Επισημαίνει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος
Αν δεν εξαρθρώσεις την συγκεκριμένη ιδέα του αγαθού, του καλού και συμφέροντος που καλλιέργησε η επικράτηση του υποκριτικού και χυδαίου πασοκισμού στην Ελλάδα, για να καταλήξει στην σύζευξη νεοφιλελευθερισμού-νεοσυντηρητισμού που αποκλήθηκε «εκσυγχρονισμός», δεν θα μπορέσεις να ορίσεις και να υπηρετήσεις τον κοινωνικώς θεμελιώδη χαρακτήρα του πραγματικού στον τόπο μας, σήμερα!
Σε αυτό φαντάζομαι θα συμφωνούσε ο Αλέξης Τσίπρας, εάν πράγματι εννοεί τον φίλο του Σλάβοϊ Ζίζεκ (Slavoj Žižek), δηλαδή καταλάβαινε την έννοια της «ψυχαναλυτικής ηθικής του πραγματικού», που αποτελεί την δική μου προσωπική βάση για τον ορισμό της σύγχρονης πλουραλιστικής δημοκρατίας, σε ένα αγωνιστικό πρότυπο που ουσιαστικά ριζοσπαστικοποιεί τους δημοκρατικούς θεσμούς και προσφέρει μια προοδευτική μορφή εξέλιξης της κλασικής αστικής δημοκρατίας, προς μια σύγχρονη σοσιαλ-δημοκρατία!
Και αυτό, μια και η διάσπαση του κομμουνιστικού κινήματος (επί Β’ Διεθνούς) μεταξύ των μπολσεβίκων και των σοσιαλδημοκρατών, έχει ξεπεραστεί ιστορικά μετά την κατάρρευση του διπολικού συστήματος και την παρακμή των πρώτων ενώπιον της σήψης των δεύτερων. Οι μπολσεβίκοι παρήκμασαν επειδή απέτυχαν να μετατρέψουν την κομματική δικτατορία σε γνήσια σοσιαλιστική επανάσταση και αυτήν σε σοσιαλιστική κοινωνία, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες απέτυχαν στον έλεγχο των τριών «προβληματικών» αγορών: χρήματος-εργασίας-ακινήτων. Το τέλος των σοσιαλδημοκρατών της κλασικής περιόδου της πολιτικής οικονομίας επήλθε όταν τα σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, διολίσθησαν ταχύτατα και μαζικά, από το 1990 και μετά, στο νεοφιλελευθερισμό, τον οποίο αποκάλεσαν «εκσυγχρονισμό», εννοώντας έτσι την απόλυτη προσχώρησή τους στο ιδεολόγημα της ελευθέριας χρηματαγοράς: στην βασιλεία του τραπεζίτη, του αγύρτη των χρηματιστηρίων και των hedge funds και του σύγχρονου δουλεμπόρου της εργασίας, ο οποίος θέσπισε την ελαστικοποίηση της απασχόλησης και την μετατροπή του Εργατικού Δικαίου σε Δίκαιο των Επιχειρήσεων.
Η σημερινή σοσιαλ-δημοκρατία δεν έρχεται να αναστήσει την παλαιά, ούτε ασφαλώς να αποτίσει φόρο τιμής στην έντιμη, σοβαρή και υπεύθυνη αγωνίστρια Ρόζα Λούξεμπουργκ, αλλά παρακολουθώντας την εξέλιξη του ιστορικού βιώματος, της επιστήμης, της τεχνολογίας και της διανόησης, να προσφέρει με βιοοικονομικούς και βιοπολιτικούς όρους, απεγκλωβισμό από αναχρονιστικά διλήμματα που αφορούν είτε στην λειτουργία του αστικού κράτους, είτε στην διάρθρωση του ηγεμονισμού με σοσιαλιστικούς όρους. Η προσέγγιση αυτή ουσιαστικά αποτελεί μία αφήγηση του «ανεκπλήρωτου», ένα αφήγημα που δεν αναζητεί το πραγματικό στο πλαίσιο μίας σχέσης με αρχή και τέλος και ορίζει το ηθικό ως μία αγωνιστική αντίληψη της δημοκρατίας, με αυστηρούς ασφαλώς κανόνες και με απόλυτη άρνηση του τυχοδιωκτικού «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Προς αυτήν την σοσιαλ-δημοκρατική κατεύθυνση έμοιαζε να ορίζει τον εαυτό της η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Στην πράξη, όμως, μοιάζει καθημερινά να διολισθαίνει στην κοινωνική παθογένεια και πολιτική αθλιότητα του πασοκισμού. Μια μορφή ηγεμονισμού α λα ελληνικά, που ήρθε να αντικαταστήσει το φαύλο κράτος της Δεξιάς με ένα ακόμα πιο φαύλο και αφάνταστα υποκριτικό, που κατέληξε να συντηρεί, όπου δεν μεγέθυνε, τις αντιπαραγωγικές δομές στην χώρα και να εξαγνίζει «φούσκες» όλων των μορφών δια των οποίων έκαναν τις αρπαχτές τους και διαμόρφωσαν κοινωνικό κεφάλαιο οι ημέτεροι. Με το πέρασμα πλέον στον «εκσυγχρονισμό» γίναμε μάρτυρες της όσμωσης του κράτους της Δεξιάς με το κράτος του ΠΑΣΟΚ, μέσα στον κοινό τόπο του οποίου θέριεψε η διαπλοκή. Και τις τελευταίες μέρες ο Αλέξης Τσίπρας, πρεσβεύοντας το αντιδραστικό «το μη χείρον βέλτιστον», εμφανίζεται με πραγματικούς όρους εγκλωβισμένος σε αυτόν τον κοινό τόπο.
Είναι μάλλον προβληματικό όταν φίλοι μου αναγνώστες μου ζητούν να κατανοήσω πως παρά την αποτυχία της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, αυτή συνεχίζει να αντλεί πολιτική νομιμοποίηση εξ αιτίας της διαφοράς που την διακρίνει από την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Πράγματι υπάρχει διαφορά και μάλιστα πολύ μεγάλη σε ο, τι αφορά σε ποιότητες κάποιων προσωπικοτήτων, αλλά η ουσιαστική πολιτική διαφορά βραχύνεται με γεωμετρική πρόοδο καθημερινά. Και αυτό όποιος δεν το βλέπει, προφανώς δεν ενδιαφέρεται να ασκήσει έντιμη και κονστρουκτιβιστική κριτική.
Αυτή την στιγμή ο Αλέξης Τσίπρας έχει επιλογή: βρίσκεται μπροστά σε ένα σταυροδρόμι και είτε θα επιλέξει να κολυμπήσει στα λασπόνερα του ΠΑΣΟΚ, είτε θα δοκιμάσει το δικό του μακροβούτι στη καθαρή θάλασσα. Οι «σειρήνες» του καθεστώτος ηγεμονίας στην Ελλάδα τον καλούν να τους ευχαριστήσει για την υποστήριξή τους στην μνημονιακή πολιτική που αποφάσισε να ακολουθήσει για να μην έρθει σε ρήξη με την τρόικα και να κολυμπήσει μαζί τους στα λασπόνερα του «όλον ΠΑΣΟΚ», το οποίο συγκυριακά κομματιάστηκε. Κάτι ανάλογο στην πραγματικότητα ζητούν από τον πρωθυπουργό και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που εμφανίζονται, από συνήθεια μάλλον, βασιλικότεροι του βασιλέως. Γιατί όχι; Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι που ευδοκίμησαν στον κοινό τόπο της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, ερωτοτροπώντας με τους «εκσυγχρονιστές» και έχοντας μόνιμη «εξωσυζυγική» σχέση με τον Κώστα Λαλιώτη και την «παρακαταθήκη» του;
Είδες, λοιπόν, αναγνώστη μου, γιατί στην δεύτερη παράγραφο αυτού του σημειώματος χρησιμοποίησα το «εάν»; Διότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας των τελευταίων ημερών με έχει κάνει να αμφιβάλω για την ικανότητα του να αντιλαμβάνεται βαθύτερα την ηθική στρατηγική που ορίζει με πραγματικούς όρους, τι είναι και τι δεν είναι προοδευτικό στη σημερινή Ελλάδα! Καταλαβαίνει ή δεν καταλαβαίνει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας πως αν δεν έρθει σε ρήξη με την πασοκική ηθική και τον πολιτικό λόγο που την καλλιεργεί κοινωνικά, είναι αδύνατον να κάνει την βουτιά στην καθαρή θάλασσα των προοδευτικών ιδεών και του προοδευτικού κοινοβουλευτισμού;
Ήδη σε συμβολικό επίπεδο έχει ενταχθεί στο πασοκογενές στρατόπεδο. Αν αυτό ήταν λάθος και όχι στρατηγική επιλογή, έχει ακόμη ίσως ελάχιστο χρόνο για να το διορθώσει, πραγματοποιώντας αυτό που ο John Rajchman αποκαλεί «τρίτη επανάσταση του Φρόιντ». Να έρθει σε ρήξη, δηλαδή, με αυτό που τον διχάζει ως πολιτικό καθημερινά. Και αυτό δεν είναι οι 39 ή 50 αντιφρονούντες της κοινοβουλευτικής του ομάδας, αλλά η πασοκική κουλτούρα του στενού, κυβερνητικού του κύκλου…!