Από την αρχή της πανδημίας έως και σήμερα η Ελλάδα θρηνεί χιλιάδες θύματα, τα οποία αντιστοιχούν με τον πληθυσμό μιας πόλης όπως το Κιλκίς ή η Θήβα. Και ενώ κατά τους πρώτους μήνες του 2020 κάθε απώλεια ισοδυναμούσε με εθνικό θρήνο, έπειτα από δύο χρόνια συνεχόμενης δοκιμασίας η κοινωνία μοιάζει να χτίζει – παράλληλα με την εμβολιαστική εκστρατεία – ένα συναισθηματικό «τείχος ανοσίας» απέναντι στον θάνατο. Κάπως έτσι, οι «σκληροί δείκτες» που συμπεριλαμβάνονται στις ημερήσιες εκθέσεις του ΕΟΔΥ έχουν μετατραπεί σταδιακά σε αριθμητικά αναγνώσματα, που οδηγούν σε συμπεράσματα σχετικά με την εξέλιξη του κύματος, και κρίκος μιας ρουτίνας καταδικασμένης σε απώλειες.
Είναι ενδεικτικό ότι την Τετάρτη ανακοινώθηκαν 115 θάνατοι, οι οποίοι σημειωτέον καταγράφτηκαν σε διάστημα ενός 24ώρου. Τη χθεσινή ημέρα στη «μαύρη λίστα» προστέθηκαν ακόμα 107 άνθρωποι που έχασαν τη μάχη για τη ζωή τους χτυπημένοι από τον κορωνοϊό. Από τα επίσημα στοιχεία προκύπτει ότι τους περασμένους 24 μήνες συνολικά εξέπνευσαν εξαιτίας των επιπλοκών του SARS-CoV-2 23.190 άνθρωποι, αριθμός που επιβεβαιώνει τις προγνώσεις των πιο απαισιόδοξων σεναρίων. Μόνο τον Ιανουάριο 2.399 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, με αποτέλεσμα ο πρόλογος του νέου έτους να γράφεται με μελανά γράμματα.
Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα «γιατί τόσοι θάνατοι» είναι καθημερινά επίκαιρο. Μόλις χθες η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα αναφερόμενη στο θλιβερό αυτό ζήτημα τόνισε πως το θέμα είναι πολυπαραγοντικό. Και αντλώντας δεδομένα της περασμένης Τετάρτης με έμφαση στις απώλειες, πρόσθεσε με νόημα πως «υπήρχαν 80 ανεμβολίαστοι και 27 που είχαν εμβολιαστεί πριν από πολλούς μήνες με τη δεύτερη δόση, χωρίς να κάνουν την τρίτη». Είπε επίσης πως το βασικό κομμάτι των θανάτων προέρχεται από ασθενείς που δεν χρήζουν διασωλήνωσης, των οποίων η κατάσταση υγείας είναι ήδη επιβαρυμένη. «Οι περισσότεροι είναι σε απλές κλίνες, όχι σε ΜΕΘ. Είναι άνθρωποι ευάλωτοι που ακόμα και με ένα κρυολόγημα μπορεί να χάσουν τη ζωή τους» ανέφερε και επανέλαβε την ανάγκη ολοκλήρωσης του εμβολιαστικού προγράμματος με τις τρεις δόσεις του εμβολίου. Αντίστοιχα, ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Γκίκας Μαγιορκίνης υπογράμμισε ότι το 75% των θανάτων αφορά άτομα ηλικίας άνω των 70 ετών – οι οποίοι, πλην ελάχιστον εξαιρέσεων, είναι ανεμβολίαστοι – και προέρχονται από το 7,5% των συνολικών μολύνσεων.
Αρνούνται το εμβόλιο
Ωστόσο παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις και εκκλήσεις των ειδικών εκτιμάται ότι έως και σήμερα περίπου 300.000 πολίτες άνω των 60 ετών αρνούνται να ακολουθήσουν τον δρόμο της «Ελευθερίας». Συνεπακόλουθα, επιλέγουν να βρίσκονται σε καθεστώς «ομηρείας», καθώς παραμένουν ανυπεράσπιστοι έναντι της λοίμωξης COVID-19 και των επιπλοκών της. Αλλά και οι 220.000 πολίτες 60+ που έσπευσαν να κάνουν την πρώτη δόση, ώστε να αποφύγουν το πρόστιμο που ενεργοποιήθηκε από τα μέσα του μήνα, απέχουν χρονικά πολλές εβδομάδες από το να χτίσουν ανοσία και αρκετούς μήνες από την τρίτη δόση, η οποία κρίνεται απαραίτητη για να συμπληρωθεί η ασπίδα προστασίας έναντι του SARS-CoV-2 και των μεταλλάξεών του.
Εντούτοις και καθώς το ιικό φορτίο παραμένει σε υψηλά επίπεδα στη χώρα, εγκυμονεί καθημερινά ο κίνδυνος η Ομικρον ή η Δέλτα (που συνεχίζει να κυκλοφορεί στην κοινότητα) να βρουν… πέρασμα προς τους ηλικιωμένους. Για να διαπιστώσει άλλωστε κανείς τις ευκαιρίες που έχει ο κορωνοϊός για να αποκαλύψει το φονικό του πρόσωπο, αρκεί να αναλογιστεί πως σήμερα εκτιμάται ότι τα ενεργά κρούσματα ανέρχονται σε 150.000.
Εκτός όμως από το δημογραφικό πρόβλημα – ένας στους τρεις Ελληνες είναι άνω των 60 ετών, εκ των οποίων περίπου το 10% παραμένει ανεμβολίαστο -, οι ειδικοί επικαλούνται, μεταξύ άλλων, και το «σφιχτό» σύστημα καταγραφής που έχει υιοθετήσει η χώρα μας, ακολουθώντας το πρότυπο του ΠΟΥ. Σύμφωνα με αυτό, καταχωρίζονται όλοι όσοι αφήνουν την τελευταία τους πνοή στα νοσοκομεία ή κατ’ οίκον και έχουν διαγνωστεί θετικοί στον κορωνοϊό, χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Αντίθετα, στη Βρετανία, για παράδειγμα, ως νεκροί COVID-19 καταχωρίζονται όσοι καταλήγουν μέσα σε 28 ημέρες από τη διάγνωση. Συνεπώς, εάν η Ελλάδα ακολουθούσε το βρετανικό μοντέλο τότε από τη λίστα των θυμάτων θα έσβηναν μεμιάς 4.616 πανδημικές απώλειες.