι είχαν μεταφερθεί εκεί την 11η Ιανουαρίου 2002, λίγους μήνες μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Από την εποχή εκείνη η φυλακή έγινε σύμβολο σε όλο τον κόσμο των ακροτήτων και των καταχρήσεων του λεγόμενου πολέμου κατά της τρομοκρατίας που είχαν εξαπολύσει οι ΗΠΑ. Οι φωτογραφίες των φυλακισμένων με τις πορτοκαλί στολές, πίσω από σίδερα και συρματοπλέγματα, προκαλούσαν σοκ, όπως και η αναγκαστική σίτιση των φυλακισμένων που αρνούνταν να τραφούν και οι καταγγελίες για βασανιστήρια.
Ορισμένοι ύποπτοι για συμμετοχή στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 περιμένουν ως ακόμη και σήμερα να δικαστούν από στρατοδικεία σε αυτή τη φυλακή υψίστης ασφαλείας.
Στο αποκορύφωμα της δραστηριότητας εκεί, ενώ μαινόταν ο «πόλεμος κατά του τρόμου» που διεξήγαγε η κυβέρνηση Μπους, στο Γουαντάναμο κρατούνταν 780 άνθρωποι που θεωρούνταν ύποπτοι για σχέσεις με την Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν.
Εκατοντάδες από τους εγκλείστους αφέθηκαν ελεύθεροι, ή μετήχθησαν στις πατρίδες τους και τρίτες χώρες, έπειτα από χρόνια.
Σήμερα στο Γκουαντάναμο απομένουν 41 κρατούμενοι — στην πλειονότητά τους πρόκειται για ανθρώπους στους οποίους δεν έχει απαγγελθεί ουδεμία κατηγορία, αλλά η αποφυλάκισή τους αποκλείεται διότι θεωρούνται πολύ επικίνδυνοι.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο Τραμπ είχε εκδηλώσει την πρόθεσή του να κρατήσει ανοιχτή τη διαβόητη φυλακή και να τη «γεμίσει» με «κακούς λεβέντες». Διατήρησε την ίδια θέση αφού εξελέγη.
Σε ορισμένους κρατούμενους είχαν δοθεί υποσχέσεις ότι θα αφήνονταν ελεύθεροι επί των ημερών του Ομπάμα, που όμως δεν κατάφερε ποτέ να καταλήξει σε συμβιβασμό με το Κογκρέσο για τη φυλακή αυτή, η οποία κοστίζει στους αμερικανούς φορολογούμενους από 400 ως 500 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, και να τηρήσει την υπόσχεσή του να κλείσει τη φυλακή.
«Συγγνώμη Ντόναλντ Τραμπ, διασπείρετε ψευδείς πληροφορίες για το Γκουαντάναμο. Η διατήρησή του σε λειτουργία υπονομεύει την αμερικανική εθνική ασφάλεια, δεν την ενισχύει», ήταν η αντίδραση ενός στελέχους της μη κυβερνητικής οργάνωσης Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) μέσω Twitter.