Οδηγίες προς επίδοξους συγγραφείς περιλαμβάνει το βιβλίο «Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας», της βραβευμένης αγγλίδας μυθιστοριογράφου Πατρίτσια Χάισμιθ, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη.
Το βασικό ζητούμενο, κατά την συγγραφέα, η οποία διέπρεψε στην αστυνομική λογοτεχνία, είναι να αποσπάσεις την προσοχή του αναγνώστη με κάτι διασκεδαστικό, που να αξίζει τον κόπο να του αφιερώσει μερικές ώρες ή μερικά λεπτά: «Πολλοί θαρρούν πως οι ήδη αναγνωρισμένοι συνάδελφοί τους έχουν κάποια μαγική φόρμουλα επιτυχίας. Στόχος του βιβλίου είναι να ανατρέψει αυτή την ιδέα. Δεν υπάρχει μυστικό επιτυχίας στο γράψιμο, εκτός της προσωπικότητας. Και επειδή κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, εναπόκειται αποκλειστικά στον ίδιο να εκφράσει τη διαφορετικότητά του».
Το βιβλίο, γραμμένο με αφηγηματικό ύφος, σε οδηγεί στα μυστικά του μυθιστορήματος: Το σαράκι της ιδέας, η ανάπτυξη της αρχικής ιδέας, η φαντασία του συγγραφέα, η αναγνώριση των ιδεών, οι αόρατες κεραίες, η χρήση των προσωπικών βιωμάτων, η αφετηρία της αφήγησης, το διήγημα αγωνίας σε σύγκριση με το μυθιστόρημα. Δικαιώνοντας τον χαρακτηρισμό της ως συγγραφέας του σασπένς , δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα όπως: το γρήγορο μυθιστόρημα, το πύκνωμα της πλοκής , οι… γοητευτικοί εγκληματίες, το σχεδόν απίστευτο, ο ρυθμός, ο αιφνιδιασμός του αναγνώστη, η πρώτη γραφή, η πρώτη σελίδα, η έκταση και η αναλογία, η τεχνική και το ταλέντο, η οπτική, η συναισθηματική εμπλοκή στην ιστορία, η γνώση των επαγγελμάτων, η δεύτερη γραφή και οι αναθεωρήσεις.
Η συγγραφέας αφηγούμενη τις εμπειρίες της στο γράψιμο κλασικών έργων της, που έχουν μεταφρασθεί και στην Ελλάδα ( «Ξένοι στο τρένο», εκδόσεις Ροές, 2002 και «Ο Αμερικάνος φίλος», 1987, εκδόσεις Επίκεντρο) διδάσκει, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να μαθαίνει γραφή και… ανάγνωση.
Οι συμβουλές της δείχνουν απλές αλλά, όσοι έχουν επιδιώξει να γράψουν βιβλία, ξέρουν πόσο πολύτιμες αποδεικνύονται στην απλότητά τους:
«Συνιστώ ανεπιφύλακτα στους συγγραφείς να κρατούν σημειώσεις. Έστω και τρεις τέσσερις λέξεις αξίζει να σημειώνονται. Κάποιες ιδέες πιθανόν να αρχίσουν να αποκτούν ζωή».
«Η ιδέα θα αποκτήσει σάρκα και οστά με την προσθήκη χαρακτήρων, σκηνικού, ατμόσφαιρας. Το σκηνικό και τα πρόσωπα πρέπει να φαίνονται ξεκάθαρα σαν φωτογραφία, χωρίς θολές περιοχές».
«Η περιπλοκή είναι αποτελεσματικότερη όταν έχουν τη μορφή απρόσμενων γεγονότων».
«Τα προβλήματα που συναντά κανείς στη συγγραφή λύνονται με ένα θαυματουργό τρόπο έτσι και κοιμηθεί λίγο. Κοιμάμαι με το πρόβλημα και ξυπνώ με τη λύση».
Πόσες εξάρσεις πρέπει να έχει ένα δραματικό μυθιστόρημα; Μια; Δύο; Τρείς; Παραπάνω; «Ορισμένα βιβλία έχουν δύο και τρεις κορυφώσεις της ίδιας έντασης. Κάποιες πρέπει να είναι στο τέλος του βιβλίου, γιατί έπειτα από αυτές δεν μένει να ειπωθεί τίποτα και το βιβλίο πρέπει να τελειώσει εκεί, με μια αποκορύφωση».
Πως αρχίζουμε το πρώτο κεφάλαιο; Όμορφα και …καλά; Ή με σοκ και δέος; «Στην πλειονότητά τους οι αργές, ακόμα και πληκτικές, αρχές μου, είναι γραμμένες σε μια πρόζα αρκετά νευρική. Είναι δυνατόν ένα βαρετό και νυσταλέο σπίτι σε μια ηλιόλουστη εξωτική παραλία να περιγραφεί με φρενήρη τρόπο, ακόμα και αν δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα για ογδόντα σελίδες».
‘Ένα μυθιστόρημα τελειώνει όπως το έχει στο μυαλό του ο συγγραφέας; «Ένα βιβλίο υπόκειται σε αλλαγές ενώ έχουν γραφεί τα τρία τέταρτά του. Κανένα βιβλίο, και πιθανότατα κανένας πίνακας, όταν ολοκληρωθεί, δεν είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που ονειρευτήκαμε αρχικά».
Τι γίνεται με το άγχος του συγγραφέα να… αρπάξει από τα μούτρα τον αναγνώστη; «Είναι φτηνό κόλπο να ξαφνιάζεις ή να σοκάρεις τον αναγνώστη εις βάρος της λογικής- εκτός και αν πρόκειται για κωμωδία. Το ιδανικό είναι η μια ανεξέλεγκτη τροπή των γεγονότων, συνεπής όμως με το χαρακτήρα των πρωταγωνιστών. Τεντώστε στο μάξιμουμ την ευπιστία του αναγνώστη, αλλά μην τα σπάσετε».
Πόσο εύκολη είναι η πρώτη σελίδα; «Η πρώτη σελίδα είναι σημαντική γιατί μπορεί να μυήσει τον αναγνώστη στην ιστορία ή να τον κάνει να κλείσει το βιβλίο και να το βάλει στην άκρη. Ένας γνωστός μου συγγραφέας μου είπε ότι δε τον πειράζει να αφιερώσει και δέκα μέρες στην πρώτη σελίδα».
Για το φαινόμενο των βιβλίων, με τη σωρεία των στοιχείων η συγγραφέας είναι κατηγορηματική: «Ο αναγνώστης δεν θέλει να βουτήξει σε ένα ωκεανό πληροφοριών και περίπλοκων καταστάσεων, που δύσκολα θα συσχετίσει με τους χαρακτήρες. Υπάρχει μια τάση υπερβολής στις περιγραφές, ακόμα και στις εξηγήσεις. Όταν κάποιος περιγράφει ένα δωμάτιο δεν χρειάζεται να κατονομάσει τα πάντα εκεί μέσα, εκτός και αν είναι το δωμάτιο με τις εκπλήξεις. Το ίδιο και με τους διαλόγους».
Και μια ακόμη συμβουλή για την αληθοφάνεια των επαγγελμάτων που εξασκούν πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές : «Οι συγγραφείς πρέπει να εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία προκειμένου να γνωρίσουν τα επαγγέλματα άλλων ανθρώπων, να δουν το χώρο εργασίας και να ακούσουν πως μιλάνε εκεί. Το ίδιο ισχύει και για τα χωριά, τις πόλεις και τις χώρες, ακόμη και για τους δρόμους. Ένα μίζερο σοκάκι οπουδήποτε, γεμάτο σκουπίδια, πιτσιρίκια και αδέσποτα σκυλιά, μπορεί να είναι τόσο γόνιμο για τη φαντασία όσο και το ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο, όπου ο Μπάιρον σκάλισε τ΄ όνομά του σε μια μαρμάρινη κολόνα στο ναό του Ποσειδώνα».
Η Πατρίτσια Χάισμιθ γεννήθηκε το 1921 στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας. Σπούδασε Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, όπου εργαζόταν ως κειμενογράφος σε κόμικς και συγκεκριμένα στον Σούπερμαν. Έγινε γνωστή με το βιβλίο της «Ξένοι στο τρένο», που το 1950 γυρίστηκε ταινία από τον Χίτσκοκ. Αναγνωρίστηκε ως μεγάλη συγγραφέας μυθιστορημάτων θρίλερ αποσπώντας βραβεία στην Αγγλία και στη Γαλλία. Έγραψε 27 μυθιστορήματα και πολυάριθμες κριτικές και δοκίμια. Πέθανε το 1995.