Γράφει ο Αθανάσιος Γραμμένος
Κάθε πολίτης αυτής της χώρας έχει επίγνωση –έστω κι ενστικτώδη- της παρακμής στην οποία έχει περιέλθει ο λαός της. Παρά τις ατομικές εξαιρέσεις, στεκόμενος μπροστά στο έρεβος του ιστορικού αφανισμού, ο ελλαδικός κόσμος παρατηρεί το κενό σε κατάσταση αφασίας, έχοντας απωλέσει την επαφή με τις διογενείς αιδώ και δίκη. Η ορθολογική σκέψη θα πρότεινε σε αυτό το οριακό σημείο, ότι η οικονομική ασφυξία θα έπρεπε να έχει πυροδοτήσει την πνευματική έξαρση, τη διανόηση, την καλλιτεχνική δημιουργία και την «επανάσταση» των γραμμάτων που θα καταγράφουν, με πνεύμα κριτικό και οξύ, το πρόβλημα για να το αποδώσουν στο κοινωνικό σύνολο. Οι άνθρωποι θα είχαν ξεκινήσει την καλλιέργεια νέων σχέσεων για να βιώσουν τη συμμετοχή και να επιδιώξουν την αριστεία, αντιλαμβανόμενοι ότι η εγκάρσια τομή στο ασθενές σημείο, αν κι επίπονη, είναι ο μοναδικός τρόπος θραύσης του φαύλου κύκλου της παρακμής. Η πρόσφατη ιστορία παραδίδει πολλά αντίστοιχα παραδείγματα, λόγου χάρη η αναγέννηση μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στο τέλος της Κατοχής κι εν μέσω της Απριλιανής δικτατορίας, αφού μετά από μια συμφορά ο λαός έβρισκε τον τρόπο να σηκώνει ξανά το κεφάλι.
Σε αυτές τις στιγμές του μεγάλου κοινωνικού μετασχηματισμού, το ελλαδικό κρατίδιο έχει εξαντλήσει όλους τους πνευματικούς του πόρους κι έχει στερέψει από μεγάλα και παπανθρώπινα νοήματα. Έτσι, η συζήτηση περιορίζεται στο «βιοτικό επίπεδο», στις μισθολογικές αυξήσεις και στη διεύρυνση της καταναλωτικής ευχέρειας. Μιλούν οι κήνσορες για «καταπολέμηση της φτώχειας» αλλά αρνούνται να μιλήσουν για την «καταπολέμηση της μιζέριας». Προπαγανδίζουν «σχέδια εξόδου από την κρίση» και παρουσιάζουν σχέδια επιβολής οριστικής ακρισίας. Χάνουν το νόημα της ζωής, την ανάδειξη της ποιότητας, του μέτρου και της αρετής γιατί είναι πνιγμένοι στον ιστορικό υλισμό που κατά τα άλλα αποδοκιμάζουν με περίτεχνα ρητορικά σχήματα. Κι όμως, οι πρόγονοι των σημερινών Ελλαδιτών πέρασαν περιόδους πολύ σκληρότερης φτώχειας, χωρίς να διαθέτουν τα δημόσια αγαθά και τα τεχνολογικά μέσα της σύγχρονης εποχής. Το ζεστό νερό, οι τηλεπικοινωνίες ή οι πρώτες βοήθειες δεν ήταν εγγυημένα παρ’ όλ’ αυτά η ζωή τους είχε μια ευπρέπεια και μια αρχοντιά καταφανώς ανώτερη από τη σημερινή.
Βέβαια, σε άλλες εποχές, η κοινωνία σήμαινε τη μεταφυσική οντότητα της παράδοσης ως εχέγγυο ελευθερίας, όχι το άθροισμα των ιδιοτελών συμφερόντων ως επικάλυψη της ασυδοσίας. Η ιδιωτεία έγινε ιδεολογία για να ευνοήσει την καταστολή των συνειδήσεων και να υποβιβάσει τις αξίες της τιμής και της υπόληψης. Σήμερα, κάθε ανελλήνιστος μπορεί να γίνει πρωθυπουργός και κάθε κατ’ επίφαση «μεταρρυθμιστής» μπορεί να γίνει πρύτανης και αργότερα βουλευτής.
Είναι του συρμού, πρόσωπα που αναλώνονται σε τηλεοπτικές αψιμαχίες να εξελίσσονται σε βουλευτές με τα κόμματα που ευθύνονται για τον παγκόσμιο διασυρμό του ελληνικού ονόματος. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή του ανθρώπου που «πρυτάνευσε» για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αν και πρόλαβε να κάνει ελάχιστο έργο, αναλώθηκε σε «καβγάδες» ενώπιον των τηλεοπτικών συνεργείων, απέκτησε αναγνωρισιμότητα και σαν έτοιμος από καιρό μεταπήδησε στην πολιτική. Παρότι εγκατέλειψε το καράβι την ώρα της τρικυμίας ανερυθρίαστα κι ενώ έχει μέχρι στιγμής αμελητέα κοινοβουλευτική παρουσία, εγκαλεί με ανακοίνωσή του τη διάδοχη αρχή του Πανεπιστημίου Αθηνών επειδή προσκάλεσε τον νυν Πρωθυπουργό ως ομιλητή για την πανηγυρική τελετή της 25ης Μαρτίου και την κατηγορεί ότι οδηγεί στην υποβάθμιση του πανεπιστημίου σε βήμα πολιτικής εξυπηρέτησής
Ίσως οι ισχυρισμοί του να είναι αληθείς. Η πρωτοβουλία του όμως και ο τρόπος με τον οποίο την δημοσιοποιεί αποκαλύπτει την ηθική κατάπτωση των καριεριστών της σημερινής Ελλάδας. Αναφέρεται σε παίγνια πολιτικής σκοπιμότητας ενώ ο ίδιος έχει εξαργυρώσει τα ψήγματα μεταρρύθμισης με τη βουλευτική έδρα κι ενώ υπογράφει ως βουλευτής της αντιπολίτευσης. Οφείλει να παραμένει αμερόληπτος και ακέραιος στον αγώνα για την ουσιαστική αναδόμηση του Πανεπιστημίου αλλά προς τέρψη της ματαιοδοξία του δίνει το δικαίωμα σε κάθε αρρωστημένο ψευδο-επαναστάτη να ταυτίζει το γράμμα του νόμου με τις νεο-συντηρητικές πολιτικές και την τάξη με τον φασισμό. Αν και είχε την ευκαιρία να αναγάγει το λειτούργημα τους σε δυσθεώρητα ύψη ανοίγοντας το Πανεπιστήμιο στην κοινωνία, στην οποία απευθύνεται, εκείνος παραιτήθηκε κι εκ του ασφαλούς κηρύσσει τον κομματικό λόγο ως ευαγγέλιο με πρόσχημα τους θεσμούς.
Το Πανεπιστήμιο δεν έχει ανάγκη από σύνθετα οργανογράμματα αλλά από «δασκάλους» που θα το αντιλαμβάνονται ως τόπο ιερό, ως θεραπευτήριο της ψυχής και αφετηρία ανθρωπίνων επιτευγμάτων. Οι δάσκαλοι έχουν την ευθύνη να διδάξουν στους φοιτητές γράμματα και σέβας. Από εκεί, δια των γραμμάτων, θα μπορούσε ίσως να αναγεννηθεί ο Ελληνισμός και να ξαναβρεί το πραγματικό του ταυτοτικό χαρακτηριστικό, τον πολιτισμό. Θα ήταν η βέλτιστη λύση την ύστατη τούτη ώρα για να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με τον υπόλοιπο κόσμο και μάλιστα με ίσους όρους.
Ωστόσο, ο πολιτικός κόσμος κομπάζει μπροστά στον καθρέφτη φορώντας τον χιτώνα της ύβρεως. Δεν γνωρίζει όμως ο δυστυχής ότι αυτός ο χιτώνας είναι του Νέσσου.