Γράφει ο Χάρης Θεοχάρης*
Η κυβέρνηση και ιδιαίτερα το Υπουργείο Οικονομικών, όταν δεν διαπραγματεύεται με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες, συνηθίζει να εξαγγέλλει, κατά κανόνα μη εφαρμόσιμες ιδέες σε μια προσπάθεια παραπλάνησης της κοινής γνώμης αλλά και ταχυδακτυλουργικής απόσπασης της προσοχής της κοινής γνώμης.
Το περιουσιολόγιο θα ήταν ήδη εδώ αν πιστεύαμε τις δηλώσεις των αρμοδίων.
Ο ΕΝΦΙΑ θα είχε επιβληθεί στα ακίνητα εξωτερικού.
Η υποβολή των δηλώσεων θα είχε ξεκινήσει νωρίτερα από κάθε άλλη χρονιά.
Οι λίστες θα είχαν τελειώσει και τα ταμεία θα ήταν γεμάτα.
Ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Παρακολουθούμε την αντικατάσταση της μίας αυταπάτης με την επόμενη.
Το περιουσιολόγιο προϋποθέτει την ολοκλήρωση του κτηματολογίου ή τον εκσυγχρονισμό των υποθηκοφυλακείων, αλλιώς θα καταλήξει μια άσκοπη ταλαιπωρία των πολιτών.
Ο ΕΝΦΙΑ δε μπορεί να επιβληθεί σωστά και με πληρότητα ούτε καν στα ακίνητα του εσωτερικού. Στα ακίνητα του εξωτερικού, που πρέπει να επιλυθεί το πολύ δύσκολο πρόβλημα της άθροισης ανόμοιων αξιών (εμπορικών, αντικειμενικών κτλ.) από διαφορετικές χώρες, πιστεύει κανείς πως θα μπορούσε να επιβληθεί από το σημερινό Υπουργείο Οικονομικών;
Ο αρμόδιος Υπουργός εκλιπαρεί για την υποβολή των δηλώσεων εγκαίρως, όταν τα συστήματα δεν είναι ανοικτά στην ώρα τους και όταν δεν έχει θεσμοθετήσει κίνητρα και αντικίνητρα, που να ωθούν στην έγκαιρη υποβολή. Το αντίθετο, μείωσε τα πρόστιμα για τις εκπρόθεσμες δηλώσεις και πέρασε το μήνυμα πως η κυβέρνηση αδιαφορεί για το θέμα, ανεξαρτήτως της όψιμης ρητορικής.
Όταν η κυβέρνηση δεν καταλαβαίνει ότι οι στοιχειώδεις υπολογισμοί κόστους-οφέλους υποδεικνύουν πως πρέπει να αφήνεις τις υποθέσεις να παραγράφονται αν θέλεις να αυξήσεις τις εισπράξεις σου, πώς νομίζουμε πως μπορεί να φέρει αποτέλεσμα στις υποθέσεις με τις λίστες; Ζει ακόμη στην αυταπάτη πως η πολιτική βούληση είναι αρκετή και αγνοεί την επιχειρησιακή πολυπλοκότητα.
Η τελευταία αυταπάτη της κυβέρνησης είναι η εξαγγελία για το νέο πλαίσιο επαναπατρισμού κεφαλαίων.
Για να μπορέσει να πετύχει ένα πλαίσιο επαναπατρισμού κεφαλαίων χρειάζονται τρεις προϋποθέσεις.
Η πρώτη είναι να μην υπάρχουν άλλες διέξοδοι επιστροφής κεφαλαίων πλην του σχήματος που θα προταθεί. Στο παρελθόν αυξήσεις κεφαλαίων σε επιχειρήσεις αλλά και αγορές πρώτης κατοικίας μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς έλεγχο του πόθεν έσχες και συνεπώς κανείς δε θα επέλεγε διαδικασία επαναπατρισμού που φορολογείται.
Η δεύτερη είναι να κρατάει την σωστή ισορροπία μεταξύ του κινήτρου επαναπατρισμού και του αισθήματος δικαιοσύνης για όσους φορολογουμένους έχουν σταθεί συνεπείς στις υποχρεώσεις τους όλα αυτά τα χρόνια.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε η φορολογική διοίκηση να έχει αυξήσει την αποτελεσματικότητά της, ώστε να μη δημιουργούνται μεγάλες ευκαιρίες διαφυγής αφορολόγητων κεφαλαίων στο εξωτερικό. Αλλιώς, η διαδικασία επαναπατρισμού αντί να είναι μια τελευταία ευκαιρία τακτοποίησης θα είναι απλώς ένα ακόμη βήμα στο αέναο εκκρεμές φοροδιαφυγής-αμνήστευσης.
Ακόμη, για να είναι δίκαιο ένα πρόγραμμα επαναπατρισμού θα πρέπει να φορολογεί περίπου στον μέσο όρο της φορολογίας της χώρας μας δηλαδή γύρω στο 20%. Συγχρόνως θα πρέπει να αναγνωρίζει πως η παραγραφή σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής λήγει στα 20 έτη και πως η αποτελεσματικότητα είσπραξης μικραίνει όσο παλαιότερα είναι τα κεφάλαια. Αυτό σημαίνει πως το ποσοστό φορολόγησης θα πρέπει να μικραίνει αν ο φορολογούμενος αποδείξει πως τα κεφάλαια που βρίσκονται στο εξωτερικό είναι εκεί από καιρό. Μείωση 5% για κάθε πενταετία είναι λογική, καθώς και μία μίνιμουμ φορολόγηση της τάξης του 1-3% για κεφάλαια παλαιότερα της εικοσαετίας.
Ένα τέτοιο σχήμα θα είχε πιθανότητες και να συμφωνηθεί με τους δανειστές μας αλλά και να επιτύχει στην πράξη.
Τρίτη προϋπόθεση είναι η οικοδόμηση εμπιστοσύνης προς τη φορολογική διοίκηση και το τραπεζικό σύστημα.
Σήμερα, σε περιβάλλον περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων δεν είναι δυνατόν να ελπίζουμε πως μπορεί κάποιος να δεσμεύσει τα κεφάλαιά του για να τα φέρει στη χώρα μας. Αν δεν αρθούν οι περιορισμοί αυτοί δε μπορούμε σοβαρά να μιλάμε για τέτοιου είδους προσπάθειες.
Ακόμη μεγαλύτερη είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος. Τι σταματάει την κυβέρνηση από το να ξαναφορολογήσει τα κεφάλαια που θα μπουν μόλις οι στόχοι δεν επιτευχθούν; Ίσα ίσα ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρει εύκολο στόχο στους «έχοντες» ενισχύοντας τη συνήθη ρητορική του. Η Ιταλία που είχε την ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης, στο τελευταίο σχέδιο επαναπατρισμού, που βρήκε μάλιστα και σημαντική ανταπόκριση, ανωνυμοποίησε τη διαδικασία μέσω του τραπεζικού συστήματος. Με αυτόν τον τρόπο οι φορολογούμενοι φορολογήθηκαν από τις τράπεζες, δεν χρειάστηκαν να δηλώσουν τίποτε στην εφορία και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επαναφορολόγησης.
Είναι φανερό πως η προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζει η κυβέρνηση όλα τα ζητήματα, είναι παρούσα και σε αυτές τις εξαγγελίες.
Όμως ας μην ανησυχούμε… Σε λίγο θα ξεχαστούν και αυτές, όπως τόσες άλλες πριν.
*Ο Χάρης Θεοχάρης είναι βουλευτής Β Αθηνών