Οι δεύτεροι “φτωχότεροι” καταναλωτές της Ευρώπης, μετά τους Βούλγαρους, ήταν για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το 2023 οι Έλληνες, αφού οι αυξήσεις σε μέσο και κατώτερο μισθό “εξαφανίζονται” από τις συνεχείς ανατιμήσεις προϊόντων και υπηρεσιών, οι οποίες είναι υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Parity) στη χώρα μας, διαμορφώθηκε πέρυσι στις 67 μονάδες, δηλαδή 33% χαμηλότερα από το μέσο επίπεδο της ΕΕ – όσο ακριβώς ήταν και το 2022. Η επίδραση του πληθωρισμού φαίνεται από το γεγονός ότι η καθαρή αγοραστική δύναμη είχε βελτιωθεί το 2022, φτάνοντας στο 67% από 63% που ήταν το 2021, με τη βοήθεια των έκτακτων και μόνιμων μέτρων στήριξης των εισοδημάτων που υλοποιήθηκαν από χρόνο σε χρόνο.
Ωστόσο, για το 2022 και το 2023 – δύο χρονιές υψηλού πληθωρισμού -, παρά το ότι υιοθετήθηκαν πρόσθετα μέτρα αύξησης των εισοδημάτων, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών παρέμεινε παγωμένη στο 67%. Μια εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός ότι, σε όρους εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή, η Ελλάδα κατέγραψε για το 2022 μέση ετήσια αύξηση του πληθωρισμού κατά 9,7%, ενώ η ΕΕ είχε αύξηση 7,6%. Το 2023 η Ελλάδα είχε ετήσιο πληθωρισμό 4,2%, ενώ η ΕΕ 3,7%. Πέρα όμως από την γενικότερη εικόνα, από τα μέσα περίπου του 2023 ο πληθωρισμός απέκτησε “εθνικά” χαρακτηριστικά, ειδικά στα τρόφιμα που “καίει” περισσότερο τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, με τις ανατιμήσεις σε βασικά είδη διατροφής να είναι υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Του Τάσου Δασόπουλου από το capital.gr