Του Jose Ignacio Torreblanca για την El pais
Απόδοση στα ελληνικά: Αριστέα Γριβάκου, Νάγια Νούσα
Όταν ο Αλέξης Τσίπρας νίκησε στις εκλογές τον περασμένο Ιανουάριο, ο ίδιος και το αριστερό κόμμα του οποίου ηγείται, είχαν δύο εναλλακτικές. Η πρώτη θα ήταν να συνεργαστεί με το σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ και το μεταρρυθμιστικό Ποτάμι, και τα δύο φιλοευρωπαϊκά κόμματα, σε μια κυβέρνηση που θα μπορούσε να συνεργαστεί με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις υπόλοιπες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, ώστε να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος και να βάλει τη χώρα σε τροχιά οικονομικής και κοινωνικής εξυγίανσης.
Το σκηνικό δεν θα μπορούσε να είναι ιδανικότερο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα λειτουργούσε προς όφελος της κυβέρνησης. Ήδη δεσμεύτηκε με το επενδυτικό πακέτο Γιούνκερ, ενώ άσκησε κριτική στη στάση της Τρόικα στα δύο προηγούμενα προγράμματα διάσωσης. Θα έβρισκε επίσης στήριξη και από τον Μάριο Ντράγκι του οποίου το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων έφερε επιτέλους τις πρακτικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε ευθυγράμμιση με αυτές της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Αυτό επέτρεψε στις ασθενεστερες οικονομίες της ευρωζώνης, όπως η Ισπανία, να κρατηθούν μακριά από τις «αγορές χρέους» και να κερδίσουν χρόνο προκειμένου να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που φέρνουν ανάπτυξη.
Επιπλέον στήριξη θα είχε έρθει από το Παρίσι και τη Ρώμη καθώς Ολάντ και Ρένζι ήλπιζαν να χρησιμοποιήσουν το ελληνικό παράδειγμα ώστε να απαλύνουν τις πολιτικές λιτότητας. Το επιχείρημα θα ήταν ότι τέτοιες πολιτικές, όχι μόνο αποτυγχάνουν όταν δεν συνοδεύονται από ανάπτυξη και επενδύσεις, άλλα και ότι είναι πολιτικά μη βιώσιμες, όπως έδειξε και το παράδειγμα της Ελλάδας καθώς κατέληξαν να καταστρέψουν τόσο αριστερά όσο και δεξιά φιλοευρωπαϊκά κόμματα. Ακόμη και οι σκληροί γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες, υπό τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σούλτς, θα ήταν διατεθειμένοι να απλώσουν χέρι βοηθείας σε περίπτωση που ζητούνταν.
Αντί όμως ο Τσίπρας να δημιουργήσει ένα ευρωπαϊκό μπλοκ επέλεξε ένα μπλοκ που είχε ως σημαία την ελληνική κυριαρχία σε συνεργασία με τους δεξιούς ευρωσκεπτικιστές ΑΝΕΛ. Σε αντάλλαγμα της στήριξης των ΑΝΕΛ, ο Τσίπρας παραχώρησε όχι μόνο το Υπουργείο Άμυνας αλλά και μία από τις πιο ντροπιαστικές κόκκινες γραμμές που διατηρούσε καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Eurogroup τους τελευταίους έξι μήνες: την άρνηση να περικοπούν οι αμυντικές δαπάνες, οι οποίες είναι αυτή τη στιγμή διπλάσιες από το ποσοστό του ΑΕΠ όπως έχει κατανεμηθεί από τους Ευρωπαίους εταίρους, σε μια χώρα που βυθίζεται στη δίνη της κοινωνικής κρίσης.
Το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είχε αρθρωθεί στη βάση του εξής αφηγήματος: στην ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, η οποία είχε καταπατηθεί από την Τρόικα και στην ανάκτηση της δημοκρατίας δίνοντας φωνή στους πολίτες μέσω ενός δημοψηφίσματος που θα αποκαθιστούσε την αξιοπρέπειά, που είχε ήδη συνθλιβεί από έξω. Στο μεταξύ, το οικονομικό του πρόγραμμα επεδίωκε να εκθέσει το ανέφικτο της επικρατούσας οικονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη που βασιζόταν στη μείωση του ελλείμματος μέσω της αύξησης των εσόδων, της περικοπής δαπανών και της υιοθέτησης φιλελεύθερων δομικών μεταρρυθμίσεων.
Η στρατηγική της ρήξης, οι υπόνοιες για το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας, το γεωπολιτικό φλερτ με τη Ρωσία του Πούτιν σε συνδυασμό με τις διαπραγματευτικές τακτικές που κλόνισαν την εμπιστοσύνη των εταίρων, κορύφωσαν την πολιτική αυτοκτονία του Τσίπρα ενώ προκάλεσαν μία ακόμη πιο έντονη συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας. Με τον Τσίπρα αναγκασμένο να υιοθετήσει τελικά όλα εκείνα που στην αρχή ήθελε να απορρίψει, και μάλιστα μονομιάς και με ακόμη σκληρότερους όρους και την ελληνική οικονομία αναγκασμένη να υπομείνει ακόμη ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής στο οποίο προστέθηκε και η τραπεζική κρίση, το αποτέλεσμα των έξι μηνών της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να είναι πιο αποθαρρυντικό.
Το πως ένας άνθρωπος που ανέλαβε την εξουσία εξοπλισμένος με ένα τεράστιο ηθικό πλεονέκτημα, τόσο από τα συσσωρευμένα λάθη τόσο του Eurogroup όσο και των αριστερών και δεξιών προκατόχων του, κατάφερε να πάρει το λάθος μονοπάτι είναι κάτι που το αφήνουμε στους ιστορικούς να το ανιχνεύσουν. Όπως ο Λούθηρος τοιχοκόλλησε στην πόρτα του Kαθεδρικού Nαού της Βιτεμβέργης τις θέσεις του σηματοδοτώντας την προτεσταντική μεταρρύθμιση, έτσι και ο Τσίπρας αλλά και ο εκδιωγμένος Βαρουφάκης φάνηκε να έχουν ως μοναδικό σκοπό την επίδειξη των θέσεων τους: ότι το ευρώ έχει σχεδιαστεί πρόχειρα, ότι η λιτότητα δεν λειτουργεί, ότι το ελληνικό χρέος δεν μπορεί να αποπληρωθεί και η ότι η ΕΕ καταπατά τη δημοκρατία και τα κοινωνικά δικαιώματα. Αυτά είναι πράγματι συζητήσιμα και πολύ σημαντικά ζητήματα ενώ διχάζουν τους Ευρωπαίους όποια ιδεολογία κι αν πρεσβεύουν. Όμως, όπως είδαμε και προσφάτως, οι ιδεολογικές συζητήσεις και η κυβερνητική δράση είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα.
Ο Τσίπρας κατέληξε μόνος και, δυστυχώς, μαζί του η Ελλάδα και οι Έλληνες. Παρά τους φόρους τιμής και το χαρακτηρισμό «ήρωας» της αντιευρωπαϊκής προτεσταντικής μεταρρύθμισης που του απέδωσε το εθνικιστικό μέτωπο, στην πραγματικότητα, Λεπέν, Πούτιν, Φάρατζ και Όρμπαν αυτό που στην ουσία έψαχναν ήταν έναν οσιομάρτυρα. Δεν έψαχναν την επιτυχία αλλά έναν ταπεινωμένο λαό για να το υπενθυμίζουν στους Ευρωπαίους εταίρους σε κάθε ευκαιρία. Πέρα
από αυτό δεν θα θελήσουν να βοηθήσουν με οποιοδήποτε τρόπο τον ελληνικό λαό. Και δυστυχώς, δεδομένης της έλλειψης εμπιστοσύνης και της ψυχρότητας που κυριαρχεί στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλήνων και Ευρωπαίων, κάποια μέλη της ευρωζώνης εμφανίζονται πρόθυμα να τροφοδοτήσουν τον πατριωτικό αυτόν λαϊκισμό είτε αυτός προέρχεται από τα αριστερά, είτε από τα δεξιά.
Η συνέπειες του δογματισμού και των λανθασμένων πρακτικών του Τσίπρα, έφεραν την Ελλάδα σε μία αδιανόητη θέση: είτε να εγκαταλείψει η χώρα οικειοθελώς το ευρώ (χωρίς να εγκαταλείψει παράλληλα την ΕΕ), κάτι που προτάθηκε άλλωστε και από τη Γερμανία, είτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να καταστεί διοικητής ενός ευρωπαϊκού προτεκτοράτου, καθώς η συμφωνία αυτό ακριβώς συνεπάγεται. Η πρώτη επιλογή αφορά την αποδοχή μιας εξευτελιστικής εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, με αντάλλαγμα την αξιοπρέπεια του να κυβερνούν οι ίδιοι οι Έλληνες τη χώρα τους. Η δεύτερη αφορά την αποδοχή της έξωθεν διακυβέρνησης, με αντάλλαγμα τη μακρινή πιθανότητα ότι η οικονομία της χώρας κάπως θα βελτιωθεί στο μέλλον.
Αρκετοί θα προσπαθούσαν να μπουν στη θέση του Τσίπρα για να δουν τι θα έκαναν σε αυτήν την περίπτωση αλλά αυτό που έχει πραγματικό ενδιαφέρον είναι τι θα κάνει ο Τσίπρας από εδώ και στο εξής. Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι εάν η αποδοχή του τρίτου προγράμματος είναι ειλικρινής και προτίθεται η κυβέρνηση να εφαρμόσει το προτεινόμενο πακέτο λιτότητας και μεταρρυθμίσεων ή εάν ο Τσίπρας το αποδέχεται επειδή είναι πεπεισμένος ότι και το τρίτο πρόγραμμα, όπως και τα προηγούμενα δύο, θα αποτύχει. Ο Τσίπρας απέτυχε, αλλά η αποτυχία του είναι τόσο ολοκληρωτική και η απογοήτευση τόσο μεγάλη που εγκαινιάζεται μια νέα φάση αβεβαιότητας.
Πηγή: http://www.ecfr.eu/