Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος Ψυχολόγος
Πριν έξι χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο με τίτλο “Το ασφαλιστικό και κοινωνικό χάσμα των γενεών” όπου πέρα από το προφανές της γενεαλογικής σύγκρουσης, με μεταφορά των ασφαλιστικών βαρών στους νεότερους ώστε να περισώσουν οι γηραιότεροι προνόμια κάποια εκ των οποίων αποτελούσαν μέρος ρουσφετολογικών και συντεχνιακών παροχών, αναφερόμουν και στους παράγοντες που θα έπρεπε να προσεχθούν ώστε να παραταθεί η βιωσιμότητα του συστήματος.
Έκτοτε η συνολική κατάσταση έχει δυσχεράνει, τόσο λόγω της έντονης ύφεσης των επομένων ετών αλλά και της πρόσφατης αντιαναπτυξιακής αναστροφής, και το ζήτημα επανήλθε εντονότερο και επιτακτικότερο. Πάντως οι 4+1 βασικές πληγές που ματώνουν μόνιμα το ασφαλιστικό σύστημα παραμένουν οι ίδιες. Τέσσερις “κολώνες” μαζί με το “επιστέγασμα” που τις προστατεύει ή τις εκθέτει όλες μαζί. Οι δημογραφικές εξελίξεις, η μαύρη εργασία μαζί με την εισφοροδιαφυγή, η αξιοποίηση των αποθεματικών, η οργανωτική και οικονομική δομή του και στον ρόλο του “στεγάστρου” η αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Το δημογραφικό αντιμετωπίζεται ως παρωνυχίδα ενώ αποτελεί κομβικό ρυθμιστή. Κανένα σύστημα δεν επιβιώνει χωρίς ανανεούμενο εργατικό δυναμικό, τόσο μαζικό όσο να υπερκαλύπτει τις εισφοροδοτικές ανάγκες του. Με έναν ραγδαίως γηρασμένο πληθυσμό αν δεν υπάρξουν κίνητρα στήριξης των νέων οικογενειών που θα επικεντρώνονται σε διευκολύνσεις (οικονομικές, επαγγελματικές, συμπληρωματικών υπηρεσιών) δεν υπάρχει καμιά ελπίδα υγιούς ανατροφοδότησης του συστήματος. Από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και τα στοχευμένα επιδόματα τέκνων (ειδικά για τις μονογονεϊκές οικογένειες) έως την ελεύθερη πρόσβαση σε παιδικούς σταθμούς και τα ολοήμερα σχολεία, κυρίως για παιδιά από ζευγάρια εργαζομένων.
Η μάστιγα της μαύρης εργασίας και της εισφοροδιαφυγής αντιμετωπίστηκε σημαντικά με τα σύγχρονα συστήματα ελέγχου και τα αυστηρά πρόστιμα των προηγούμενων ετών αλλά όσο δεν χρησιμοποιείται εκτεταμένα το εργόσημο, το οποίο πέρασε στη λήθη ενώ ήταν μια λύση ειδικά για την παροδική απασχόληση αλλοδαπών, δεν καθιερώνεται ένα μόνιμο σύστημα υπολογισμού των εισφορών (που θα συνδυάζει εισοδηματικά κριτήρια αλλά κι ένα είδος αγοράς υπηρεσιών) και διακανονισμού οφειλών και δεν αξιοποιούνται οι σύγχρονες τεχνολογίες για την άμεση παρακράτηση των εισφορών στην πηγή, πάντα θα υπάρχουν διαβρωτικές διαρροές.
Η αναδιανεμητική ασφαλιστική δομή έτσι κι αλλιώς δίνει σταδιακά τη θέση της σε μια πιο κεφαλαιοποιητική αλλά κι αυτό προωθείται με φοβικό και περιορισμένο τρόπο. Η ιδιωτική ασφάλιση συνεχίζει να μην αποτελεί συμπληρωματικό πυλώνα, οι υπηρεσίες υγείας δεν αναδιαρθρώνονται υπέρ της πρόληψης ώστε να μειωθεί το συνολικό κόστος και να επιτρέψει τον περιορισμό των βασικών εισφορών οδηγώντας στην χωριστή κοστολόγηση για κάθε περαιτέρω παροχή.
Τα αποθεματικά των ταμείων αν και δεν αποτελούν μέσο πληρωμής των συντάξεων επιτελούν έναν χρήσιμο συμπληρωματικό ρόλο. Αφέθηκαν όμως επί δεκαετίες στην απαξίωση των μηδενικών επιτοκίων της Εθνικής Τράπεζας, ακολούθησε η “σιγουριά” των ομολόγων του δημοσίου (που κουρεύτηκαν χωρίς καμιά πρόβλεψη σταδιακής αναπλήρωσης) και η τοποθέτηση σε δομημένα προϊόντα (τα οποία ρευστοποιήθηκαν πρόωρα πριν καταγράψουν τα μακροπρόθεσμα οφέλη τους;). Ίσως ήρθε η εποχή να αναζητηθούν επενδυτικές επιλογές που θα αφορούν ένα ευρύτερο φάσμα προτάσεων. Από συμμετοχή σε μεγάλα διεθνή projects μέχρι συνδυαστικά χρηματοοικονομικά μέσα μακροπρόθεσμης απόδοσης.
Φυσικά όλα αυτά καταρρέουν σε κλάσματα δευτερολέπτου αν δεν σταθεροποιηθεί πλήρως το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον και δεν οικοδομηθούν οι δικλείδες ασφαλείας που θα επιτρέψουν στους επενδυτικές να ξεδιπλώσουν νέες επιχειρηματικές ιδέες. Η επαναφορά σε σταθερά υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς, που θα επιτρέψει στο ασφαλιστικό σύστημα να αποκτήσει μόνιμους νέους πόρους, δεν θα προκύψει ως ευχή.
Επιβάλλονται πλέον γενναίες κινήσεις σε επίπεδο ιδιωτικοποιήσεων και ειδικών κινήτρων για προσέλκυση επενδυτών, τόσο αντισυμβατικές που θα προκαλέσουν θετικό σοκ σε όσους σκέφτονται την τοποθέτηση κεφαλαίων στην Ελλάδα. Το αντέχει ιδεολογικά μια κυβέρνηση που τρέφεται από ταξικά μίση;