Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Μέσα στα μέτρα που ψηφίστηκαν την Τετάρτη το βράδυ υπάρχει και ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος μεταξύ άλλων θέτει νέες αρχές σε ότι αφορά τις κατοικίες με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλά προβλήματα στους δανειολήπτες που χρωστούν το σπίτι τους στην τράπεζα.
Συγκεκριμένα, οι κυριότερες αλλαγές που εισάγονται με το ψηφισθέν νομοσχέδιο στο βιβλίο πρώτο του ΚΠολΔ («Γενικές Διατάξεις») είναι οι ακόλουθες:
Προστίθενται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου οι διαφορές μεταξύ των ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας και οι διαφορές μεταξύ των διαχειριστών ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους και στους ιδιοκτήτες ορόφων και διαμερισμάτων που αφορούν κοινόχρηστες δαπάνες, εφόσον η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ (άρθρο πρώτο παρ. 3 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 14 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Καταργούνται οι ρυθμίσεις του ΚΠολΔ περί δικολάβων (άρθρο πρώτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 16 ΚΠολΔ) ·
Καταργείται η δυνατότητα άσκησης κύριας παρέμβασης σε στάδια του δεύτερου βαθμού (άρθρο πρώτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 79 παρ. 1 ΚΠολΔ) ·
Καταργείται η υποχρέωση παράστασης με πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας επί συναινετικού διαζυγίου (άρθρο πρώτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ) ·
Καταργείται η δυνατότητα δικαστικής παράστασης διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο στα ασφαλιστικά μέτρα συλλήβδην, και διατηρείται μόνον εφόσον εκτιμάται ότι είναι αναγκαία «για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος (άρθρο πρώτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 94 παρ. 2 ΚΠολΔ) ·
Καθίσταται υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων στο Ειρηνοδικείο, εξαιρουμένων των υποθέσεων μικροδιαφορών, όπου διατηρείται ως δυνητική (άρθρο πρώτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 115 παρ. 3 ΚΠολΔ) ·
Καθίσταται υποχρεωτική η αναγραφή επί κάθε δικογράφου που υποβάλλεται σε δικαστήριο ή επιδίδεται σε διάδικο, του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) του υποβάλλοντος ή επιδίδοντος διαδίκου (άρθρο πρώτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 118 ΚΠολΔ) · [σ.σ. η διάταξη γεννά ζητήματα προσβολής του φορολογικού απορρήτου καθώς και προσωπικών δεδομένων, που έχουν πρόδηλο συνταγματικό αντίκρισμα]
Παρατείνεται κατ’ αρχήν έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης η ιδιότητα του δικαστικού πληρεξουσίου ως αντικλήτου για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος (άρθρο πρώτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 143 παρ. 1 ΚΠολΔ).
β. Οι κυριότερες αλλαγές που εισάγονται με το νομοσχέδιο στο βιβλίο δεύτερο του ΚΠολΔ («Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια») είναι οι ακόλουθες:
Καταργείται ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της απόπειρας συμβιβασμού των διαδίκων εκ μέρους του ειρηνοδίκη πριν από κάθε συζήτηση (άρθρο δεύτερο παρ. 1 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – προτεινόμενο να καταργηθεί άρθρο 208 ΚΠολΔ) · [σ.σ. η ενθάρρυνση της εξωδικαστικής και συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών θα έπρεπε να αποτελεί δικονομικό πρόταγμα προκειμένου να επιτυγχάνεται ο στόχος της επιτάχυνσης]
Η διαδικασία της πολιτικής δίκης διεξάγεται, κατ’ αρχήν, δι’ εγγράφων, και λαμβάνει χώρα βάσει συγκεκριμένων προθεσμιών (άρθρο δεύτερο παρ. 1 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ) · [σ.σ. η πρόταξη των ενόρκων βεβαιώσεων έναντι της εξέτασης και αντεξέτασης μαρτύρων προδήλως υπονομεύει την επιδίωξη της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας]
Λαμβάνονται υπ’ όψιν – σωρευτικώς με τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου – και εκείνα που δεν τους πληρούν, υπό την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 (άρθρο δεύτερο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠολΔ) ·
Αυξάνεται σε 30.000 ευρώ το όριο του μη επιτρεπτού της εμμαρτύρου απόδειξης (άρθρο δεύτερο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 393 παρ. 1 ΚΠολΔ) ·
Παρέχεται η δυνατότητα να εξετασθούν ως μάρτυρες και πρόσωπα που έχουν συμφέρον από τη δίκη (άρθρο δεύτερο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 400 ΚΠολΔ) ·
Τροποποιείται το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις ένορκες βεβαιώσεις (άρθρο δεύτερο παρ. 3 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρα 421-424 ΚΠολΔ).
γ. Οι κυριότερες αλλαγές που εισάγονται με το νομοσχέδιο στο βιβλίο τρίτο του ΚΠολΔ («Ένδικα μέσα και ανακοπές») είναι οι ακόλουθες:
Καταργείται η δυνατότητα προφορικής άσκησης ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων (άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 498 παρ. 2 ΚΠολΔ) ·
Συντέμνεται η προθεσμία κλήτευσης διαδίκου πριν από τη συζήτηση ενδίκου μέσου, καθώς και άσκησης έφεσης ή αναίρεσης (άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρα 518 παρ. 2, 564 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, αντιστοίχως) ·
Τροποποιούνται οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προβολής οψιγενών πραγματικών ισχυρισμών στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 527 ΚΠολΔ) ·
Προστίθενται δύο λόγοι αναίρεσης απόφασης ειρηνοδικείου (άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 560 ΚΠολΔ) ·
Καταργείται η υποχρέωση του εισηγητή υπόθεσης αρεοπαγίτη να συντάσσει και να καταθέτει στη γραμματεία του δικαστηρίου συνοπτική έκθεση επί της υπόθεσης, επανέρχεται δε η δυνατότητα ομόφωνης αποδοχής, από τριμελές συμβούλιο, προφορικής, ενώπιόν του, πρότασης του εισηγητή να απορριφθεί αναίρεση απαράδεκτη ή αβάσιμη (άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του νομοσχεδίου -άρθρο 571 ΚΠολΔ).
δ. Οι κυριότερες αλλαγές που εισάγονται με το νομοσχέδιο στο βιβλίο τέταρτο του ΚΠολΔ («Ειδικές διαδικασίες») είναι οι ακόλουθες:
Η έκδοση διαταγής πληρωμής προϋποθέτει ιδιωτικού δικαίου διαφορά (άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 623 ΚΠολΔ) · [σ.σ. Προφανώς ενόψει και του νέου ν. 4329/2015, «Έκδοση διαταγής πληρωμής για αξιώσεις από διοικητική σύμβαση που έχει συναφθεί στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α΄53) με τον οποίο προστίθεται, μετά το άρθρο 272 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας [Ν. 2717/1999 (Α’ 97)], τρίτο τμήμα με τίτλο «Έκδοση Διαταγής Πληρωμής» για τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής για αξιώσεις από διοικητικές συμβάσεις, που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής].
Παρέχεται η δυνατότητα για έκδοση διαταγής πληρωμής για πρόσωπα άγνωστης διαμονής που έχουν νομίμως διορισμένο αντίκλητο (άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 624 παρ. 2 ΚΠολΔ) ·
Ορίζεται ότι η αναστολή της εκτελεστότητας διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε κατά προσώπου με άγνωστη διαμονή ή με διαμονή ή έδρα στο εξωτερικό όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής συμφώνως προς το άρθρο 632 ΚΠολΔ, δεν αποκλείει την λήψη ασφαλιστικών μέτρων συμφώνως προς το άρθρο 724 ΚΠολΔ (άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 631 ΚΠολΔ) ·
Παρέχεται η δικονομική δυνατότητα σώρευσης της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής στο ίδιο δικόγραφο με την ανακοπή κατά της εκτέλεσης (άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 632 παρ. 6 ΚΠολΔ) · [σ.σ. Κατά παγία νομολογία από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 218 παρ. 1 και 585 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι είναι παραδεκτή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και ανακοπής κατά της επιταγής προς πληρωμή (άρθρο 933 του Κ.Πολ.Δ.), εάν οι δύο ως άνω ανακοπές υπάγονται στο ίδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, δικάζονται με το ίδιο είδος διαδικασίας και η σύγχρονη εκδίκαση τους δεν επιφέρει σύγχυση (ΑΠ 337/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 547/2008 ΕλλΔνη 2008/842, ΕφΑΘ 2809/2007 ΕΦΑΔ 2008/715, ΕφΠατ 50/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4711/2002 ΕλλΔνη 2003/528, αντίθετη ΕφΠειρ 285/1998 ΕλλΔνη 39,894]
Ορίζεται ότι, αν ο ανακόπτων δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την ανακοπή (άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 632 παρ. 7 ΚΠολΔ).
ε. Οι κυριότερες αλλαγές που εισάγονται με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο στο βιβλίο πέμπτο του ΚΠολΔ («Ασφαλιστικά μέτρα») είναι οι ακόλουθες:
Το δικαίωμα για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του οποίου δύνανται να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα, μπορεί να αφορά και μέλλουσες απαιτήσεις (άρθρο πέμπτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 682 ΚΠολΔ) ·
Η προηγούμενη άδεια του υπουργού Δικαιοσύνης αφορά μόνο την εκτέλεση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων κατά αλλοδαπού δημοσίου (άρθρο πέμπτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 689 ΚΠολΔ) ·
Η άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση καθώς και η προθεσμία άσκησής της ανήκει στην κρίση του δικαστηρίου που εκδικάζει την αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο πέμπτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 693 ΚΠολΔ) ·
Το δικαστήριο της κύριας δίκης έχει την ευχέρεια να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει την απόφαση επί της αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο πέμπτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 697 ΚΠολΔ) ·
Ορίζεται ότι ο δανειστής μπορεί, βάσει οριστικής δικαστικής απόφασης, να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης (άρθρο πέμπτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 724 ΚΠολΔ) ·
Οι διατάξεις της συντηρητικής κατάσχεσης εφαρμόζονται και στη δικαστική μεσεγγύηση (άρθρο πέμπτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 727 ΚΠολΔ) ·
Για την ικανοποίηση της αξίωσης προς απόδοση των προσωρινώς καταβληθέντων μπορεί να επιτραπεί και η κατάσχεση ακατάσχετων απαιτήσεων, στο μέτρο που αφορούν απαιτήσεις διατροφής συζύγου (άρθρο πέμπτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 730 ΚΠολΔ).
στ. Η κυριότερη αλλαγή που προτείνεται με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο στο βιβλίο έκτο του ΚΠολΔ («Διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας») είναι η ακόλουθη:
Ο καθορισμός γενικής καθ’ ύλην αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου (άρθρο έκτο παρ. 2 του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρο 740 παρ. 1).
ζ. Η κυριότερη αλλαγή που προτείνεται με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο στο βιβλίο έβδομο του ΚΠολΔ («Διαιτησία») είναι η ακόλουθη:
Η θέσπιση γενικής καθ’ ύλην αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου ως προς τον ορισμό διαιτητών και τα συναφή ζητήματα (άρθρο έβδομο του άρθρου 1 του νομοσχεδίου – άρθρα 878 επ.).
η. Το βιβλίο όγδοο του ΚΠολΔ («Αναγκαστική εκτέλεση») τροποποιείται προς τον σκοπό, ιδίως, του περιορισμού αφενός του αριθμού των ένδικων βοηθημάτων που μπορούν να ασκηθούν κατά τη διενέργεια των πράξεων της διαδικασίας εκτέλεσης, αφετέρου του χρόνου που απαιτείται για να ολοκληρωθεί η υλοποίηση των εκτελεστών τίτλων, διά της σύντμησης, κυρίως, των σχετικών προθεσμιών (λ.χ., τις προτεινόμενες ρυθμίσεις του άρθρου 995 ΚΠολΔ).
Οι κυριότερες αλλαγές που προτείνονται εν προκειμένω είναι οι ακόλουθες:
Ενώ το ισχύον σύστημα προβλέπει πλήθος ανακοπών και αναστολών, προτείνεται, εφεξής, τα παράπονα που αφορούν σε πλημμέλειες της διαδικασίας εκτέλεσης να ασκούνται αποκλειστικώς σε δύο διακριτά χρονικά σημεία, ένα πριν από τον πλειστηριασμό και ένα μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Έτσι, με τα εισαγόμενα άρθρα 933, 934 και 937 ΚΠολΔ ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι όλες οι ανακοπές που αφορούν ενδεχόμενες πλημμέλειες από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, πρέπει να ασκούνται μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία της κατάσχεσης. Μέσα στην ίδια προθεσμία προβάλλονται και οι αντιρρήσεις που αφορούν την απαίτηση. Όταν επισπεύδεται κατάσχεση στα χέρια τρίτου, στην οποία επίσης ακολουθείται η προδικασία της σύνταξης και επίδοσης επιταγής προς εκτέλεση, το ανωτέρω χρονικό πλαίσιο επεκτείνεται μέχρι και την επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στον καθ’ ου. Για όλες τις ενδεχόμενες πλημμέλειες που αφορούν την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες, αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί, ενώ αν πρόκειται περί εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα. Στην ίδια προθεσμία των τριάντα ημερών ασκείται, σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, και η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση.
Προβλέπεται ρητώς ότι η άσκηση ένδικων μέσων δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν, μετά από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο, που μπορεί να υποβληθεί και αυτοτελώς, το δικαστήριο του ένδικου μέσου διατάξει την αναστολή εκτέλεσης, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου αυτού μέσου. Στην περίπτωση αυτή, προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης αίτησης αναστολής ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η ανακοπή.
Επανακαθορίζεται η σειρά κατάταξης των δανειστών στον πίνακα των γενικών προνομίων (άρθρο 975) και ορίζεται ότι οι απαιτήσεις του Δημοσίου από τον φόρο προστιθέμενης αξίας και τους λοιπούς παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους με τις κάθε φύσεως προσαυξήσεις, τόκους και πρόστιμα εκπρόθεσμής καταβολής που τις επιβαρύνουν, κατατάσσονται, εφεξής, στην τρίτη σειρά, αντί για τη δεύτερη σειρά του άρθρου 975 του ΚΠολΔ, και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 (ειδικά προνόμια), όπως προβλέπεται σήμερα, συμφώνως προς το άρθρο 61 του ΚΕΔΕ.
Με την εν λόγω διάταξη περιορίζεται επίσης το προνόμιο των δικηγόρων στον πίνακα κατάταξης μόνο στις αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή κήρυξης της πτώχευσης όταν αυτοί (δικηγόροι) αμείβονται με πάγια περιοδική αμοιβή, θέτοντας έτσι εκποδών (σε αντίθεση με την ισχύουσα διάταξη «κατά υπόθεση») το σύνολο των αμοιβών που προέρχονται από την λοιπή δικηγορική ύλη της πλειοψηφίας των δικηγόρων που δεν παρέχουν έμμισθες υπηρεσίες.
Καταργείται η ρύθμιση κατά την οποία η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, συμφώνως προς το άρθρο 977 (συρροή γενικών και ειδικών προνομίων), διενεργείται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τρίτης τάξης του άρθρου 975 [σ.σ. άρθρο 31 εδ. τελ. ν. 1545/1985], στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και προβλέπεται ότι στη διαίρεση του πλειστηριάσματος, κατά το νέο άρθρο 977, ποσοστό 10% διατίθεται για την ικανοποίηση μη προνομιούχων απαιτήσεων, με μείωση, αντιστοίχως, των ποσοστών των ειδικών προνομίων σε 65% (από 66,6%) και των γενικών προνομίων σε 25% (από 33,33%), στην περίπτωση δε που δεν υπάρχουν μη προνομιούχες απαιτήσεις, η διαίρεση του πλειστηριάσματος μεταξύ γενικών και ειδικών προνομίων εξακολουθεί να έχει ως σήμερα (1/3 και 2/3 αντιστοίχως).
Ως τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου ορίζεται η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά τον χρόνο της κατάσχεσης, αντί για αυτή που προκύπτει από τον προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου με αντικειμενικά κριτήρια, συμφώνως προς τον ν. 1249/1982, όπως ισχύει.
Με την διάταξη του άρθρου 1009 ΚΠολΔ προβλέπεται, ότι αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο για την άσκηση σε αυτό επιχείρησης, ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε αυτή λύεται μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την καταγγελία. [σ.σ. Η διάταξη θέτει σε δυσμενή θέση τον καλόπιστο μισθωτή – επαγγελματία, ο οποίος πέρα από την απώλεια του μισθίου θα υποστεί επιπρόσθετη οικονομική ζημία στην περίπτωση που έχει προβεί, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, σε επενδύσεις στο μίσθιο που πλειστηριάσθηκε]
Εν κατακλείδι, οι αλλαγές που αποφασίστηκαν στην Σύνοδο Κορυφής της Κυριακής σε ότι αφορά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας είναι πολλές και πολλές από αυτές είναι δυσβάσταχτες για τους πολίτες και σίγουρα η Κυβέρνηση θα πρέπει να σταματήσει να μεμψιμοιρεί και να αρχίσει να δημιουργεί ρυθμίσεις που θα ανακουφίσουν τους πολίτες από τις νέες διατάξεις.