Γράφει ο Ζαχαρίας Λουδάρος
Ο πρόσφατος ανασχηματισμός της κυβέρνησης Τσίπρα, σε όλες τις εκφάνσεις του, από το κεντρικό πολιτικό μήνυμά του μέχρι τις πικάντικες λεπτομέρειές του, θύμιζε τόσο πολύ «Ανδρέα»! Από την «Εθνική Λαϊκή Ενότητα» που είχε επινοήσει ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ για να κάνει προεκλογικές κατά βάση διευρύνσεις μέσω συγκεκριμένων προσώπων μέχρι την αναγνώριση της «ανιδιοτελούς προσφοράς» είτε στον Πρόεδρο, είτε στο «πεζοδρόμιο», είτε και μαζί, με την τοποθέτηση από το «πουθενά» σε περίοπτες κυβερνητικές θέσεις νέων προσώπων.
Το μόνο που δεν έχει κάνει μέχρι σήμερα ο Τσίπρας είναι να πάει στη Δήμητρα και να μαζέψει όσες γραβάτες του μακαρίτη έχει φυλάξει, για να τις φοράει τώρα που δεν είναι πλέον ο «αριστεριστής» που θέλει ν’ αλλάξει την Ευρώπη, αλλά ο «εθνικός ηγέτης» της «προοδευτικής» παράταξης.
Η επιδίωξη της «ταύτισης» με τον Ανδρέα δεν είναι ασφαλώς τυχαία. Υπακούει σε μια αλήθεια. Η Ελλάδα, τουλάχιστον σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της, είναι ΠΑΣΟΚ. Είτε το λέει, είτε όχι, είτε το πιστεύει, είτε όχι, έτσι είναι. Και είναι έτσι πολύ φυσιολογικά, καθώς η ηγεμονική δύναμη της Μεταπολίτευσης υπήρξε το ΠΑΣΟΚ και ο ιδρυτής του Ανδρέας Παπανδρέου. Δημιούργησε ένα πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο με τη σειρά του διαμόρφωσε την Ελλάδα όπως την ξέρουμε.
Η ειρωνεία είναι πως το «πνεύμα» του Ανδρέα μετά τον θάνατό του εγκατέλειψε το πολιτικό σώμα του ΠΑΣΟΚ, «μπήκε» μέσα στον Κώστα Καραμανλή κι από κει μεταπήδησε στον Αλέξη Τσίπρα. Φαίνεται πως ούτε τα μνημόνια στάθηκαν ικανά να «ξορκίσουν» το «πνεύμα» του Ανδρέα, καθώς δεν είχαν να προτείνουν τίποτα περισσότερο από το να γίνει η Ελλάδα ένα φτηνό τουριστομάγαζο, άντε το πολύ πολύ κι ένας βιολογικός λαχανόκηπος για την Ευρώπη.
Πως αντιμετωπίζεται λοιπόν το «πνεύμα» του Ανδρέα, αφού το μέλλον δεν κερδίζεται με φαντάσματα; Για τη σημερινή αντιπολίτευση αυτό παραμένει ένας γρίφος.
Από τη μια, ο ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός με τους όρους που επιχειρήθηκε μέχρι σήμερα απέτυχε να δώσει για τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας τα αποτελέσματα που υποσχέθηκε και ως εκ τούτου απέτυχε να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη και να δημιουργήσει ένα πρότυπο διακυβέρνησης που να υπερβαίνει θετικά το «manual» διακυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου. Από την άλλη, η μετεμφυλιακή ιδεολογία της «εθνικοφροσύνης» συνιστά παιχνίδι με τη φωτιά και καταλήγει πάντα σε εθνικές ταπεινώσεις κι απώλειες.
Η αναζήτηση της λύσης του γρίφου δεν έχει μεταβληθεί ακόμη σε πολιτική πρόταση. Πολύ δε περισσότερο σε κυβερνητικό πρόγραμμα. Ζούμε ακόμη το τέλος του παλιού, χωρίς να διαφαίνεται ακόμη στον ορίζοντα τίποτα πραγματικά νέο.
ΥΓ: Ειλικρινά δεν αμφισβητώ το τι μπορεί να καταφέρει η κα Νοτοπούλου. Τη βρίσκω άλλωστε τόσο “ξινούτσικη” που μπορεί επάξια να γίνει η Βάσω Παπανδρέου του μέλλοντός μας!