Ο Ψυχίατρος και Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρίστος Χ. Λιάπης σχολιάζει στην “Ελευθερία” και στον Δ. Χατζηευθυμίου τις ψυχολογικές παραμέτρους του προσφάτου πραξικοπήματος στην Τουρκία.
Τί είναι αυτό, κ. Λιάπη, που μετατρέπει έναν, μέχρι πριν λίγα λεπτά της ώρας, απλό, ανώνυμο και πιθανότατα φιλήσυχο πολίτη, σε ήρωα; Τι τον κάνει μάρτυρα, έτοιμο να αυτοθυσιαστεί; Να θυσιαστεί εκείνος, όχι υπέρ ενός προσφιλούς του προσώπου, αλλά υπερασπιζόμενος μια ιδέα, μια ιδεολογία, την αξία της ελευθερίας, ή ακόμη και ένα πολιτικό καθεστώς.
Συνήθως, είμαστε προδιατεθειμένοι να θυσιαζόμαστε για άτομα με τα οποία φέρουμε κοινό γενετικό υλικό, δηλαδή για τα παιδιά μας ή για τους στενούς μας συγγενείς. Όταν πρόκειται για την προστασία της ζωής ή της ακεραιότητάς τους, τότε το θεμελιώδες ένστικτο της αυτοσυντήρησης δύναται να περάσει σε δεύτερο πλάνο εσωτερικής ιεράρχησης. Για αυτό και οι αρετές του αλτρουισμού και της υπεράσπισης της ελευθερίας του συνόλου αποκτούν άλλες ποιότητες όταν κάποιος δεν διστάζει να διακινδυνεύσει ακόμη και την ίδια του τη ζωή προς χάριν του κοινού συμφέροντος, θέτοντάς την στην υπηρεσία της προάσπισης της ελευθερίας και της ευψυχίας των “πολλών”. Για αυτό άλλωστε ειπώθηκε από τον ποιητή πως “θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία”. Γιατί ακόμη και ο γονιός που θυσιάζει τη ζωή του προστατεύοντας -για παράδειγμα- το παιδί του από μια πυρκαγιά, εμφορείται ασυνείδητα και από το ναρκισσιστικό κίνητρο της “διάσωσης” των γονιδίων του και της διαιώνισής τους. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με τον διαδηλωτή που ξαπλώνει -πάλι δίκην παραδείγματος- μπροστά στο επελαύνον τεθωρακισμένο ή με τον πολιτικό ακτιβιστή που παραμένει στη θέση του ενώ τριγύρω πέφτουν πυροβολισμοί. Εκείνη την ώρα αγωνίζεται για κάτι υψηλότερο από τη βιολογική και γονιδιακή του ατομικότητα ή οικογενειοκεντρικότητα. Αυτό είναι που καθιστά, πραγματικά μεγαλειώδεις αυτές τις στιγμές. Στιγμές που ανήκουν αποκλειστικά σε -φαινομενικά- απλούς καθημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι, αίφνης, μετατρέπονται σε ήρωες.
«ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΣΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΥΣ»
*Δεν πρέπει, όμως, να θεωρήσουμε πως γυρνά μέσα τους κάποιος μαγικός διακόπτης που τους μεταλλάσσει ξαφνικά από φιλήσυχους πολίτες σε μάρτυρες μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας, ενός πολιτικού καθεστώτος ή ενός δεδομένου αξιακού συστήματος.
Για να κατανοήσουμε τη βαθύτερη ποιότητα αυτών των πράξεων αντίστασης, θα πρέπει να έχουμε στον νου μας αυτό που είχε πει ο μεγάλος αγωνιστής και μάρτυρας της ελευθερίας Martin Luther King, σε μία από τις μνημειώδεις ομιλίες του, πως “το μέλλον ανήκει στους δυσπροσάρμοστους” (“future belongs to the maladjusted”). Σε εκείνους, δηλαδή που στην καθημερινότητά τους ξεφεύγουν από την πεπατημένη που διαμορφώνουν οι εκάστοτε κοινωνικές νόρμες. Χωρίς να μπορούμε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα και προσπαθώντας να αποφύγουμε τις αυθαίρετες γενικεύσεις, μπορούμε να υπογραμμίσουμε την υψηλή πιθανότητα όλοι όσοι δεν διστάζουν να θυσιάσουν τη ζωή τους για έναν υψηλό σκοπό ή δημοκρατικό ιδανικό, παρά την επιφαινόμενη φυσιολογικότητα την οποία μπορεί να παρουσιάζουν στην καθημερινότητά τους, να εμφορούνται από χαρακτηριολογικά στοιχεία και από ψυχολογικές ποιότητες που τους διαφοροποιούν από τον συμπεριφορικο-κοινωνικό μέσο όρο. Πρόκειται για αυτήν, ακριβώς, την αντιδιαστολή που προτάσσει τόσο εύστοχα στο βιβλίο του “The Inverse Law of Sanity” (“O Αντίστροφος Νόμος της Λογικότητας”) ο Καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Tufts Nassir Ghaemi, με τον οποίο είχα τη χαρά και την τιμή να συνεργαστώ κατά τη διάρκεια της ιατρικής μου ειδίκευσης στη Βοστώνη. Είναι η αντιδιαστολή ανάμεσα στους “ομόκλιτους” (homoclites) και τους “δυσπροσάρμοστους” (maladjusted). Ανάμεσα σε αυτούς που στην καθημερινότητά τους ακολουθούν τον κοινό κανόνα (κλίτος, εξ ου και “ομόκλιτοι”) και ανάμεσα σε εκείνους που διαφέρουν ως προς συγκεκριμένες συναισθηματικές ποιότητες οι οποίες τους καθιστούν δυσπροσάρμοστους στην κοινωνική αδικία, την πολιτική αυθαιρεσία, την παραβίαση της ελευθερίας ή την καταπίεση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Σπάνια θα δούμε κάποιον πρωταγωνιστή ηρωικών πράξεων αντίστασης να προέρχεται από την ομάδα των ομοκλίτων. Ομόκλιτοι ήταν, για παράδειγμα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι πολίτες της Γερμανίας του μεσοπολέμου. Όπως αναφέρει στο βιβλίο της “The Banality of Evil”, η Hannah Arendt, οι Γερμανοί που ανέδειξαν, ακολούθησαν και συνεργάστηκαν με το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ, δεν ήταν ψυχικώς ιδιαίτεροι, αλλά τουναντίον επρόκειτο για απλούς καθημερινούς ανθρώπους οι οποίοι δεν αντιστάθηκαν στον ψυχικώς διαταραγμένο ηγέτη τους, γιατί δεν εμφάνιζαν τις εσωτερικές εκείνες ποιότητες που θα τους καθιστούσαν δυσανεκτικούς στον ναζιστικό παραλογισμό και δυσπροσάρμοστους στην κοινωνική και ψευδο-αξιακή κανονικότητα που αυτός προσπαθούσε να συστηματοποιήσει και να εγκαταστήσει εν μέσω των χιτλερικών θηριωδιών. Όσοι εθελοτυφλούν απέναντι στην καθημερινή κοινωνική, πολιτική και οικονομική αδικία, μπορεί μεν να διατηρούν τη φυσιολογικότητα της συμπεριφοράς τους, όταν οι συνθήκες είναι ομαλές, αλλά σε περιόδους κρίσεως, μετατρέπονται σε απλά πολιτικά παρακολουθήματα των αυθαιρεσιών της εξουσίας. Γίνονται οι θλιβεροί και πειθήνιοι ακόλουθοι της φρίκης, ενώ οι μπροστάρηδες των ηρωικών πράξεων αντίστασης προκύπτουν από εκείνους που και επί αδιατάρακτων πολιτικών και ιστορικών δεδομένων αρνιόνταν την πλήρη ένταξη στις φυσιολογικές νόρμες του κοινωνικού συμβιβασμού. Αυτοί είναι που όταν η συγκυρία το απαιτήσει, μπορεί να μετατραπούν σε ηρωικές μορφές αντίστασης.
ΗΡΩΑΣ ΚΑΙ «ΜΑΡΤΥΡΑΣ» – ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
Κάποιος θα μπορούσε να παραλληλίσει τον άνθρωπο που στέκεται μπροστά από τις ερπύστριες κινδυνεύοντας να γίνει μάρτυρας, με εκείνον που επιδιώκει να περάσει στην ιστορία ως «μάρτυρας» ζωσμένος με εκρηκτικά στο σώμα …και το μυαλό, τα οποία πυροδοτεί στο όνομα του φανατισμού. Προφανώς όμως υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των δύο…
Βεβαίως και υπάρχει απόσταση, την οποία ορθώς πράττετε και την επισημαίνετε. Καταρχήν, ουσιαστικό σημείο διάζευξης αποτελεί το γεγονός πως αυτός που πυροδοτεί τα εκρηκτικά με τα οποία είναι ζωσμένος, το κάνει μεν στο όνομα της κοντόφθαλμα μονοδιάστατης θρησκευτικής ή ιδεολογικής του πίστης, επιδιώκει, όμως, ξεκάθαρα τη φυσική εξόντωση αυτών που θεωρεί “εχθρούς” του. Συνήθως, μάλιστα, πρόκειται για αθώους πολίτες οι οποίοι απλώς πληρώνουν το άδικο τίμημα της ετερότητάς τους ως προς τον φανατικό δράστη. Αντίθετα, αυτός που ξαπλώνει μπροστά στις ερπύστριες διακυβεύει τη ζωή του και τη σωματική του ακεραιότητα, αλλά δεν απειλεί τη ζωή κανενός άλλου. Χωρίς να θέλουμε να απομειώσουμε το αξιακό μέγεθος των πράξεων αντίστασης των άοπλων πολιτών που μετατρέπονται σε ανθρώπινα οδοφράγματα μπροστά στα τανκς, ούτε να προσδώσουμε ψυχοπαθολογική επικάλυψη στην ανανδρεία και τη φρικαλεότητα των επιθέσεων αυτοκτονίας, μπορούμε να επισημάνουμε έναν κοινό παρονομαστή και αυτός δεν είναι άλλος από την αυτοκαταστροφική διάσταση που στον μεν βομβιστή λαμβάνει καθαρά αυτοκτονικούς (μαζί με τους ετεροκαταστροφικούς) χαρακτήρες, στον δε προσφέροντα το κορμί του βορά στην ερπυστριοφόρο αυθαιρεσία της όποιας εξουσίας, ενέχει τα στοιχεία της παρααυτοκτονικής συμπεριφοράς. Μιας συμπεριφοράς, δηλαδή που θέτει σε άμεσο κίνδυνο την προσωπική ύπαρξη, χωρίς όμως να στρέφεται ευθέως εναντίον της. Σημαντικό ρόλο, σίγουρα παίζει και το κοινό μουσουλμανικό θρησκευτικό υπόβαθρο το οποίο ταυτίζει την αυτοθυσία με μεταθανάτιο παραδεισένια επιβράβευση. Δεν είναι όμως κατάλληλο αυτό το σημείο για να αναρωτηθούμε περί της φανερής ή συγκεκαλυμμένης αυτοκτονικότητας που εμφιλοχωρεί στις πράξεις προάσπισης ή προβολής μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας. Άλλωστε, όπως έγραψε και ο Αλμπέρ Καμύ στον «Επαναστατημένο Άνθρωπο», “Τον καιρό της άρνησης ήταν ίσως χρήσιμο να αναρωτιόμαστε σχετικά με το πρόβλημα της αυτοκτονίας. Στον καιρό των ιδεολογιών πρέπει να ρυθμίσουμε τη δράση μας σύμφωνα με το έγκλημα». Κάπως έτσι αυτορρυθμίστηκαν οι κοινωνικοπολιτικές και στρατιωτικές δράσεις και αντιπαλότητες στην Τουρκία, τη νύχτα του πραξικοπήματος.
Ο ΠΑΝΙΣΧΥΡΟΣ ΑΟΠΛΟΣ
Αν η περίπτωση της Τιεν Αν Μεν είναι η πρώτη στα χρονικά (καταγεγραμμένη τουλάχιστον από το φωτογραφικό φακό), περίπτωση αντίστασης με τον τρόπο αυτό, υπάρχει ενδεχόμενο η επανάληψή της (όπως στην περίπτωση της Τουρκίας) να ενέχει και το σπέρμα του μιμητισμού, με μια αδιόρατη βεβαιότητα ότι ο οδηγός του άρματος θα σταματήσει, όπως συνέβη στην κινεζική πλατεία;
Όλες οι περιπτώσεις παθητικής αντίστασης απέναντι σε στρατιωτικά, πολιτικά, ιδεολογικά, οικονομικά και αποικιοκρατικά πραξικοπήματα, όλες δηλαδή οι πράξεις όπου ο καταπιεζόμενος και ο αδικημένος δεν προσφεύγει στην ένοπλη βία ενάντια στον αυθαιρετούντα δυνάστη του, αλλά αντίθετα προσφέρει εθελουσίως τον εαυτό τους θυσία, ως ύψιστη πράξη αλτρουιστικής υπεράσπισης της ελευθερίας του συνόλου, εμπεριέχουν το ιδεολογικό σπέρμα της “ριζοσπαστικής ενσυναίσθησης”. Της αναφερόμενης στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία ως “radical empathy”. Μιας εσωτερικής ψυχολογικής και πολιτικής ποιότητας την οποία πραγμάτωσε πρώτος ο Μαχάτμα Γκάντι με τον φιλειρηνικό του αντιαποικιοκρατικό αγώνα ενάντια στους Άγγλους δυνάστες των Ινδιών. Όταν, παρά τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή των αιτούμενων την ανεξαρτησία τους Ινδών, προτίμησε να προσφέρει το σώμα του βορά στην απίσχνανση της απεργίας πείνας, προκειμένου να στείλει ένα ακαταμάχητα ηχηρό αλλά έμπλεο φιλειρηνισμού και αλληλεγγύης μήνυμα. Ως ενσυναίσθηση ορίζεται η ικανότητά μας να καταλαβαίνουμε τον συνάνθρωπό μας, να μπαίνουμε, δηλαδή, στη θέση του άλλου. Για αυτό και στο πολιτικό πεδίο, ριζοσπαστικά ενσυναισθητικός είναι εκείνος που ακριβώς επειδή μπορεί να μπει στη θέση και στο μυαλό του αντιπάλου του καταλαβαίνει πως αυτός που αυθαιρετεί, αυτός που καταπιέζει, αυτός που καταφεύγει στην ωμή βία για να χαράξει και να προστατεύσει διαχωριστικές γραμμές πολιτικού, ρατσιστικού ή θρησκευτικού διαχωρισμού, το κάνει επειδή στην ουσία φοβάται. Με την παθητική αντίσταση, σταματάς να εκτρέφεις τον αυτοτροφοδοτούμενο φόβο του δυνάστη σου. Έτσι, η αυθαιρετούσα εξουσία μένει χωρίς τη δυνατότητα να προβάλλει τον φόβο της στους “άλλους”. Ξαφνικά, ο εχθρικός “Άλλος”, που στις περιπτώσεις των πραξικοπημάτων είναι ο δημοκρατικά εκφραζόμενος λαός, ενώ στις περιπτώσεις των φυλετικών ή ρατσιστικών διαχωρισμών είναι οι χρονίως αδικούμενες και καταπιεζόμενες κοινωνικές ομάδες, απεκδύεται οικειοθελώς κάθε απειλητικό συμβολισμό. Στέκεται άοπλος μπροστά στο τανκ και μπροστά στα πυροβόλα του, ανίκανος να απειλήσει, αλλά έτοιμος να θυσιαστεί και για αυτό γίνεται, ουσιαστικά πανίσχυρος, καθώς παύει πλέον να λειτουργεί ως δαιμονοποιημένη εξεικόνιση των φοβιών της πάνοπλης απολυταρχίας. Αυτός είναι και ο λόγος που το τανκ σταμάτησε στην Τιεν Αν Μεν. Εκεί, λοιπόν, ερίζουν ασυνείδητα οι απανταχού διαχρονικοί μιμητές του Κινέζου φοιτητή της “Πλατείας της Ουράνιας Γαλήνης” την αδιόρατη βεβαιότητά τους πως το τανκ, τελικώς, θα σταματήσει.
«ΠΡΑΞΙΑΚΟΣ ΜΙΜΗΤΙΣΜΟΣ»
Από εκεί και πέρα, σε ένα “Παγκόσμιο Χωριό”, όπως έχει καταστεί προ πολλού ο πλανήτης μας, με τον καταιγιστικής ροής βομβαρδισμό της πολιτικής και συμπεριφορικής μας αισθητηριακότητας από πληθώρα ψηφιακών εικόνων, οι οποίες προέρχονται από όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου αλλά και από όλo το φάσμα των νεότερων ιστορικών χρόνων, είναι εύλογο ο ιδεολογικός και πραξιακός μιμητισμός να παίζει τον ρόλο του στην πανομοιοτυπία πολλών πράξεων αντικαθεστωτικού ηρωισμού (ή έστω προσωπικής αντιστασιακής ριψοκινδύνευσης) οι οποίες αναγνωρίζουν -συνειδητά ή ασυνείδητα και συνάμα συμβολικά ή ασυμβολοποίητα- το αφετηριακό τους ορόσημο στη διάσημη κινεζική πλατεία η οποία μετατράπηκε διαχρονικώς, από τοπωνυμιακό συνώνυμο της εξέγερσης των Κινέζων φοιτητών απέναντι στο κομμουνιστικό καθεστώς σε παγκόσμιο σύμβολο αντίστασης απέναντι σε κάθε μορφής απολυταρχία.
ΑΟΠΛΗ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΚΑΘΕΣΤΩΤΙΚΟ ΛΙΝΤΣΑΡΙΣΜΑ
Επιπρόσθετα θα αποτολμούσα μία ακόμη πιο «προχωρημένη», ίσως και διαστροφική ερώτηση: Με την άνθηση των media και των social media, τέτοιες πράξεις γίνονται ευρύτατα γνωστές με αποτέλεσμα (ίσως λέω…), ενώ οι αυτουργοί ηρωποιούνται οι πράξεις τους απομυθοποιούνται. Γινόμενες λοιπόν πιο «προσιτές», μήπως παρασύρουν (συνειδητά ή ασυνείδητα) πιο εύκολα απλούς ανθρώπους σε μιμήσεις με έπαθλο τον ηρωισμό και ότι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή, αναγνωρισιμότητα, δημοφιλία, δόξα ή και υλικό ή άλλο όφελος ενδεχομένως…
Οπωσδήποτε, η ανάπτυξη των μέσων μαζικής ενημέρωσης αλλά και η πολλαπλάσια διάδοση των ψηφιακών μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο πρόσκτησης, επεξεργασίας και (κατά κυριολεξία, εκ του αγγλικού information) ενσωμάτωσης της κάθε είδους πληροφορίας, είτε αυτή αφορά στην ατομικότητα των διαδικτυακών μας φίλων, ακολούθων και ακολουθουμένων, είτε αυτή αφορά στη συλλογικότητα κοινωνικών ομάδων ή και εθνών. Ο προαναφερθείς μιμητισμός, βρίσκει, λοιπόν πράγματι πρόσφορο, ηλεκτρονικώς και πολυπλοκάμως διασυνδεόμενο έδαφος για την ανάπτυξή του στις οθόνες και στα πληκτρολόγια των υπολογιστών, των tablets και των κινητών μας. Έτσι, προκύπτει ο ψηφιακός ευτροφισμός ενός διαδικτυακού μιμητισμού. Καλλιεργείται η ναρκισσιστική πανομοιοτυπία του διαδικτύου, καθώς όλοι θέλουμε, επιχειρούμε και -το χειρότερο- αισθανόμαστε πως πρέπει να μοιάσουμε σε όλους και σε όλα, ενώ αναφύεται μία υπολανθάνουσα αλλά εντονότατα πιεστική παρόρμηση του “ανήκειν” (σε συγκεκριμένες ομαδοποιήσεις) και του “συμμετέχειν” (σε όλα τα θεωρούμενα σημαντικά γεγονότα). Ας μην ξεχνούμε πως και ο Ερντογάν, μέσω της εφαρμογής του FaceTime κάλεσε τους οπαδούς του να αντισταθούν, μετουσιώνοντας κυριολεκτικά έναν άυλο προσωπο-χρόνο σε εμπράγματη και μαζική κινηματική πράξη αντίστασης. Κάτι ανάλογο είδαμε να γίνεται και στην περίπτωση της Αραβικής Άνοιξης. Υπό αυτό το πρίσμα, το εσώτερο κίνητρο της (εντός ή και εκτός των εισαγωγικών) δημοκρατικής αντίδρασης πολλών από τους διαδηλωτές θα μπορούσε να είναι η πρόσκτηση ψηφιακής ή και τηλεοπτικής δημοφιλίας και αναγνωρισιμότητας. Δεν είναι όμως αυτή η μόνη παγίδα στην οποία κινδυνεύουμε να πέσουμε από μία επί πολλής ερμηνευτική προσέγγιση των όσων έλαβαν χώρα στην Τουρκία τη νύχτα του οπερετικού στην εκτέλεσή του (όπως αποδείχθηκε) πραξικοπήματος. Οι μιντιακές και διαδικτυακές στρεβλώσεις της πληροφορίας, της πραγματικότητας και των επί μέρους γεγονότων που τη συναπαρτίζουν, καιροφυλακτούν πάντα, ιδιαίτερα στο δημοκρατικώς θολερό και (ψηφιακώς) υπό-κινούμενο έδαφος μιας πολιτικοστρατιωτικής συγκυρίας όπου τα όρια και οι ρόλοι του αυθαιρετούντος δυνάστη και του αόπλου διαδηλωτή συγχέονται και συνέχονται εύκολα, όπως συνέβη το βράδυ της 15ης Ιουλίου στη γείτονα. Άλλωστε, μαζί με τις εικόνες άοπλης αυτοθυσίας των πολιτών μπροστά στις τεθωρακισμένες μονάδες της πραξικοπηματικής κίνησης, είδαμε και αρκετούς φιλο-Ερντογανικούς διαδηλωτές να λιντσάρουν, να εξευτελίζουν και να ποδοπατούν μέχρι θανάτου πολλούς από τους στρατιώτες, τιμωρώντας τους ως ενεργούμενα των πραξικοπηματιών. Αυτές οι εικόνες πολύ απέχουν από τις ψυχολογικές και δημοκρατικές ποιότητες της προλεχθείσας “ριζοσπαστικής ενσυναίσθησης” και γεννούν εύλογα ερωτήματα, περί πρόσμειξης των κινήτρων των Ερντογανικών υπερασπιστών της Δημοκρατίας με τις τυφλές ιδεολογικές συνιστώσες του φανατισμού και του προσωπικού ωφελιμισμού που προσβλέπει στην ανταμοιβή του υπερβάλλοντος δημοκρατικού ζήλου από το διατηρούμενο καθεστώς. Η αμφίπλευρα ωμή έκφραση της βίας και της επιθετικότητας δεν σώζει ούτε τη Δημοκρατία, ούτε τα προσχήματά της. Η μετουσίωσή της σε υψηλές πράξεις αντιστασιακού αλτρουισμού και δημοκρατικής φιλαλληλίας αποτελεί τον μοναδικό εγγυητή ομαλότητας και ευημερίας, εν μέσω των αντιμαχόμενων ταπεινών ενστίκτων πολιτικής επιβίωσης. Γιατί, τα προβλήματα της δημοκρατίας δεν διορθώνονται με βίαιες εκτροπές, αλλά με περισσότερη Δημοκρατία της οποίας μέγιστη αρετή αποτελεί η ικανότητα συγχώρεσης ακόμη και των πιο θανάσιμων εχθρών της. Κάτι που θα είναι χρήσιμο, ωφέλιμο και επιτακτικώς επιβεβλημένο να το κατανοήσει γρήγορα ο κυρίαρχος, πλέον κ. Ερντογάν.