Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Την περίοδο του δημοψηφίσματος και των πρώτων αυθόρμητων συγκεντρώσεων πολιτών που προτάσσουν ως αδιαπραγμάτευτο δεδομένο την Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας εντατικοποιήθηκαν οι κοινωνικές και πολιτικές ζυμώσεις για την συγκρότηση ενός Ευρωπαϊκού μετώπου ως αντίβαρο στην αντιφατική και ιδεοληπτική κυβερνητική στάση. Ορισμένοι προσπάθησαν ακόμα και να εκμεταλλευτούν οπορτουνιστικά αυτό το κλίμα, οικειοποιούμενοι μια αυτούσια και μη ελεγχόμενη διαδικτυακή αντίδραση, προσδοκώντας σε προσωπικά μικροπολιτικά οφέλη και άλλοι αφοσιώθηκαν αθόρυβα και με συνέπεια στην ανεύρεση της γνησιότερης έκφρασης του.
Έχω επανειλημμένα αναφερθεί σε έναν πυρήνα κοινών αστικών αξιών (από την προτεραιότητα στην ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία έως την ανάγκη για ευταξία) που ενώνει πλατειά κοινωνικά στρώματα αλλά ταυτόχρονα επεσήμανα ότι υπάρχουν και πολύ διακριτές διαφορές (από πρακτικά ζητήματα έως ιστορικές καταβολές) ικανές να μετατρέψουν το όποιο Ευρωπαϊκό μέτωπο σε κατακερματισμένο συνονθύλευμα αντιθέσεων ανάλογο του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, που εκλογικά θα υπολείπεται σημαντικά του δημοψηφισματικού 38,5% καθιστώντας, από σπόντα, τον Τσίπρα αδιαφιλονίκητο ιδεολογικό επικυρίαρχο.
Όπως δεν μπορείς να προβλέψεις με σιγουριά ότι αυτό το ποσοστό θα αποτελεί αρχική βάση χωρίς διαρροές, δεξιόθεν κι αριστερόθεν, για μια σειρά λόγων (προσωπικούς, διαχρονικά ιδεολογικούς κλπ) άλλο τόσο δεν γίνεται να αποδεχτείς την ομογενοποίηση και το χάρισμα της συντριπτικής πλειοψηφίας του ΟΧΙ στον ΣΥΡΙΖΑ. Ανάμεσα τους υπάρχουν και απλά δυσαρεστημένοι πολίτες που αναζητούν εναλλακτικές με μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία πάντα όμως μακριά από τη δραχμοποίηση της χώρας.
Το «κέντρο» χρησιμοποιείται συχνά περισσότερο ως προσδιοριστικός όρος επικοινωνιακής εξομάλυνσης ακραίων φωνών και παραστάσεων κάθε παράταξης παρά ως ξεχωριστό υποκείμενο δομημένης πολιτικής πρότασης. Ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν περιπτώσεις πολιτικών που ενώ προέρχονται από διαφορετικές πηγές διαθέτουν τουλάχιστον κοινό ύφος λόγου, ο διαχωρισμός δεξιάς και αριστεράς παραμένει και πηγαίνει πολύ πέρα από το Ευρωπαϊκό κεκτημένο έως και σε αρχετυπικές αξιακές διαφωνίες.
Άλλωστε έχει ήδη υπάρξει διπλή απογοήτευση από προσωπικότητες τις οποίες κάποιοι αναγόρευαν, ανά περίοδο, σε τοτέμ της συναίνεσης. Ο Κουβέλης ήταν ο πρώτος που την κρίσιμη στιγμή εγκατέλειψε το τότε κυβερνητικό Ευρωπαϊκό μέτωπο για να αναζητήσει καταφύγιο στην ιδεολογική του κοίτη. Ακολούθησε πρόσφατα ο Μπουτάρης που από ομιλητής των συγκεντρώσεων του ΝΑΙ μετατράπηκε σε θιασώτη της ασταθούς Ευρωπαϊκής στροφής του Τσίπρα. Κι από ότι φαίνεται ακολουθούν κι άλλοι παρόμοιοι.
Το συνειδησιακό λίκνο του αριστερού «DNA» παραμένει πολύ πιο ισχυρό από την κάθε πρόσκαιρη συμμαχία και είναι έτοιμο να δικαιολογήσει τα βαρύτερα ατοπήματα μπρος στο ελάχιστο φαινομενικό ψήγμα επιστροφής στη λογική. Η μεταρρυθμιστική ρητορική εύκολα ελαστικοποιείται για να προσαρμοστεί στις μαρξιστικές καταβολές πολλών όψιμων Ευρωπαϊστών και να δικαιολογήσει την ουσιαστική νόθευση ή και παραγκώνιση τους μπρος σε γενικότερους ιδεολογικούς στόχους.
Στο πρόσωπο του Τσίπρα μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς βλέπει τον επόμενο λαοπρόβλητο ηγέτη που θα προωθήσει ένα μέρος των διαρθρωτικών αλλαγών και θα στολίσει κάποιες άλλες με ιστορικές γιρλάντες που θα συντηρούν την απατηλή αριστερή γοητεία που ειδικά οι λίγο πιο ηλικιωμένοι από αυτούς εγκατέλειψαν με πόνο καρδιάς κάτω από την πίεση της πολιτικής αστικοποίησης. Το κοστούμι ή το ταγιέρ της αναγκαστικής συμμόρφωσης για την νομή της εξουσίας δεν τους αποστέρησε τον έμφυτο επαναστατισμό, ούτε διέγραψε τις παρακαταθήκες και τα βιώματα με τα οποία ανατράφηκαν.
Αυτό που ίσως θα μπορούσε να προκύψει από την φιλοευρωπαϊκή σύμπλευση των προηγούμενων μηνών θα ήταν η προοπτική της δόμησης ενός συνεπέστερου μετεκλογικού κυβερνητικού σχήματος. Ούτε κι αυτό όμως είναι βέβαιο αφού οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς, και ειδικά το Ποτάμι, δείχνουν ανοιχτά τη διάθεση τους να προστρέξουν με σαφή ικανοποίηση προς τη μεριά του νέου ΣΥΡΙΖΑ που αναμένεται να προκύψει μετά το εσωκομματικό ξεκαθάρισμα. Το δε ΠΑΣΟΚ δια της προέδρου του κήρυξε τον πόλεμο στον… νεοφιλελευθερισμό. Νιώθουν πολύ πιο άνετα ως εκσυγχρονιστικοί καταλύτες μιας αριστερής αναγέννησης παρά ως συμπαραστάτες μιας πιο φιλελεύθερης πορείας.
Η κεντροδεξιά οφείλει να ρίχνει αμφίπλευρες κοινωνικές γέφυρες ελπίζοντας και στην συμπόρευση με ένα μέρος (πιθανότατα το μικρότερο) κεντροαριστερών Ευρωπαϊκών δυνάμεων που δεν πείθονται από τα καιροσκοπικά παιχνίδια του Τσίπρα, χωρίς όμως να ξεχνά ότι η Νέα Μεταπολίτευση στην οποία αναφερόταν από την αρχή της κρίσης θα προκύψει μόνο μέσα από τον δομικό μετασχηματισμό της ίδιας της παράταξης με το βλέμμα στο μέλλον κι όχι από τυχοδιωκτικές ή ανίερες συμμαχίες.
Υ.Γ. Χαιρετισμούς στον έτερο Καππαδόκη της «λογικής» και κατά δήλωση συνεχιστή της ιστορικής διαδρομής της «Ένωσης Κέντρου», Βασίλη Λεβέντη, που προετοιμάζεται για να αποτελέσει έναν ακόμα κρίκο στην Ευρωπαϊκή καθοδήγηση του πρωθυπουργού!